Περιγραφή
«Την αγαπούσα και τη σκότωσα», ξακολούθησε, «μα μη φοβάσαι, εσέ δε σ’ αγαπώ. Εσύ δεν είσαι κείνη, όπως φαντάστηκα όταν σε είδα πρώτη φορά. Νόμισα πως πέρασε η ψυχή της σε σένα, πως αναστήθηκε σε σένα, πως ξαναήρθε στη ζωή με σένα. Μα όχι, εσύ δεν είσαι κείνη. Εσύ τρέμεις. Εκείνη δεν έτρεμε. Ξέπλεξε μόνη τα μαλλιά και μου τα έδωσε στο χέρι. Μου τα έδωσε και της τα πέρασα γύρω στο λαιμό θηλιά, τράβηξα, έσφιξα τη θηλιά γερά, και τα μάτια της, τα μικρά τα μάτια της ανοίξανε πλατιά στο χάος, τεντωθήκανε πόρτες ορθάνοιχτες στην άβυσσο? σαν πλάκες σμάλτο ασπροφεγγίσαν τ’ άχρωμα τα μάτια, σαν αιμοστάλαχτα ρουμπίνια αστράψαν τ’ άλαμπα τα μάτια.