Συνέντευξη Μαρίας Δαμιανάκου

Συνέντευξη Μαρίας Δαμιανάκου


Αγαπητή κυρία Δαμιανάκου, αφού πρώτα σας ευχαριστήσουμε για την παραχώρηση αυτής της συνέντευξης, ας αρχίσουμε την κουβέντα μας με λίγα λόγια για εσάς , τι σας ώθησε να ξεκινήσετε την συγγραφή;


Από μικρή γνώριζα πως φώλιαζαν μέσα μου μεγάλες αντιθέσεις. Ενώ ήμουν ένα συνεσταλμένο κοριτσάκι, πολύ ευαίσθητο και μοναχικό, ένιωθα πως ζούσα παράλληλα με έναν άλλον εαυτό, ιδιαίτερα «ψαγμένο» που είχε πολύ ενέργεια μέσα του και την τάση να αναζητά την αλήθεια, στην οποιαδήποτε μορφή της, στα βιβλία. Είχα πάντα την τάση να ταξιδεύω με την φαντασία μου, να πλάθω κόσμους μόνο δικούς μου... ιδανικούς, εκεί που ένιωθα πάντα την θαλπωρή της ασφάλειας. Δυσκολευόμουν να εκφραστώ προφορικά ίσως γιατί δείλιαζα και την ανάλογη πυγμή την έβρισκα μόνο όταν χρησιμοποιούσα το μελάνι. Έγραφα τις σκέψεις μου και μέσα από τα γραπτά μου έδινα απαντήσεις στα μεγάλα ερωτηματικά που είχαν βρει καταφύγιο μέσα στο μυαλό μου. Η δυσκολία μου λοιπόν στο να εκφραστώ ελεύθερα με ώθησε να γράψω ιστορίες όπου μέσα απ’ αυτές παρουσιάζω τον εσωτερικό μου κόσμο. 



Πότε ξεκινάει η ενασχόλησή σας με αυτή;

Η πρώτη μου απόπειρα έγινε γύρω στα δεκαεφτά μου χρόνια όταν προσπάθησα να γράψω ένα θεατρικό έργο στην αγγλική γλώσσα. Δεν το τελείωσα γιατί αυτή η σκέψη δεν είχε ωριμάσει μέσα στο μυαλό μου εκείνον τον καιρό. Οι συγγραφικές αναζητήσεις βρισκόντουσαν σε πρώιμο στάδιο και δεν είχα κατασταλάξει ακόμα στο είδος που θα με εξέφραζε καλύτερα. 



Υπάρχει κάποιο κομβικό σημείο που θεωρείτε σταθμό στην πορεία αυτή;

Ναι. Η προσωπική ιστορία ενός φίλου που μόλις την άκουσα το πρώτο πράγμα που είπα ήταν «Αυτή η ιστορία θα γινόταν μια πολύ καλή ταινία!». Και η απάντηση στο σχόλιό μου αυτό ήρθε από τον άντρα μου, τότε απλά σύντροφό μου «Γιατί δεν γράφεις εσύ ένα βιβλίο μ’ αυτή την ιστορία; Αφού σ’ αρέσει και μπορείς. Προσπάθησέ το!». Κι έτσι κι έγινε. Έγραψα το πρώτο μου βιβλίο. Κι αυτό ήταν η αρχή. Από τότε ξεκίνησα να γράφω το ένα μετά το άλλο και να παίρνω μέρος σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. 



Θα  θέλατε να μας πείτε δυο λόγια για το τελευταίο βιβλίο σας «Κράτος Δικαίου… η αποκάλυψη»;

Το «Κράτος Δικαίου... η αποκάλυψη» είναι η δική μου αποκάλυψη. Είναι μια βαθιά εξομολόγηση. Ο τρόπος να ξορκίσω τους φόβους, τις ανασφάλειες και τον θυμό που έχουν γεννηθεί μέσα μου εξαιτίας της ανομίας που πολιορκεί τον σύγχρονο κόσμο σε όλες της τις διαστάσεις. Σ’ έναν κόσμο όπου, με φρίκη, διαπιστώνουμε πως προστατεύει τους πάσης φύσεως εγκληματίες και στέκεται απέναντι στους αθώους πολίτες που έχουν πέσει θύματά τους, ως εχθρός τους. Αυτή η παράλογη λοιπόν κατάσταση, που είναι η πραγματικότητα που ζούμε σήμερα, βρίσκει το τέλος που της αρμόζει μέσα σ’ αυτό το βιβλίο. Όπου ένα φανταστικό κράτος έχει βρει το μυστικό για να εξαλείψει την εγκληματικότητα. Πολεμά την ρίζα του κακού με το ίδιο νόμισμα. Είναι ένα κράτος όπου δεν υπάρχουν φυλακές γιατί ο κάθε εγκληματίας τιμωρείται με το ίδιο του το έγκλημα. Ακολουθώντας τις ακριβείς λεπτομέρειες για να βιώσει και να νιώσει ό,τι πραγματικά βίωσαν τα θύματά του. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο θύτης γίνεται αυτόματα θύμα μέσα από το φαινόμενο της αυτοδικίας. Παράλληλα με την ιστορία της εγκληματικότητας, παρουσιάζεται και η ιστορία δύο οικογενειών όπου μέσα από τις προσωπικές τους σχέσεις φανερώνονται κρυφά μυστικά, σκοτεινές σκέψεις, έντονοι προβληματισμοί κι αλήθειες που δύσκολα λέγονται. Μέσα από το βιβλίο «Κράτος Δικαίου... η αποκάλυψη» ο αναγνώστης καλείται να «διαβάσει» πίσω από τις λέξεις τα κρυφά μηνύματα για πολλά κοινωνικά θέματα και για τις ανθρώπινες σχέσεις. Είναι ένα βιβλίο που παρουσιάζει θέματα που «καίνε» μέσα από μια ψυχολογική ματιά. Ποντάρει κι αγγίζει το συναίσθημα. Γι’ αυτό και «ξυπνάει» πολύ έντονα συναισθήματα στον αναγνώστη.  Είναι ένα βιβλίο που φανερώνει την συνεχής πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό και για το ποιο θα υπερισχύσει. Και τότε καλείται ο άνθρωπος, όχι ποιο να επιλέξει, αλλά ποιο θα αντέξει να ακολουθήσει. 



Είναι αλήθεια πως κάποιος διαβάζοντας το βιβλίο σας, από τις πρώτες κιόλας  σελίδες, θα πέσει πάνω σε μια σειρά από γλαφυρές περιγραφές των τιμωριών των παραβατών. Οι οποίες όμως συνδεόμενες με την κάθαρση είναι γεγονός πως δεν βαραίνουν σε κανένα σημείο τον αναγνώστη. 
Υπήρξε ενδοιασμός για την χρήση αυτών των σκληρών περιγραφών πριν την τελική διατύπωση;

Κανένας! Απολύτως κανένας! Ούτε για μία στιγμή δεν δίστασα να γράψω αυτό που σκεφτόμουν. Εξάλλου αυτό ακριβώς είναι το χαρακτηριστικό μου. Οι έντονες, ολοζώντανες, σχεδόν ωμές περιγραφές. Σε σημείο που ο αναγνώστης αισθάνεται πως όλα γίνονται μπροστά του εκείνη τη στιγμή. Σε όλες μου τις ιστορίες προσπαθώ μέσα από τις γλαφυρές περιγραφές να κάνω τον αναγνώστη να αισθανθεί. Γι’ αυτό και περιγράφω περισσότερο καταστάσεις και συναισθήματα κι όχι για παράδειγμα τοπία ή ανθρώπους εξωτερικά. Μόνο τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων, τα συναισθήματά τους και τις σκέψεις τους. Οι ιστορίες μου πάντα εστιάζουν στα παιχνίδια του μυαλού και στις αξίες. 
 
  Οι χαρακτήρες του βιβλίου σας,  είναι άνθρωποι που πιθανόν να έχετε γνωρίσει και τους δώσατε ‘ρόλο’ στην ιστορία σας, ή είναι φανταστικοί;

Καθαρά φανταστικοί. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός πως όλοι οι άνθρωποι μέσα μας κρύβουμε κι άλλους εαυτούς. Καλούς ή κακούς. Σκιές, ακόμη και φαντάσματα που κατοικούν μέσα μας. Μπορεί λοιπόν, κάποιοι να αναγνωρίσουν μέρος του εαυτού τους στους χαρακτήρες του βιβλίου μου. 



Κάποιες από τις σκέψεις της κεντρικής ηρωίδας σας,  αντικατοπτρίζουν προβληματισμούς και συναισθήματα του μέσου αναγνώστη. 
Πως επιτυγχάνεται μια τόσο εύστοχη δημιουργία χαρακτήρων σε ένα μυθιστόρημα;  

Έρχομαι στην θέση του αναγνώστη που ψάχνει να βρει την αλήθεια και ίσως κάποιες εξηγήσεις σε ερωτήματα που είναι θαμμένα στο υποσυνείδητό του. Σ’ εκείνον που νομίζει πως είναι μοναδικός γιατί δεν ακολουθεί το ρεύμα αλλά τις δικές του πεποιθήσεις. Κι έτσι, για να μην νιώσει μόνος του στον κόσμο επειδή σκέφτεται διαφορετικά από τους άλλους, δημιούργησα αυτούς τους χαρακτήρες που παίρνουν την μορφή αγγελιαφόρων. Μεταφέρουν μηνύματα κι αλήθειες που κρύβουν καλά μέσα τους οι άνθρωποι και δυσκολεύονται να τα εκφράσουν. Είτε γιατί διστάζουν γιατί είναι ζητήματα ταμπού και φοβούνται μην στιγματιστούν. Είτε επειδή φοβούνται μην περιθωριοποιηθούν γιατί πιστεύουν σε κάτι διαφορετικό από το σύνολο.  



Εσείς βρίσκεστε κάπου μέσα στην ιστορία σας; Ταυτίζεστε ή επιδράτε μέσω κάποιου ήρωα στην εξέλιξη της;

Κομμάτια του εαυτού μου είναι διασκορπισμένα σε όλους τους χαρακτήρες. Όλοι έχουν κάτι από εμένα αλλά παράλληλα ο κάθε χαρακτήρας είναι μοναδικός κι αυθεντικός. 



Τί σας ενέπνευσε για αυτό το μυθιστόρημα ?

Η κατάσταση της κοινωνίας που ζούμε, φυσικά! Θεωρώ πως έχει ξεφύγει όσον αφορά την εγκληματικότητα. Έχει φτάσει σε ένα χαοτικό σημείο όπου τίποτα δεν μπορεί να την δαμάσει. Με αποτέλεσμα, ο αθώος πολίτης να βιώνει την κάθε μέρα σα να είναι η τελευταία του μέρα  από φόβο μήπως πέσει θύμα κάποιου στυγερού δολοφόνου ή ληστή – βασανιστή. Κι όλα αυτά γίνονται για δύο λόγους: Γιατί τα σκοτεινά, άρρωστα και διαβολικά μυαλά δεν αιχμαλωτίζονται και γιατί η νομοθεσία κατά της εγκληματικότητας είναι λειψή και πολλές φορές άδικη. 



Τί συναισθήματα επιδιώκετε να λάβει ο αναγνώστης του βιβλίου σας;

Τα πάντα! Να ζήσει την ιστορία με όλο του το «είναι». Να αισθανθεί ό,τι αισθάνθηκα κι εγώ κατά την συγγραφή του. Να πονέσει, να χαρεί, να προβληματιστεί, να κλάψει, να δικαιωθεί. Να βγει από μέσα του ένας βαθύς αναστεναγμός ολοκλήρωσης, ανακούφισης και δικαίωσης. Να πάψει, έστω για εκείνες τις στιγμές που θα το διαβάζει, να αισθάνεται ανασφαλής. 



Αν μπορούσατε να χωρέσετε σε λίγες λέξεις αυτό που θέλετε να επικοινωνήσετε στους αναγνώστες σας μέσα από το βιβλίο σας, ποιες θα ήταν αυτές;

Όταν το καλό και το κακό συνυπάρχουν και η μία έννοια κρύβεται μέσα στην άλλη, τότε πρέπει να ψάξουμε βαθιά  μέσα μας για να βρούμε την αλήθεια. Όποια κι αν είναι αυτή. Όσο σκληρή κι αν είναι, όσο κι αν πονάει, πρέπει να την αποδεχτούμε γιατί μόνο έτσι μπορούμε να είμαστε ακριβοδίκαιοι. 



Σε ποιους αναγνώστες απευθύνεται κατά κύριο λόγο το «Κράτος Δικαίου … η αποκάλυψη»;

Καταρχήν σ’ αυτούς που τους αρέσουν τα ψυχολογικά θρίλερ που τους ξυπνούν έντονα συναισθήματα. Κι όταν λέμε «θρίλερ» δεν εννοούμε τον τρόμο, αλλά το μυστήριο, την δράση που συνοδεύουν το κοινωνικό, κι αισθηματικό προφίλ της ιστορίας. Εξού και ο όρος «ψυχολογικό θρίλερ». Γενικότερα όμως, αυτό το βιβλίο είναι γι’ αυτούς που φοβούνται να μιλήσουν, διστάζουν ή δεν έχουν ανακαλύψει ακόμα την αλήθεια μέσα τους. Ή όπως γράφω και μέσα στο βιβλίο, είναι αφιερωμένο σε όσους έχουν φωνή αλλά δεν ακούγονται. Πιστεύω λοιπόν πως όλοι θα έπρεπε να διαβάσουν αυτό το βιβλίο γιατί όλοι θα κερδίσουν από κάτι. Είτε διασκέδαση, είτε απαντήσεις, είτε ένα χέρι στον ώμο που θα τους πει «δεν είσαι μόνος σου»... 



Όταν ξεκινάτε τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος έχετε ολοκληρωμένη την ιστορία μέσα στο μυαλό σας ή ολοκληρώνεται στην πορεία η ιστορία σας ;

Ξεκινάω πάντα έχοντας στο μυαλό μου μια υπόθεση αλλά ενώ έχω σκεφτεί μια διαφορετική εξέλιξη, η ιστορία μου παίρνει διαφορετική τροπή εξαιτίας των ηρώων μου. Νιώθω πάντα λες και το χέρι μου το καθοδηγούν οι ήρωες. Ζωντανεύουν στις σελίδες μου, παίρνουν μορφή. Ενώ σκέφτομαι άλλα να γράψω, το χέρι μου γράφει άλλα. Σα να έχει δική του προσωπικότητα κι εναντιώνεται στις σκέψεις μου όπως ένας έφηβος που επαναστατεί.  
Για παράδειγμα η Δανάη ήθελε αλλιώς να εξελιχθεί η ιστορία της με τον Άγγελο στο «Κράτος Δικαίου... η αποκάλυψη» κι όχι όπως τους φανταζόμουν εγώ τους δύο ήρωες να την ζήσουν. Έχω λοιπόν μια ιδέα. Από’ κει κι έπειτα η ιστορία εξελίσσεται μόνη της και πολλές φορές παλεύω μαζί της για να διατηρήσω κάποια στοιχεία που είχα σκεφτεί αρχικά. 

 

Τί έρχεται πρώτο η ιστορία ή ο κεντρικός ήρωας ;

Και τα δύο μαζί. Συνυπάρχουν. Όπως δεν μπορεί να υπάρξει ιστορία χωρίς ήρωες, έτσι δεν μπορούν να ζήσουν ήρωες χωρίς μια ιστορία. 
 

 

Αν μπορούσατε να βάλετε έναν τίτλο στον τρόπο που σκέφτεστε όταν γράφετε ποιος θα ήταν;

Ανατρεπτικός, αποκαλυπτικός, με ωμές περιγραφές, έντονα συναισθήματα και κρυμμένα μηνύματα. Ένας τρόπος σκέψης γεμάτος αντιθέσεις και βίαια ξεσπάσματα συναισθημάτων. 



Ως αναγνώστης ξεχωρίζετε κάποιο είδος λογοτεχνίας; Τι σας κέρδισε σε αυτό το είδος λογοτεχνίας;

Ως αναγνώστης μ’ αρέσουν πολύ οι αυτοβιογραφίες με ψυχολογικό και σκοτεινό υπόβαθρο. Όπως αυτοβιογραφία ενός φυλακισμένου, ενός serial killer ή μιας βασανισμένης ψυχής. Η αληθινές ιστορίες με θέμα άλλους πολιτισμούς ή μαρτυρίες ιστορικών γεγονότων όπως για παράδειγμα μαρτυρίες αιχμαλώτων. Ιστορίες από την Κατοχή. Μεταφυσικές ιστορίες. Και τέλος, έχω μια ιδιαίτερη προτίμηση στην Ιαπωνική λογοτεχνία. Το είδος λογοτεχνίας όμως που γράφω είναι εντελώς διαφορετικό. Ίσως είμαι επηρεασμένη από τις προτιμήσεις μου και τα βιβλία μου είναι ένα συνονθύλευμα όλων των παραπάνω στοιχείων. Γι’ αυτό ίσως δεν μπορώ να τα κατατάξω καθαρά σε μια συγκεκριμένη κατηγορία. Γιατί τα έχουν όλα. Είναι ψυχολογικά θρίλερ με στοιχεία κοινωνικά, αισθηματικά, μεταφυσικά. 



Οικονομική κρίση και συγγραφή, πως/πόσο έχει επηρεάσει τους συγγραφείς και πως / πόσο τους αναγνώστες;

Όπως η οικονομική κρίση έχει «χτυπήσει» όλους του κοινωνικούς τομείς, δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει και την συγγραφική κοινότητα. Είναι ένα πλήγμα για τους εκδοτικούς οίκους και κατ’ επέκταση τους συγγραφείς. Και ιδιαίτερα τους νέους συγγραφείς. Λόγω της κρίσης έχουν κλείσει πολλοί εκδοτικοί οίκοι με αποτέλεσμα οι ελάχιστοι που έχουν μείνει ακόμα ζωντανοί δυσκολεύονται να ποντάρουν σε νέα ονόματα. Δυστυχώς δεν παίρνουν εύκολα το ρίσκο να εκδώσουν βιβλία νέων κι άγνωστων συγγραφέων. Παραμένουν στην ασφαλή μέθοδο. Γνωστά ονόματα συγγραφέων που είναι ήδη γνωστά στο κοινό. Κι έτσι οι νέοι κι άγνωστοι συγγραφείς, ανεξάρτητα από το αν έχουν ταλέντο ή όχι κι αν θα τους άξιζε να γνωστοποιηθεί η παρουσία τους στο ευρύ κοινό, έρχονται αντιμέτωποι με κλειστές πόρτες και παραμένουν στην αφάνεια. Έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού τους την επιθυμία να γίνει γνωστό κάποια στιγμή το έργο τους. Έστω και μετά τον θάνατό τους σαν τους μεγάλους ζωγράφους.... μόνο που τότε δεν θα το γνωρίζουν και δεν θα ζήσουν ποτέ αυτή την χαρά. Κακά τα ψέματα. Υπάρχουν διαμάντια βιβλία αγνώστων συγγραφέων, ακυκλοφόρητα που μένουν στο περιθώριο χάριν της ανωνυμίας. Σε σχέση με άλλα που πουλάνε μόνο εξαιτίας του ονόματος και της διαφήμισης κι όχι καθαρά λόγω της αξίας της ιστορίας. 
Με παρόμοιο τρόπο, η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει και το αναγνωστικό κοινό, γιατί δεν του δίνεται πάντα η ευκαιρία να διαβάσει αξιοθαύμαστα βιβλία γιατί παραμένουν ανέκδοτα. Και φυσικά έχει αλλάξει ο τρόπος σκέψης λόγω της οικονομικής «αδιαθεσίας» του. Έχει επιλογές να αποκτήσει βιβλία φτηνά και να κάνει οικονομικές αγορές. Ναι, η κρίση σ’ αυτό το σημείο βοηθά το αναγνωστικό κοινό. Σε γενικές γραμμές όμως, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Το βιβλίο στην ελληνική αγορά είναι ακριβό σπορ. Θα έπρεπε, αν θέλουμε να μεγαλώσει το αναγνωστικό κοινό, να κατέβει η τιμή του βιβλίου για να προσελκύσει περισσότερους. Δεν είναι αγαθό πρώτης ανάγκης κι αυτό είναι πολύ σημαντικό να σημειωθεί. 



Κάποιες σκέψεις σας ή επιθυμίες για το συγγραφικό σας μέλλον ;

Τα σχέδιά μου για το μέλλον... βιβλία, βιβλία, βιβλία. Εύχομαι να έχω πάνω απ’ όλα την υγεία μου, σωματική και ψυχολογική, εγώ και τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Κι από’ κει κι έπειτα όσο η φαντασία μου καλπάζει κι η έμπνευση ρουφάει αχόρταγα ώρες αποκλειστικότητας από την ζωή μου, θα συνεχίζω να γράφω, γιατί «συγκατοικώ» με άπειρους ήρωες μελλοντικών ιστοριών μου. Οι ζωές τους έχουν κάνει κατάληψη στο μυαλό μου και μου ζητούν απεγνωσμένα να τους φτιάξω το δικό τους καταφύγιο, ένα βιβλίο για την κάθε ιστορία. Και πιστέψτε με, οι ιστορίες είναι αμέτρητες! Όνειρό μου είναι να ακουστούν οι αλήθειες μου στο ευρύτερο κοινό όσο κι αν προβληματίσουν, σοκάρουν ή τρομάξουν γιατί θα φέρει ορισμένους ανθρώπους αντιμέτωπους με τον ίδιο τους τον εαυτό.