Δαίδαλος και Ίκαρος - Η εξήγηση του μύθου
Μιχαλόπουλος Γρηγόρης
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Γύρω στο 610 π.Χ., ο Κύλωνας, ένας Αθηναίος ευπατρίδης, θέλοντας να πάρει στα χέρια του την εξουσία των Αθηνών, επιτέθηκε κατά της Αθήνας με τη συνδρομή μερικών μισθο-φόρων από τα Μέγαρα. Όμως ο αθηναϊκός στρατός τούς νίκησε και τους περιόρισε στην Ακρόπολη. Στη συνέχεια, ο Μεγακλής, ο άρχοντας της Αθήνας, τους έπεισε να κατέβουν στην πόλη για να δικασθούν. Αλλά καθώς κατέβαιναν, οι άνθρωποι του Μεγακλή τούς σκό-τωσαν με τη δικαιολογία πως η κλωστή που κρατούσαν, και είχαν δέσει στο άγαλμα της Αθηνάς, έσπασε, γεγονός που σήμαινε ότι η θεά δεν δεχόταν την ικεσία τους. Λόγω αυτής της ύβρης ξέσπασε στην Αθήνα λοιμός, ενώ υπήρχαν και φήμες ότι τα φαντάσματα των δολοφονημένων τρόμαζαν τους Αθηναίους πολίτες. Για αυτό οι Αθηναίοι φώναξαν τον Επι-μενίδη, ο οποίος έδωσε εντολή να αφεθούν από τον Άρειο Πάγο μερικά άσπρα και μαύρα πρόβατα και στα σημεία όπου θα καθόντουσαν να τελούνταν θυσίες, διότι τα σημεία αυτά ήταν τα μέρη όπου δολοφονήθηκαν οι οπαδοί του Κύλωνα. Επίσης λέγεται ότι ο Επιμενίδης θυσίασε δύο νέους, τον Κρατίνο και τον Κτησίβιο, ενώ χτίστηκε και βωμός. Μετά από όλα αυτά, η πόλη των Αθηνών έπαψε να τυραννιέται και από τα φαντάσματα και από τον λοι-μό. Ο Επιμενίδης, που γλύτωσε από όλα αυτά την Αθήνα, ήταν ένας Κρητικός, για τον ο-ποίο λέγεται ότι πήγε μία μέρα στη σπηλιά της Δίκτης, κοιμήθηκε για 57 συνεχή έτη και μέσω των ονείρων, που έβλεπε, ξύπνησε σοφός. Άλλες πηγές λένε, όμως, ότι πήγε στη σπηλιά της Ίδης. Στην ίδια σπηλιά λέγεται πως πήγε και ο Πυθαγόρας, όταν πληροφορή-θηκε ότι ο Απόλλωνας έχει κρητική καταγωγή, και μυήθηκε στα κρητικά μυστήρια. Γνωρί-ζουμε ότι αρχικά εξαγνίστηκε μέσω μίας κεραύνιας λίθου, ίσως ένας πέτρινος διπλός πέλε-κυς, και στη συνέχεια, αφού έμεινε την ημέρα δίπλα στο κύμα της θάλασσας και το βράδυ δίπλα στο ρεύμα ενός ποταμού, εισήλθε στο σπήλαιο του Ιδαίου Δία και οι μύστες του Μόργου τον υποχρέωσαν να μείνει ξαπλωμένος για 27 ημέρες πάνω σε μία λιτανική κλίνη, επί της οποίας αναγραφόταν το εξής: «Εδώ βρίσκεται ο νεκρός Ζαν, που οι άνθρωποι από-καλούν Δία». Άρα, ο Πυθαγόρας ξάπλωσε για 27 μερόνυχτα πάνω στον τάφο του Δία και όταν σηκώθηκε ήταν ‘‘αναγεννημένος’’. Αυτό σημαίνει ότι ο Πυθαγόρας συμμετείχε στον θάνατο και στην ανάσταση του Κρητικού Δία. Κάτι παρόμοιο συνέβαινε και στα αιγυπτιακά μυστήρια, όπου ο υποψήφιος για μύηση ξάπλωνε μέσα σε μία πέτρινη σαρκοφάγο και κοι-μόταν για τρεις μέρες. Μετά το πέρας των τριών ημερών, ο υποψήφιος είχε πλέον μυηθεί και ο ιεροφάντης τον έβγαζε από τη σαρκοφάγο. Πιστεύεται ότι η όλη ιδέα συνδέεται με τη σελήνη, που εξαφανίζεται από τον νυχτερινό ουρανό για τρεις μέρες και στη συνέχεια επα-νεμφανίζεται ως νέα σελήνη.Αναφορικά με τον ύπνο του Επιμενίδη, ίσως να μην είναι τυχαίο ότι το όνομα της Κνωσού συνδέεται με το ρήμα ‘‘Κνώσσω’’, που θα πει ‘‘κοιμάμαι’’. Μάλιστα λέγεται ότι στην Κνωσό πραγματοποιούταν μία πρακτική αυτομύησης ή ένα είδος εικονικού θανάτου και ότι αυτός ο εικονικός θάνατος υπονοείται στην ιστορία του ύπνου του Επιμενίδη. Για τον σκοπό αυ-τόν χρησιμοποιούνταν, καθώς φαίνεται, οι αδιέξοδες καταλήξεις στενών κλιμακοστασίων στο ανάκτορο της Κνωσού. Ο Α.Μπουρατίνος στο ‘‘Μινωική θρησκεία’’ επισημαίνει ότι ο προσκυνητής του λαβύρινθου της Κνωσού έπεφτε σε κατάσταση βαθειάς αυτοσκόπησης, διεγείροντας εντός του κάποιες ικανότητες και ενοράσεις.Απ’ ό,τι φαίνεται η Κρήτη κατοικήθηκε στις αρχές της νεολιθικής περιόδου και λέγεται ότι το όνομα ‘‘Κρήτη’’ το έλαβε είτε από τον Κρήτα, που ήταν ο βασιλιάς των Κουρητών, είτε απ’ την Κρήτη, την κόρη ενός Κουρήτα που τη νυμφεύτηκε ο Άμμωνας Δίας, είτε από το κριθάρι (‘‘Κρι’’ στον Όμηρο) που καλλιεργείτο στο νησί. Ωστόσο το συγκεκριμένο νησί είχε, κατά το παρελθόν, και άλλα ονόματα, όπως: Αερία, Χθονία, Δολιχή, Τελχινία, Ιδαία, Μακα-ρία και Κουρήτις. Η νεολιθική περίοδο για την Κρήτη διήρκησε από το 6100 έως το 2600 π.Χ. και η εγκατάσταση είχε τη μορφή οικισμών με ξύλινες πασσαλόπηκτες καλύβες. Από το 2600 έως το 1900 π.Χ. η Κρήτη διανύει τη λεγόμενη προανακτορική περίοδο, όπου οι οικισμοί είναι μικρές πόλεις και υπάρχει οργανωμένη λατρεία σε ιερά κορυφής και σε σπή-λαια. Λέγεται ότι ο κίνδυνος εξωτερικής απειλής ανάγκασε τους Κρήτες να συγκεντρώσουν τη δύναμη σε κάποια κέντρα, δηλαδή στα ανάκτορα, όπου επικεφαλής ήταν ο βασιλιάς και μέσω πια των ανακτόρων γινόταν ο έλεγχος της ανακτορικής εξουσίας. Στην Κρήτη συναν-τάμε τρία ανάκτορα: των Μαλλίων, της Φαιστού και της Κνωσού· και το ανάκτορο στα Μάλλια έλεγχε την ανατολική Κρήτη, το ανάκτορο στη Φαιστό τη νότια και το ανάκτορο στη Κνωσό τη βορειοκεντρική Κρήτη. Μεταξύ των αρχόντων των ανακτόρων υπήρχαν ει-ρηνικές σχέσεις και κλίμα συνεργασίας. Για ό,τι αφορά την Κνωσό, που βρίσκεται 5 χλμ. ΝΑ του Ηρακλείου και έχει στενότατη σχέση με το θέμα της παρούσας εργασίας, το πρώτο ανάκτορο ανεγέρθηκε γύρω στο 1900 π.Χ., γεγονός που φανερώνει την ύπαρξη μίας ισχυ-ρής παρουσίας που ηγείτο των υπολοίπων τοπικών αρχόντων. Πιστεύεται ότι στην ανοικο-δόμηση του ανακτόρου, που είχε διοικητικό, οικονομικό και θρησκευτικό χαρακτήρα, υπήρ-χε η αυτοπροαίρετη συμβολή των πάντων, καθώς το ανάκτορο ήταν αφ’ ενός ο οίκος του βασιλιά, ο οποίος αντλούσε το δικαίωμα της εξουσίας του από τη θεότητα, αφ’ ετέρου ο οίκος της θεότητας. Το ανάκτορο χτίστηκε πάνω σε λόφο και οι διάφοροι χώροι του συνδέ-ονται με ευρύχωρους διαδρόμους, ήταν πολυόροφο και διέθετε πλήρες σύστημα αποχέτευ-σης. Επίσης μέσα στα ανάκτορα υπήρχαν ιερά, αποθήκες και εργαστήρια. Το ανάκτορο της Κνωσού, όπως άλλωστε και τα άλλα κρητικά ανάκτορα, καταστράφηκε γύρω στο 1900 π.Χ. είτε από εμφύλια σύγκρουση είτε από την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Το νέο ανάκτορο χτίστηκε επάνω στο προηγούμενο με κάποιες όμως διαφορές. Αναφορικά με αυτές τις διαφορές, ο Αντ. Βασιλάκης στο ‘‘Μινωική Κρήτη’’ σημειώνει τα ακόλουθα: «Στην Κνωσό η δυτική αυλή πλακοστρώθηκε ξανά στην ίδια θέση σε ψηλότερο επίπεδο και από τους τρεις αποθέτες έμεινε ανοικτός μόνον ένας, ενώ οι άλλοι καταχώστηκαν. Αντί για την παλιά δυτική είσοδο που έφερνε κατευθείαν στην κεντρική αυλή, διαμορφώνεται η νέα νο-τιοδυτική είσοδος στην οποία κατέληγε η κλιμακωτή στοά που ερχόταν από τον ξενώνα και περνούσε πάνω από την οδογέφυρα. Η βόρεια είσοδος, με τους μνημειώδεις εξώστες και την κεκλιμένη ανάβαση προς την κεντρική αυλή, διαμορφώθηκε στενότερη από την παλιά, μία δεξαμενή καθαρμών συνδέθηκε με τη βόρεια είσοδο. Η διάταξη των χώρων στη δυτική πτέρυγα καθιερώθηκε τώρα και διατηρήθηκε, με λίγες αναμορφώσεις, στις επόμενες φά-σεις. Στα ανατολικά της κεντρικής αυλής έγινε μία βαθιά τομή που διαμορφώθηκε σε άνδη-ρο, στο οποίο οικοδομήθηκαν τα βασιλικά διαμερίσματα, και πιο βόρεια τα εργαστήρια και οι βασιλικές αποθήκες. Για πρώτη φορά διαμορφώθηκε θεατρικός χώρος έξω από τη βο-ρειοδυτική γωνία του ανακτόρου». Τα κρητικά ανάκτορα καταστράφηκαν από σεισμό γύρω το 1450 π.Χ., όμως εκείνο της Κνωσού συνέχισε να λειτουργεί. Το ανάκτορο της Κνωσού καταστράφηκε από φωτιά γύρω στο 1370 π.Χ., ενώ από το 1250 π.Χ. και μετά άρχισε να ερημώνεται. Ο γνωστότερος βασιλιάς της Κνωσού ήταν ο Μίνωας, του οποίου οι ρίζες καταγωγής εντο-πίζονται και στο Άργος και στην Αίγυπτο και στη Φοινίκη, και σύμφωνα με τον Θουκυδίδη: «Ο Μίνως, εξ όσων κατά παράδοσιν γνωρίζομεν, πρώτος απέκτησε πολεμικόν ναυτικόν, και εκυριάρχησε επί του μεγαλυτέρου μέρους της θαλάσσης, η οποία ονομάζεται σήμερον Ελ-ληνική. Κατακτήσας τα Κυκλάδας νήσους, ίδρυσεν αποικίας εις τας περισσότερας από αυ-τάς, αφού εξεδίωξε τους Κάρας και εγκατέστησε τους υιούς του ως κυβερνήτας. Ως εκ του-του και την πειρατείαν φυσικά κατεδίωκεν όσον ημπορούσεν από την θάλασσαν αυτήν, δια να περιέρχωνται εις αυτόν ασφαλέστερον τα εισοδήματα των νήσων». Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, ο Μίνωας ίδρυσε στην Κρήτη πολλές πόλεις ανάμεσά τους η Κνω-σός, η Φαιστός και η Κυδωνία. Ο Μίνωας συνδέεται με ένα ανθρωποφάγο τέρας, τον Μινώ-ταυρο, και με τον λαβύρινθο, ένα κτήριο που το είχε κατασκευάσει ο Αθηναίος αρχιτέκτο-νας Δαίδαλος. Στην παρούσα εργασία θα επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε τον μύθο του Μί-νωα, του Μινώταυρου και του Δαίδαλου, αλλά προηγουμένως οφείλουμε να παραθέσουμε, εν συντομία, τον προς εξέταση μύθο. Η ιστορία ξεκινάει στο Άργος, όπου ο Δίας έσμιξε ερωτικά με μία ιέρεια της Ήρας, την Ιώ. Λέγεται μάλιστα ότι κατά τη διάρκεια της συνουσίας φούσκωσαν υπερβολικά τα νερά του ποταμού Ίναχου, που μυθολογείται ως πατέρας της Ιούς, με αποτέλεσμα μία υπερβολική ευφορία στην αργολική πεδιάδα. Όμως τους έπιασε στα πράσα η Ήρα· και αφού ο Δίας της υποσχέθηκε ότι δεν θα ξανάβλεπε την Ιώ, μεταμόρφωσε, στη συνέχεια, την Ιώ σε αγελά-δα. Η Ήρα πήρε την αγελάδα Ιώ και την παρέδωσε στον Άργο, που είχε μάτια σε όλο του το σώμα, και ο οποίος την έδεσε σε μία ελιά στις Μυκήνες. Με εντολή του Δία ο Ερμής πή-γε στις Μυκήνες και σκότωσε τον Άργο τον Πανόπτη και στη συνέχεια έλυσε την Ιώ. Αλλά τα βάσανα της Ιούς δεν σταμάτησαν εδώ, καθώς η Ήρα της έστειλε μια βοϊδόμυγα που την έκανε να τρέχει πέρα δώθε σε ανατολή και δύση. Το ξέφρενο ταξίδι της σταμάτησε στην Αίγυπτο, όπου πήρε πίσω την ανθρώπινη μορφή της και γέννησε τον Έπαφο, που έγινε βασιλιάς της Αιγύπτου, ενώ την Ιώ οι Αιγύπτιοι τη λάτρεψαν ως Ίσιδα. Ο Έπαφος νυμφεύ-τηκε τη Μέμφιδα, την κόρη του Νείλου, και για χάρη της ίδρυσε την πόλη Μέμφιδα. Από τη Μέμφιδα ο Έπαφος απέκτησε μια κόρη, τη Λιβύη, την οποία ερωτεύτηκε ο Ποσειδώνας. Από την ερωτική ένωση του Ποσειδώνα με τη Λιβύη γεννήθηκαν οι δίδυμοι Αγήνορας και Βήλος, με τον τελευταίο να μένει στην Αίγυπτο και να γίνεται βασιλιάς της, ενώ ο Αγήνο-ρας πήγε στη Φοινίκη και νυμφεύτηκε την Τηλέφασσα με την οποία απέκτησε πέντε γιους, τον Κάδμο, τον Φοίνικα, τον Θάσο, τον Φινέα και τον Κίλικα, και μία θυγατέρα, την Ευρώ-πη. Κάποια μέρα η Ευρώπη είδε ένα πανέμορφο ταύρο και πήγε να τον χαϊδέψει. Λέγεται μάλιστα ότι ανέβηκε και στη ράχη του. Όμως ο ταύρος ήταν ο ίδιος ο Δίας, που με ανεβα-σμένη επάνω του την Ευρώπη, ξεχύθηκε στη θάλασσα και έφθασε στην Κρήτη. Εκεί, ο θε-ός συνευρέθηκε ερωτικά μαζί της και έτσι γεννήθηκαν ο Μίνωας, ο Ραδάμανθυς και ο Σαρ-πηδόνας. Στη συνέχεια ο Δίας έδωσε στον Αστέριο, τον βασιλιά της Κρήτης, που καταγό-ταν από τη γενιά του Δευκαλίωνα, την Ευρώπη για σύζυγό του. Επίσης, ο Αστέριος, (ή Α-στερίων), υιοθέτησε τα τρία παιδία της Ευρώπης και όταν ο Αστέριος πέθανε, οι τρεις γιοί της κληρονόμησαν την εξουσία. Όμως τα τρία αδέλφια τσακώθηκαν μεταξύ τους για το ποιος θα γίνει ο νέος βασιλιάς της Κρήτης και στην προσπάθειά του ο Μίνωας, όντας ο με-γαλύτερος, να αποδείξει ότι αυτός ήταν ο νόμιμος νέος βασιλιάς της Κρήτης ζήτησε από τους θεούς να στείλουν ένα σημάδι προς επιβεβαίωση. Μάλιστα λέγεται ότι ζήτησε από τον ίδιο τον Ποσειδώνα να στείλει έναν ταύρο που θα τον θυσίαζε. Πράγματι, ο Ποσειδώνας έστειλε έναν πανέμορφο ολόασπρο ταύρο, που λόγω της ομορφιάς του, ο Μίνωας θυσίασε έναν άλλον. Τότε θεϊκή κατάρα έπεσε στην Πασιφάη, τη σύζυγο του Μίνωα, που ερωτεύ-τηκε τον ολόασπρο ταύρο του Ποσειδώνα, και με τη βοήθεια του Δαίδαλου, έναν Αθηναίο αρχιτέκτονα και γλύπτη που κατέφυγε στην Κνωσό επειδή στην Αθήνα είχε σκοτώσει τον ανιψιό του, κατάφερε να συνουσιασθεί με τον ταύρο. Το τέχνασμα για την επιθυμητή συν-ουσία ήταν η κατασκευή από τον Δαίδαλο μίας κοίλης ξύλινης αγελάδας, μέσα στην οποία μπήκε η Πασιφάη. Από τη μη φυσιολογική ένωση της Πασιφάης με τον ταύρο γεννήθηκε ο Μινώταυρος, ένα τέρας, μισός άνθρωπος και μισός ταύρος. Τον Μινώταυρο ο Μίνωας τον έκλεισε στον λαβύρινθο, ένα κτήριο που ανέγειρε ο Δαίδαλος, και όποιος έμπαινε μέσα δεν ξανάβγαινε. Ο ανθρωποφάγος Μινώταυρος σκοτώθηκε από τον Αθηναίο Θησέα, που είχε έλθει στην Κνωσό μαζί με άλλα δεκατρία παιδιά, στα πλαίσια ενός φόρου υποτέλειας που πλήρωναν στον Μίνωα οι Αθηναίοι. Τον Θησέα τον βοήθησε η Αριάδνη να βγει από τον λα-βύρινθο δίνοντάς του ένα κουβάρι με σχοινί, ύστερα από εισήγηση του Δαίδαλου. Στον λα-βύρινθο φυλακίστηκε και ο Δαίδαλος και ο γιος του ο Ίκαρος, όταν ο Μίνωας έμαθε ότι την Πασιφάη τη βοήθησε ο Δαίδαλος. Λόγω της παρουσίας του Τάλου, ενός μεταλλικού ‘‘ρο-μπότ’’ που είχε κατασκευάσει ο Ήφαιστος, και το οποίο δεν επέτρεπε σε κανέναν να φύγει από την Κνωσό, ο Δαίδαλος αποφάσισε να δραπετεύσει από τον λαβύρινθο από αέρος. Έ-τσι, έφτιαξε φτερά που τα συγκόλλησε με κερί και πέταξαν μακριά αυτός και ο γιος του. Όμως ο Ίκαρος δεν υπάκουσε στις οδηγίες του πατέρα του, με αποτέλεσμα να πλησιάσει κοντά στον ήλιο και να λιώσει το κερί που συγκρατούσε τα φτερά. Έτσι, ο Ίκαρος έπεσε στη θάλασσα, όπου και πνίγηκε. Τα κύματα έβγαλαν τη σωρό του σε ένα νησί, που από-κλήθηκε Ικαρία. Για ό,τι αφορά τον Δαίδαλο, λέγεται ότι κατέφυγε στη Σικελία, και συγκε-κριμένα την πόλη Κάμινο, όπου βασίλευε ο Κώκαλος. Ψάχνοντας ο Μίνωας τον Δαίδαλο βρέθηκε στη Σικελία, όπου ανακάλυψε ότι ο Δαίδαλος φιλοξενείται στο ανάκτορο του Κώ-καλου και απαίτησε να του τον δώσουν. Στο ανάκτορο του Κώκαλου ο Μίνωας βρήκε φρι-κτό θάνατο με καυτό νερό, καθώς έκανε το λουτρό του.