Ο Ζάνος Χαρίσης είτανε ζωηρό, πολύ ζωηρό παιδί. Ο Κομνηνός Βερνίκης, αχώριστος φίλος του Ζάνου, από τον καιρό ακόμα που τύλιγαν ξερόχορτα και τα κάπνιζαν κρυφά κρυφά μέσα στο περιβόλι. Ο Ζάνος είταν ανήσυχο παιδί, λιγάκι «σκανταλιάρικο», καθώς που λένε στο νησί του κάθε παιδί που πιάνει τόπο σα μεγαλώση.
Τις έβλεπε ο κόσμος του Ζάνου τις σκανταλιές, κ’ είχε να λέη. Μα η μάννα του, η καλοκάγαθη εκείνη χήρα, που σαν έχασε το ταίρι της ύστερ’ απ’ ενός χρόνου καλοτυχιά, έρριξε όλη της την αγάπη απάνω στον ξανθομάλλη το γυιόκα της, έβλεπε κάτι πιο
βαθιά από τους άλλους. Έβλεπε πως ο Ζάνος της είχε το κεφάλι, τα γούστα, τη λεβεντιά, και τη φωτιά του πατέρα του. Έβλεπε πως θαγαπήση κι αυτός μια μέρα, και θαγαπήση ώσπου ή να λυώση η καρδιά του, αν είναι κακότυχη η αγάπη του, ή νανοίξη και να γίνη τριαντάφυλλο, αν είναι φρόνιμη και ταιριασμένη αγάπη.
Έννοιωθε η Χαρίσαινα το Ζάνο της κι από την αγάπη που είχε του Κομνηνού. Ο Κομνηνός είταν κάτι μεγαλήτερος, βαρούτσικο παιδί, μα όχι κοιμισμένο. Είτανε σιγανό ποτάμι, παιδί γιατρού, – θετικό παιδί. Μετρούσε και τα λόγια του και τα καμώματά του. Σαν πρότεινε ο Ζάνος κανένα παιχνίδι, καμιά τρέλλα, ο Κομνηνός συλλογιούνταν καλά τη δουλειά, κι αποφάσιζε. Οι δυο τους είταν ο φόβος κι ο τρόμος της γειτονιάς. Εύρισκε άξαφνα η θεια Ραλού μερικές κλωστές κομμένες από το στημόνι που διαζότανε στον τοίχο. Πατούσε τις φωνές, καταριότανε, χαλνούσε ο κόσμος. Έτρεχε μέσα
στην αυλή της Χαρίσαινας και φώναζε με σηκωμένα χέρια. Μήτε φωνή μήτ’ ακρόαση! Έμπαινε σε λιγάκι ο Ζάνος με το καλάθι γεμάτο φρούτα, σα να γύριζε από το περιβόλι εκείνη την ώρα. Τόνε ρωτούσε η γριά, κ’ έβγαινε η δουλειά αμέσως έξω. Δεν μπορούσε ο μικρός να πη ψέματα. Και δε φοβούτανε να πη και την αλήθεια. Έτσι τον είχε μάθει η μάννα του. Τι να κάμη τότες κ’ η θεια Ραλού! Τον έπαιρνε και τόνε φιλούσε.
Τέλειωσαν τα ψέματα κι άρχισε το σκολειό. Και κει μαζί μπήκανε τα δυο παιδιά. Ο Κομνηνός όμως άρχισε μονομιάς να μαθαίνη. Σιγά σιγά, μα όλο μάθαινε. Ο άλλος, ο κατεργάρης, έφερε όλη του τη σκανταλιά στο Σκολειό μέσα. Γλυκοαίματος καθώς είταν, τον αγάπησε κι ο δάσκαλος, και δεν πήγαινε πάντα η καρδιά του να τον παιδεύη. Έπειτα το παιδί δεν πείραζε και κανέναν.
Μόνο που δεν μπορούσε να συχάση. Ο νους του πήγαινε κ’ ερχότανε σαν τα πόδια του σαν κάθιζε στο θρανί του. Ποτές δεν ήξερε μάθημα στην εντέλεια, πάντοτες αρπακτικά και στο ποδάρι το μάθαινε.
Τα θάματα όμως του Σκολειού είναι μεγάλα, και μεγάλη η χάρη τους. Ύστερα από μερικά χρόνια περνούσε ο μικρός στο «Ελληνικό» με πολλά καμάρια. Μαζί με τον Κομνηνό πάντα, μα τι διαφορά τώρα! Ο ένας πήγαινε τρέχοντας, ο άλλος περπατώντας σιγά σιγά. Στέκουνταν ο Ζάνος κάποτε στο δρόμο και τον περίμενε, κ’ έτσι δε χωρίζουνταν τα δυο αγαπημένα δασκαλοπαίδια.
Πρέπει να είταν ο Ζάνος ως δεκαπέντε χρονών τώρα. Καιρός που αρχίζει το παιδί να γίνεται άνοστο, μήτε παιδί μήτε άντρας, και στη φωνή του ακόμα. Είπε κάποιος πως σ’ αυτή την ηλικία το παιδί πρέπει να κρύ11
βεται κάτω απ’ ένα βαρέλλι, να μη φαίνεται στον κόσμο. Μα η κερά Χαρίσαινα δεν είταν αυτής της γνώμης. Αυτή δεν έβλεπε την ώρα να δη το γυιόκα της άντρα. Τι άλλο είχε να ελπίζη στον κόσμο! Βλέποντάς τον λοιπό να μεστώνη σιγά σιγά, η χαρά κ’ η ελπίδα πλημμυρούσαν την καρδιά της. Το δικό της το είχε, και με το παραπάνω. Ήθελε μόνο να τον αξιωθή προκομμένο και δαχτυλοδειχτούμενο στο χωριό της. Ήθελε νακούγη πάλι το γλυκό όνομα του Χαρίση ολόγυρά της, να τόνε βλέπη πάλι ζωντανό το μακαρίτη μπροστά της.
Άλλα δυο τρία χρόνια, κ’ έγεινε το μισό τόνειρό της. Τώρα έπρεπε να γείνη και τάλλο το μισό. Πως ίδρωνε το μουστάκι του Ζάνου της δεν έσωνε. Έπρεπε να γείνη κι άνθρωπος. Ως τώρα το κατάφερε αυτό με την αγάπη της, με τα γλυκά της τα λόγια. Μα αυτό δεν μπορούσε να βαστάξη ως τέλος. Ο Ζάνος έπρεπε να βγη όξω, να ξενιτευτή, να μάθη κόσμο, να μπη σ’ ένα δρόμο. Και
τότες άλλο δρόμο δεν είχανε στο νου τους οι αρχοντάδικες φαμελιές παρά τη γιατρική και τη δικηγορική. Αβοκάτος μήτε ο Ζάνος δεν ήθελε να γείνη, μήτε η μητέρα του δε θα τον άφινε, γιατί θα τον έχανε από το χωριό της. Άλλο λοιπό δεν έμενε παρά γιατρός. Ο πατέρας του Κομνηνού, ο γερο Βερνίκης, κοίταζε τώρα πιώτερο τα χτήματά του παρά τους αρρώστους. Και τόσο αηδιασμένος είταν από το τρέχα τρέχα μέρα και νύχτα, που δεν ήθελε μήτε ν’ ακούση γιατρική για το γυιο του. Να πάη στην Αθήνα, ναι. Ας γείνη ό,τι θέλει, γιατρός όμως όχι. Ο Κομνηνός δικηγόρος να γείνη ή δεσπότης ή δάσκαλος, δεν του ήρχουνταν. Αυτός αγαπούσε την εξοχή, είταν του πατέρα του γυιος. Αποφάσισε λοιπό να μάθη βοτανική.
Είταν τέλη Αυγούστου. Οι δυο φαμελιές δειπνούσανε μαζί την παραμονή του μισε13
μού. Τα σεντούκια είτανε συγυρισμένα, με λεβάντες και γαζιές σκορπισμένες ανάμεσα στα φορέματα, να μυρίζουν. Κάτι μαντιλάκια, κάτι σακκουλάκια με θυμήματα μέσα, όλα καλά στοιβασμένα κ’ έτοιμα. Τα παιδιά φαινόντανε χαρούμενα, οι μαννάδες συλλογισμένες. Μόνο που δεν έκλαιγαν ακόμα. Τα δάκρια τα φυλάγανε γι’ αύριο.
Ο γερο Βερνίκης είταν απόψε όλο καθοδηγιές. Δεν αφήκε πληροφορία να μην τους δώση, παλιό φίλο να μην τους αναφέρη, συστατικά να μην τους τοιμάση.
Ύστερ’ από το δείπνο η κερά Βερνίκη ακόμα είχε ν’ αποτελειώση κάτι που έπλεχτε του Κομνηνού της. Κ’ η μικρή της η σουσουράδα, η Χρυσούλα, δώδεκα χρονώ κοριτσάκι, όλο πηγαινοήρχουνταν κ’ έβγαζε στη μέση καινούριες δουλειές πότε με τόνα πότε με τάλλο που έπρεπε να μπη μέσα στο σεντούκι του Κομνηνού.