Δημοτική Αστυνόμευση Ιστορική Εξέλιξη Διοικητική-Νομική Προσέγγιση Στρατηγική
Μαστρογιάννης Βασίλειος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Ιστορική αναδρομή κατά την αρχαιότητα

Ο αστυνομικός θεσμός καθιερώνεται από την διαχρονική προσπάθεια της εκάστοτε εξουσίας του κράτους, προκειμένου να τηρούνται οι νόμοι, οι κανόνες και οι θεσμοί που αυτό το ίδιο θεσπίζει. Κατά συνέπεια η αναζήτησή του θα πρέπει να γίνει στο βάθος των αιώνων, εκεί που η δημιουργία των πρώτων έννομων κρατών, στήριξε την ύπαρξη και λειτουργία τους, την τήρηση των νόμων και την εξασφάλιση της ειρηνικής προόδου των πολιτών τους. Τον σεβασμό και την εκτέλεση των αποφάσεών τους, τα κράτη αυτά την αναθέτουν σε εντεταλμένα από τα ίδια τα κράτη όργανα, καθώς επίσης και την σύλληψη και τιμωρία των παραβατικών ατόμων της πολιτείας, ως μέσο κοινωνικού προληπτικού αφ’ ενός και κατασταλτικού αφ’ ετέρου ελέγχου.

Οι αρχαίοι Έλληνες ανακάλυψαν πολύ νωρίς την σημασία της τήρησης της νομιμότητας για την ειρηνική συνύπαρξη και της έννομης τάξης, ως στοιχείο αναπόσπαστο των υψηλών αρχών της δημοκρατίας και της προσωπικής ελευθερίας που θα πρέπει να διέπουν τον πολιτικό – κοινωνικό και οικονομικό βίο. Σύμφωνα με την γραμματική ερμηνεία και ετοιμολογία του όρου, «Αστυνομία» σημαίνει προστασία του «Άστεως» της «Πόλης». Την προστασία της «Πόλεως» στην Αρχαία Ελλάδα αρχικά οι Έλληνες την είχαν αναθέσει στους θεούς, που προστάτευαν την «Πόλη», τους οποίους ονόμαζαν Αστυνόμους, όπως αναφέρεται και στο έργο του Αισχύλου «Αγαμέμνων».

Η Αστυνομία λοιπόν ταυτίζονταν με την ύπαρξη της «Πόλεως», της οργανωμένης κοινωνίας, την οποία αυτή προστάτευε και γι’ αυτό, ακόμη και σήμερα στις ξένες γλώσσες, η Αστυνομία ονομάζεται police, policia, polizei, το οποίο αποτελεί παράφραση της λέξεως «Πολιτεία».

Στα διοικητικά καθήκοντα των αρχόντων περιλαμβάνονταν το δικαίωμα αλλά και η υποχρέωση της τήρησης στην Πολιτεία «της ευταξίας και του κόσμου». Στους δήμους της Αττικής τα αστυνομικά καθήκοντα ασκούσε και ο Δήμαρχος ως Άρχων του Δήμου.

Η σαφής έννοια της Αστυνομικής Αρχής των Ελληνικών πόλεων δημιουργήθηκε και διαμορφώθηκε κυρίως την εποχή που κυριάρχησε η κοινωνική αναγκαιότητα για εγκαθίδρυση του δημοκρατικού πολιτεύματος και δι’ αυτού η ιδέα της ισότητας, των δικαιωμάτων και της αλληλεγγύης. Στο πλαίσιο αυτό, ετέθη και η δημιουργία του θετικού Δικαίου, καθώς και των δημοκρατικών θεσμών που καθόριζαν τις σχέσεις των ατόμων μεταξύ τους, αλλά και τη σχέση αυτών με την πολιτεία.

Από την εγκαθίδρυση αυτών των θεσμών έγινε κατανοητό ότι σε μία κοινωνία όπου ο πολίτης παίζει το βασικότερο ρόλο είναι σημαντική η ισόρροπη και με αρετή ανεμπόδιστη διαβίωση « ήτοι το ευδαιμόνως ζην», αφού μόνο έτσι θα διευκολύνονταν η ίδια η Πολιτεία να στραφεί προς τον πολιτισμό, την ανάπτυξη και την πνευματική, ηθική και υλική πρόοδο.

Η ανάγκη για αμοιβαίο σεβασμό των θεσμοθετημένων δικαιωμάτων του ατόμου, δημιούργησε και την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων αυτών και τον καθορισμό ορίων για την ισόρροπη κοινωνική συμβίωση. Η επίτευξη όμως αυτής τη κοινωνικής ισορροπίας θα μπορούσε οποτεδήποτε να ανακόπτεται αν δεν υπήρχε ο θεσμός που θα διασφάλιζε την αποτροπή συγκρούσεων από ατομικές ή ομαδικές αντιθέσεις.

Γι’ αυτό υπαγορεύθηκε από τις συνθήκες να ληφθεί ειδική πρόνοια από την κοινωνία, ώστε οι αντικρουόμενες απόψεις ή δράσεις ατόμων που θα προκαλούσαν κοινωνική ανωμαλία, να εξαναγκάζονται στο σεβασμό των κανόνων του δικαίου που είχαν συνομολογηθεί και σε συντρέχουσα περίπτωση να αποδίδονται οι ανάλογες ευθύνες.

Η δημοκρατική κοινωνία για την εκπλήρωση του ανωτέρω σκοπού εμπιστεύτηκε από τον 5ο π.Χ αιώνα, τους ειδικούς αστυνομικούς Άρχοντες οι οποίοι ενεργούσαν για την εφαρμογή των κανόνων αυτής στο όνομα της Πολιτείας. Για την αποτελεσματικότητα τους η Πολιτεία τους χορήγησε άλλα άτομα ως εκτελεστικά όργανα καθώς και μέσα για την εκτέλεση της δημόσιας αυτής εντολής. Χωρίς την αστυνομική αυτή αρχή δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί η ευδαιμονία της κοινωνίας και να υπάρξει εγγύηση για ομαλή διαβίωση των πολιτών «των μεν γαρ αναγκαίων αρχών χωρίς αδύνατον είναι την πόλιν, των δε προς ευταξίαν και κόσμον αδύνατον οικείσθαι καλώς».

Όσον αφορά την δικαιοσύνη γενικά, αυτή απονεμόταν στην κλασική Αθήνα από λαϊκούς δικαστές, οι οποίοι εκλέγονταν για ένα έτος και ήταν δύσκολο να γνωρίζουν όλους τους νόμους. Γι' αυτό οι διάδικοι, ήταν υποχρεωμένοι, να προσκομίζουν τις κείμενες διατάξεις για την υποστήριξη των ισχυρισμών τους και να ζητούν την ανάγνωσή τους από τον Γραμματέα του δικαστηρίου.

Την υποστήριξη των σχετικών διατάξεων πολλές φορές αναλάμβαναν μεγάλοι ρήτορες (Δημοσθένης, Λυσίας, Αισχύνης, κ.α.) στα κείμενα των οποίων γίνονταν σημαντικές νομικές αναλύσεις και επιχειρηματολογία που έφθασαν μέχρι τις μέρες μας.

Αν κάποιος επικαλούνταν ανύπαρκτη ή προσκόμιζε παραποιημένη διάταξη, υπήρχε πρόβλεψη επιβολής της εσχάτης των ποινών, γι’ αυτό οι διάδικοι ήταν προσεκτικοί στην υποστήριξη των θέσεων τους.

Ότι περιεστρέφετο γύρω από το δίκαιο και την εφαρμογή του, ήταν πολύ σημαντικό, ιδιαίτερα την κλασσική περίοδο, όπου συνέδεαν την έννοια της λαϊκής δικαιοσύνης με την πολιτική ελευθερία που ήταν βασικό στοιχείο του πολιτισμού.