Διδακτική στην Εκπαίδευση - Θεωρία και πράξη για το μέλλον της μάθησης
Ζωγράφου Αντωνία
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


1. Εισαγωγή στη Διδακτική: Βασικές Αρχές και Θεωρίες
Η διδακτική αποτελεί θεμελιώδες πεδίο της εκπαίδευσης, καθώς συνδέει τη θεωρητική γνώση με την πρακτική εφαρμογή της στη διδασκαλία. Η εξέλιξή της βασίζεται σε αρχές και θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί από κορυφαίους επιστήμονες, οι οποίοι έχουν φωτίσει διαφορετικές πτυχές της μαθησιακής διαδικασίας. Σε αυτή την ενότητα διερευνώνται οι βασικές αρχές της διδακτικής καθώς και οι κυριότερες θεωρίες μάθησης, με αναφορά στους εκπροσώπους και τις συμβολές τους.
Η διδακτική περιλαμβάνει τη μελέτη και την εφαρμογή μεθόδων που ενισχύουν τη μαθησιακή διαδικασία (Kyriacou, 2009). Είναι ο χώρος όπου η θεωρία συναντά την πράξη και όπου οι εκπαιδευτικοί σχεδιάζουν εμπειρίες μάθησης που ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις δυνατότητες των μαθητών. Στόχος της είναι να διασφαλίσει την ενεργή συμμετοχή, την κατανόηση και την ανάπτυξη δεξιοτήτων, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές αφετηρίες και το πλαίσιο κάθε μαθητή.
Οι θεμελιώδεις αρχές της διδακτικής βασίζονται σε αξίες όπως η ενεργητική συμμετοχή των μαθητών στη διαδικασία, η ενίσχυση της αλληλεπίδρασης, η εξατομίκευση της διδασκαλίας και η σύνδεση της γνώσης με την πραγματικότητα (Biggs & Tang, 2011). Αυτές οι αρχές αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη αποτελεσματικών στρατηγικών διδασκαλίας.
Οι θεωρίες μάθησης προσφέρουν τη βάση για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι μαθητές αποκτούν γνώσεις, δεξιότητες και στάσεις (Ormrod, 2020). Η συμπεριφοριστική θεωρία, που εκπροσωπείται από επιστήμονες όπως ο Watson, ο Skinner και ο Pavlov, δίνει έμφαση στη σύνδεση ερεθίσματος και αντίδρασης μέσω ενίσχυσης. Ο Pavlov είναι γνωστός για το πείραμά του με τον εξαρτημένο ανακλαστικό, ενώ ο Skinner εισήγαγε την έννοια της ενίσχυσης για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς.
Η κονστρουκτιβιστική θεωρία, με βασικούς εκπροσώπους τον Piaget και τον Bruner, υποστηρίζει ότι η μάθηση είναι μια ενεργή διαδικασία οικοδόμησης της γνώσης. Ο Piaget ανέπτυξε τη θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης μέσω σταδίων, ενώ ο Bruner εισήγαγε τη σπειροειδή μάθηση, κατά την οποία οι έννοιες επανεξετάζονται σε υψηλότερο επίπεδο κατανόησης.
Η κοινωνικοπολιτισμική θεωρία, όπως την ανέπτυξε ο Vygotsky, τονίζει τη σημασία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης για τη μάθηση. Η Ζώνη Εγγύτερης Ανάπτυξης, βασική του έννοια, αναφέρεται στο επίπεδο όπου οι μαθητές μπορούν να επιτύχουν στόχους με την κατάλληλη καθοδήγηση.
Η ανθρωπιστική παιδαγωγική, με εκπροσώπους όπως ο Rogers και ο Maslow, εστιάζει στη συναισθηματική ευεξία και στις ανάγκες των μαθητών. Ο Rogers ανέπτυξε τη μη κατευθυντική διδασκαλία, ενώ ο Maslow εισήγαγε την ιεραρχία των αναγκών, υποστηρίζοντας ότι η μάθηση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο όταν ικανοποιούνται οι βασικές ανθρώπινες ανάγκες.
Τέλος, η θεωρία της συνδετικής μάθησης, όπως αναπτύχθηκε από τον Siemens και τον Downes, επικεντρώνεται στη σημασία των δικτύων πληροφοριών στην απόκτηση γνώσης. Η τεχνολογία και οι διαδικτυακές συνδέσεις διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη μάθηση στον σύγχρονο κόσμο.
Η διδακτική αντλεί από αυτές τις θεωρίες για να δημιουργήσει ευέλικτες και αποτελεσματικές στρατηγικές διδασκαλίας. Η ενσωμάτωση αυτών των θεωρητικών πλαισίων στην πράξη δίνει στους εκπαιδευτικούς τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της πολυπολιτισμικότητας, της τεχνολογίας και της διαφοροποίησης στη μάθηση. Μέσα από τη συνεχή έρευνα και εφαρμογή, η διδακτική παραμένει ένα ζωντανό και εξελισσόμενο πεδίο που εμπνέει και ενδυναμώνει την εκπαιδευτική κοινότητα (Hattie, 2009).
2. Η Σχέση Δασκάλου και Μαθητή: Διδακτική , Στρατηγική και Ψυχολογία
Η σχέση δασκάλου και μαθητή αποτελεί τo θεμέλια λίθο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η ποιότητα αυτής της σχέσης επηρεάζει όχι μόνο την ακαδημαϊκή επιτυχία του μαθητή, αλλά και την ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη. Οι δάσκαλοι, ως καθοδηγητές και υποστηρικτές, καλούνται να χτίσουν σχέσεις βασισμένες στην εμπιστοσύνη, την αλληλοκατανόηση και την ενσυναίσθηση, ενώ ταυτόχρονα εφαρμόζουν στρατηγικές διδασκαλίας που ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις δυνατότητες κάθε μαθητή (Tomlinson, 2017).
2.1 Η ψυχολογία στη σχέση δασκάλου-μαθητή
Η ψυχολογική διάσταση αυτής της σχέσης είναι καθοριστική. Ο Carl Rogers, εκπρόσωπος της ανθρωπιστικής ψυχολογίας, τονίζει τη σημασία της αποδοχής, της γνησιότητας και της ενσυναίσθησης στη σχέση δασκάλου-μαθητή. Σύμφωνα με τη θεωρία του, οι μαθητές μαθαίνουν καλύτερα όταν αισθάνονται ότι τους αποδέχονται και τους υποστηρίζουν. Ο Abraham Maslow, επίσης από τον χώρο της ανθρωπιστικής ψυχολογίας, υπογραμμίζει ότι οι βασικές ανθρώπινες ανάγκες, όπως η ασφάλεια και η αίσθηση του ανήκειν, πρέπει να ικανοποιούνται για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί η μάθηση.
Η συναισθηματική νοημοσύνη, όπως αναπτύχθηκε από τον Daniel Goleman, παίζει επίσης κρίσιμο ρόλο. Ένας δάσκαλος που είναι ικανός να αναγνωρίζει και να διαχειρίζεται τα συναισθήματα, τόσο τα δικά του όσο και των μαθητών, μπορεί να δημιουργήσει ένα κλίμα που ενισχύει τη μάθηση και τη συνεργασία. Η καλλιέργεια της συναισθηματικής νοημοσύνης στους μαθητές βοηθά στη διαχείριση των συγκρούσεων και στη βελτίωση της επικοινωνίας (Goleman,1995).
2.2 Διδακτική στρατηγική και επικοινωνία
Η αποτελεσματική επικοινωνία αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στη σχέση δασκάλου-μαθητή. Ο δάσκαλος πρέπει να είναι σαφής, συνεπής και ανοιχτός, ενώ πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη γλωσσική και πολιτισμική ποικιλομορφία της τάξης του. Ο Lev Vygotsky, μέσα από τη θεωρία της κοινωνικοπολιτισμικής μάθησης, υποστηρίζει ότι η μάθηση συμβαίνει μέσω της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Ο δάσκαλος λειτουργεί ως "διαμεσολαβητής", βοηθώντας τους μαθητές να προχωρήσουν πέρα από την τρέχουσα ικανότητά τους μέσα από τη Ζώνη Εγγύτερης Ανάπτυξης.
Η ενίσχυση της ενεργής συμμετοχής είναι μια στρατηγική που καλλιεργεί τη σχέση δασκάλου-μαθητή (Freire, 1970). Οι μαθητές που αισθάνονται ότι η φωνή τους ακούγεται και ότι οι ιδέες τους έχουν αξία, αναπτύσσουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και ενισχύουν τη δέσμευσή τους στη μάθηση. Ο John Dewey, μέσα από τη θεωρία της εμπειρικής μάθησης, προτείνει ότι οι δάσκαλοι πρέπει να παρέχουν εμπειρίες που ενθαρρύνουν την κριτική σκέψη και την εξερεύνηση.
2.3 Πρόκληση και στήριξη: Ένα δυναμικό ισοζύγιο
Ένας αποτελεσματικός δάσκαλος ισορροπεί ανάμεσα στην πρόκληση και τη στήριξη. Οι μαθητές πρέπει να νιώθουν ότι ο δάσκαλος πιστεύει στις δυνατότητές τους και τους ωθεί να φτάσουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους, παρέχοντας ταυτόχρονα την αναγκαία υποστήριξη (Tomlinson, 2001). Η θεωρία της αυτοκαθοριζόμενης μάθησης από τους Deci και Ryan αναδεικνύει τη σημασία της εσωτερικής παρακίνησης, η οποία ενισχύεται όταν οι μαθητές έχουν αίσθηση αυτονομίας, ικανότητας και συνδεσιμότητας.
Ο ρόλος του δασκάλου είναι επίσης να διαχειρίζεται τις προκλήσεις που προκύπτουν στη σχέση με τους μαθητές. Οι συγκρούσεις, όταν διαχειρίζονται με κατάλληλο τρόπο, μπορούν να γίνουν ευκαιρίες για κατανόηση και ανάπτυξη. Η μη βίαιη επικοινωνία του Marshall Rosenberg προσφέρει εργαλεία για την επίλυση συγκρούσεων με σεβασμό και ενσυναίσθηση.
2.4 Η επίδραση της τεχνολογίας στη σχέση δασκάλου-μαθητή
Η τεχνολογία έχει αλλάξει τη φύση της σχέσης δασκάλου-μαθητή (Selwyn, 2016). Εργαλεία όπως οι πλατφόρμες ηλεκτρονικής μάθησης και οι διαδραστικοί πίνακες προσφέρουν νέες ευκαιρίες για συνεργασία και αλληλεπίδραση. Ωστόσο, η υπερβολική εξάρτηση από την τεχνολογία μπορεί να αποδυναμώσει την ανθρώπινη διάσταση της σχέσης. Ο δάσκαλος πρέπει να χρησιμοποιεί την τεχνολογία με τρόπο που ενισχύει και δεν αντικαθιστά την προσωπική επαφή (Turkle, 2015).
Η σχέση δασκάλου και μαθητή αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες επιτυχίας στη μαθησιακή διαδικασία (Pianta, & Stuhlman, 2004). Όταν αυτή η σχέση βασίζεται στην εμπιστοσύνη, την ενσυναίσθηση και την επικοινωνία, δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου η μάθηση γίνεται μια εμπειρία εμπλουτισμού και ανάπτυξης για όλους τους συμμετέχοντες (Illeris, 2018).