Εγχειρίδιο Διοίκησης και Δικαίου - Αστυνομική ακαδημία / Διοίκηση - Δημόσια εξουσία / Αρχές που διέπουν τη δράση της Αστυνομίας / Εισαγωγή / Εκπαίδευση / Αξιολόγηση
Μαστρογιάννης Βασίλειος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Α. Διοίκηση – Οργάνωση
- Γενικά
Το περιεχόμενο της διοίκησης, ΄΄ως λειτουργία της Πολιτείας΄΄
ιδιαίτερα στις μέρες μας, ξεπερνά κατά πολύ τον συντονισμό και την
επίβλεψη του ανθρώπινου δυναμικού και των διαθέσιμων πόρων ενός
οργανισμού ή μιας επιχείρησης. Έχει καταστεί τόσο περίπλοκη
διαδικασία που κατά βάση απαιτεί τις ικανότητες και τα προσόντα ενός
ιεραρχικά υπεύθυνου, σε οποιαδήποτε βαθμίδα της διοίκησης κι αν
βρίσκεται όποιος την ασκεί.
Είναι αναγκαίο σε αυτό το αρχικό στάδιο να διαχωρίσουμε τη
διοίκηση που αφορά το Δημόσιο τομέα και τη διοίκηση των
επιχειρήσεων –οργανισμών του ιδιωτικού τομέα. Οι δύο βασικές
κατηγορίες κατά τον Μαξ Βέμπερ οργάνωσης αφορούν ΄΄ αφενός τις
εθελοντικές ή εκούσιες οργανώσεις που υπάγονται στο ιδιωτικό δίκαιο
και δραστηριοποιούνται στην εκτός του Κράτους σφαίρα της κοινωνικής
και οικονομικής ζωής και αφετέρου τις υποχρεωτικές, ακούσιες ή
δεσμευτικές οργανώσεις, που υπάγονται στο δημόσιο δίκαιο.΄΄
Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι στο δημόσιο τομέα δεν
υφίστανται εθελοντικά ή εκούσια χαρακτηριστικά ή στον ιδιωτικό τομέα
δεν υπάρχουν υποχρεωτικά και δεσμευτικά στοιχεία. Η διάκριση όμως
είναι χρήσιμη για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε ευχερέστερα τη
λειτουργία των δύο κατηγοριών, τις παθογένειές τους, τη συνεχόμενη
επικαιροποίησή τους ανάλογα με τα δεδομένα και τις συνθήκες και
τελικά τον ΄΄δανεισμό΄΄ των εργαλείων και λειτουργιών της μιας από την
άλλη, που σαφέστατα έχει διαφανεί η χρησιμότητά του στο πέρασμα
του χρόνου.
Έτσι ο αναγκαίος κάθε φορά εκσυγχρονισμός στη λειτουργία
των δύο κατηγοριών, περνά μέσα από τις ιδιαιτερότητες της περιοχής,
τις κοινωνικές συνθήκες και τη χρονική στιγμή που αυτές εφαρμόζονται.
Σε όλη αυτή τη διαδικασία το πρότυπο μας, ασφαλώς αποτελεί η Δύση
(Ευρώπη και Αμερική) η οποία πρώτη εφάρμοσε μεθόδους σύγχρονης
οργάνωσης και ΄΄συνδέεται, λίγο πολύ, άμεσα με το είδος της
κοινωνικής οργάνωσης που έγινε κυρίαρχη στη δυτική Ευρώπη μετά
την Αγγλική Βιομηχανική και τη Γαλλική Επανάσταση΄΄.
Η νέα λογική οργάνωσης των κοινωνιών και των συναφών
ρυθμίσεων μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου δεν θα
μπορούσε βέβαια εύκολα να ξεφύγει από τις καθιερωμένες πρακτικές
που για πολλούς αιώνες ίσχυσαν στη Μεσαιωνική Ευρώπη. Μια
Ευρώπη με το φεουδαρχικό σύστημα να είναι πανίσχυρο και οι
κοινωνίες να είναι ανίσχυρες και δέσμιες σε μία θεοκρατική λογική
αυτοδέσμευσης, που οδήγησε ουσιαστικά σε αιχμαλωσία προθέσεων
και δράσεων, σε κοινωνική στασιμότητα και στην απαξίωση τελικά της
ανθρώπινης οντότητας.
Έτσι τα βήματα προς τον εκσυγχρονισμό των κοινωνιών, παρ΄
όλες τις επαναστάσεις, που οι περισσότερες (εξαιρουμένης της
Γαλλικής η οποία είχε αστικά χαρακτηριστικά) είχαν αντικείμενο την
κυριαρχία επί εξουσιαστικο-θεολογικών ζητημάτων, ήταν δειλά και
αμήχανα.
Γι αυτό διαπιστώνουμε, ακόμη και οι μεγαλύτεροι στοχαστές της
προβιομηχανικής και βιομηχανικής περιόδου είναι εγκλωβισμένοι στα
όρια της θεοκρατικής αντίληψης περί της οργάνωσης του κράτους,
παρόλη την τεράστια συμβολή τους στη δημιουργία νέων θεσμών,
αλλά και στις νέες δομές και λειτουργίες των σύγχρονων κρατών.
Ειδικότερα την ( έστω παραφρασμένη από τις θεοκρατικές
αντιλήψεις του μεσαίωνα) άποψη του Αριστοτέλη για την ταύτιση και
την αδιαμεσολάβητη σύνδεση της πολιτικής εξουσίας με τις κοινά
αποδεκτές αντιλήψεις της κοινότητας για το αγαθό, που έφτασε
μέχρι τα νεότερα χρόνια, ο Τ. Χόμπς προσπαθεί να τη διαχωρίσει.
Δηλαδή να αποσυνδέσει την ηθική από την πολιτική, επηρεασμένος
κυρίως από τις θρησκευτικές συγκρούσεις της εποχής. Απέδωσε δε
ιδιαίτερη σημασία στην ιδιωτική σφαίρα η οποία συμβάλει στην
συγκρότηση του δημόσιου χώρου.
Η διαφορά σε αυτό ακριβώς το σημείο με την Πολιτεία της
κλασικής αρχαιότητας είναι εμφανής, καθότι για τους πολίτες εκείνης
της εποχής ΄΄ η επίτευξη της καλής πολιτείας δεν εξαρτάται από την
αυτονομία των θεσμικών ρυθμίσεων αλλά από τη βελτίωση του
χαρακτήρα των πολιτών, κύριο στοιχείο της οποίας είναι η οργανική
ταύτιση του προσώπου με την κοινότητα΄΄.
Αντίθετα με τον Χόμπς, ο Κάντ επιχειρεί να επανασυνδέσει την
πολιτική με την ηθική, έστω με διαφορετικούς όρους, υποβαθμίζοντας
το αγαθό έναντι της κοινότητας και της κοινωνικής συμβίωσης και
αποσυνδέοντας την φιλοσοφία από την πολιτική και την εξουσία.19
Ο χαρακτηρισμός δε από τον ίδιο της φιλοσοφικής σχολής, ως
κατώτερης σχολής ( στο δοκίμιό του για τη Διένεξη των Σχολών) σε
σχέση με τη νομική, την ιατρική αλλά κυρίως τη θεολογική σχολή
καταδεικνύει τη δυσκολία της απαγκίστρωσης, ακόμη και των
στοχαστών της νεότερης εποχής μετά το Διαφωτισμό, από τις
εγκατεστημένες και βαθειά ριζωμένες θεοκρατικές αντιλήψεις αλλά και
από την εξουσιαστική δύναμη της κυρίαρχης θρησκείας και των
εκπροσώπων της πάνω στην πολιτική εξουσία.
Ο φιλόσοφος της ΄΄πεφωτισμένης Δημοκρατίας΄΄ Ζ.Ζ. Ρουσώ με
το Κοινωνικό Συμβόλαιο προέταξε την ηθική και κοινωνική ισότητα στη
διαμορφωθείσα από τις συνθήκες φυσική ανισότητα, ενώ όσον αφορά
το δίκαιο διαφωνώντας με τη λογική της ισχύος του Χόμπς, κατέληξε ότι
αυτό είναι απόρροια- αποτέλεσμα της λαϊκής κυριαρχίας.
Ο Ρουσώ παρότι στην ΄΄Πρώτη Επιστολή΄΄ δέχεται ότι η
Εκκλησία είναι απαραίτητη για το Κράτος ( κάτι που δείχνει και στην
περίπτωσή του τα γερά δεσμά του θεοκρατισμού που κι αυτός
κληρονόμησε και που ήταν δύσκολο να τα σπάσει), δηλώνει ότι δεν
πρέπει να υποκαθιστά τις λειτουργίες του. Περαιτέρω με ΄΄τα Γράμματα
από το βουνό΄΄ και κυρίως με τις αναφορές του στον ΄΄Αιμίλιο΄΄, όπου
αμφισβητούσε την ανάγκη διαμεσολάβησης των ιερέων με το Θείο ( όχι
Καράγιωργα, 1994, σελ. 41 όμως και την ύπαρξη του Θεού) η Εκκλησία ( Αρχιεπίσκοπος Παρισιού-
Επίσκοπος Βέρνης) στοχοποιώντας τον, ( καταδικάστηκαν – το 1762-
τα δύο βιβλία στην πυρά) τον ΄΄ανάγκασε΄΄ στην ουσία να αναθεωρήσει
σημαντικές απόψεις του για την αμεσότητα της Δημοκρατίας.
Έτσι στράφηκε στην απόρριψη του αμεσοδημοκρατικού
μοντέλου καθότι όπως υποστήριξε ΄΄δεν μπορεί να σταθεί σε συνθήκες
ανάπτυξης του πολιτισμού΄΄. Αυτή η ακύρωση όσων υποστήριζε στο
Λόγο περί ανισότητας και στο Κοινωνικό Συμβόλαιο΄΄, θεωρείται ότι
είναι μία ήττα για την ανάπτυξη και διάχυση περαιτέρω της
δημοκρατίας στις κοινωνίες της Δύσης μετά τον Διαφωτισμό και τα
οδυνηρά αποτελέσματά της τα βλέπουμε και σήμερα στη λειτουργία
των Αντιπροσωπευτικών Μοντέλων ( με την περιθωριοποίηση των
πολιτών) αλλά και στην αντιδημοκρατική λειτουργία των Ενώσεων
Κρατών ( όπως η Ε. Ε.)
Προσπαθώντας να αξιολογήσουμε τη διαδρομή των απόψεων
για την οργάνωση της πολιτείας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα θα
μπορούσαμε να καταγράψουμε ότι από την δημοκρατία και τη
συμμετοχή στις λειτουργίες της των πολιτών της κλασικής περιόδου,
περάσαμε σταδιακά στη θεοκρατική, εξουσιαστική αντίληψη με όχημα
τον φόβο. Εκτός όμως αυτού και με τη χρησιμοποίηση κάποιων
ηθικών αξιών, που φαίνονταν χρήσιμοι κατά το δοκούν κατά τη
μεσαιωνική περίοδο και φτάσαμε στο σήμερα αγκιστρωμένοι στη δήθεν
μόνη ηθική αλήθεια του λεγόμενου προτεσταντισμού, η οποία
αποτελεί τη βάση της πολιτικής λειτουργίας στα περισσότερα και
ισχυρότερα κράτη της Δύσης.
Έτσι τα ουσιαστικά πολιτικά δικαιώματα των πολιτών ολοένα
και περιορίζονται και τα όρια της δημοκρατικής λειτουργίας στενεύουν,
μιας και οι ρόλοι συνεχώς γίνονται πιο διακριτοί και περιχαρακώνονται,
μέσω των διαχωρισμών σε αντιπροσώπους και
αντιπροσωπευόμενους. Επίσης σε όσους έχουν χρόνο και μέσα
ενασχόλησης με την πολιτική και σε αυτούς που τα στερούνται και
τελικά στην ψευδαίσθηση ότι ΄΄ο λαός είναι υποτίθεται κυρίαρχος, αλλά
δεν κυβερνά, δηλαδή δεν αυτοκαθορίζεται πολιτικά΄΄
Σε αυτό το πλαίσιο και στη μετάβαση από τον κυρίαρχο ρόλο
του κράτους στο πεδίο του ρυθμιστικού του ρόλου των
κοινωνικοοικονομικών σχέσεων, διαπιστώνεται μια δυσκολία
οριοθέτησης του λεγόμενου δημόσιου χώρου, παρόλο που το κράτος
φαίνεται να έχει απαλλαγεί τις τελευταίες δεκαετίες από την
παραδοσιακή, θεολογική νομιμοποίηση, ΄΄είτε ενσωματώνοντάς την,
είτε ανασκευάζοντάς την, είτε αγνοώντας την΄΄.
Μέσα λοιπόν από τη σύνδεση και την ανάλυση των
προνεωτερικών και των νεωτερικών κοινωνιών και τις συνακόλουθες
εκσυγχρονιστικές δράσεις με διερεύνηση της διάκρισης του δημόσιου
και ιδιωτικού και της οριοθέτησης της δημόσιας σφαίρας, μπορούμε
να πούμε ότι όταν διαμορφώνονται οι κατάλληλες συνθήκες γεννιούνται
΄΄διαδικασίες, συμπεριφορές και μορφές οργάνωσης που προωθούν
την κινητοποίηση στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης των κάθε είδους
κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων που
εμφανίζονται σε μεταβαλλόμενες κοινωνίες΄΄
Σύμφωνα με μία από τις επικρατέστερες θεωρήσεις της έννοιας
της οργάνωσης μπορούμε να πούμε ότι οργάνωση είναι ΄΄μια διακριτή
κοινωνική οντότητα ( ένωση ή σύνολο ανθρώπων) η οποία μέσω της
διαίρεσης της εργασίας, δομών, συστημάτων και σχεδίων επιδιώκει την
επίτευξη "σε χρονική διαρκεια", σκοπών. Κατά συνέπεια, τα βασικά
στοιχεία που συνιστούν την οργάνωση σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό
είναι : οι άνθρωποι, οι σκοποί, η διαίρεση εργασίας- οι δομές- τα
συστήματα-τα σχέδια, τα σύνορα και η χρονική διάρκεια.
Ειδικότερα στη σύγχρονη διοίκηση το ζητούμενο είναι, ένα
σύνολο ανθρώπων που δουλεύουν μαζί και συντονίζουν τις πράξεις
τους, προκειμένου να επιτυγχάνουν μια επιθυμητή μελλοντική
κατάσταση που έχει τεθεί ως στόχος.