Άνοια
Σακέλης Πάνος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Η Γυναίκα της βροχής
Η βροχή έπεφτε λες κι οι ουρανοί είχαν ανοίξει. Όλοι έτρεχαν για
να βρεθούν στο σπίτι τους το συντομότερο. Ήταν Δεκέμβρης, αλλά
παρ' όλα αυτά, η νεροποντή ήταν ξαφνική, αν και όλοι κανονικά θα
έπρεπε να είναι υποψιασμένοι. Ο μήνας αυτός στην Νέα Υόρκη πο-
τέ δεν ήταν ήρεμος. Οι χριστουγεννιάτικες προετοιμασίες απλά
τους είχαν κάνει να ξεχαστούν. Ο καιρός όμως δεν ξέρει από προε-
τοιμασίες. Είχε χαλάσει απότομα, συγκεκριμένα απ' το μεσημέρι,
και μέχρι να έρθει η ώρα να σχολάσουν, το είχε γυρίσει σε μια πρω-
τόγνωρη βροχόπτωση. Στις ειδήσεις υπήρξε έκτακτη ενημέρωση ότι
περίμεναν ακόμα χειρότερη επιδείνωση κι ότι αργά το βράδυ θα εί-
χαν μαζί με την βροχή και ισχυρούς ανέμους. Οι κάτοικοι δεν είχαν
δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην πληροφορία αυτή μια και τα ξαφνικά
ξεσπάσματα του καιρού τα τελευταία χρόνια μετά την πανδημία εί-
χαν γίνει μια πολύ καθημερινή υπόθεση. Ήταν λες και η φύση ήθε-
λε να κρατήσει την αναστάτωση σε υψηλά επίπεδα και πολλοί ήταν
αυτοί που έλεγαν πως η κλιματική αλλαγή θα έφερνε ακόμα χει-
ρότερα καιρικά φαινόμενα.
Οι πιο πολλοί κρατούσαν ομπρέλες κι έτρεχαν προς τις καθόδους
για τον υπόγειο. Με το που έμπαιναν όμως στον στεγασμένο χώρο,
άρχιζε η δεύτερη ταλαιπωρία. Ένα μηχάνημα τους σκανάριζε για να
διαπιστώσει ότι η ψηφιακή τους ιατρική ταυτότητα, τους επέτρεπε
να κινηθούν με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Και ακολουθούσε η
τελική δοκιμασία της αναμονής στην πλατφόρμα του σταθμού όπου
ένα σύστημα κυψελών δεν άφηνε κανέναν να βρίσκεται πιο κοντά
από δύο μέτρα απ' τον διπλανό του. Το ίδιο και στους συρμούς. Αυ-
τός ήταν και ο λόγος που οι περισσότεροι είχαν στοιβαχτεί σε πολυ-
κατοικίες κοντά στους χώρους εργασίας τους για να μπορούν να πη-
γαινοέρχονται με τα πόδια. Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν τα ενοίκια
να εκτοξευτούν στα ύψη. Έτσι, γι' αυτούς που μετακόμιζαν, το μο-
ναδικό κέρδος, ήταν εκείνο του χρόνου. Αυτοί που είχαν κερδίσει
ήταν όσοι είχαν δουλειά που μπορούσε να γίνει και από μακριά, τη-
λεργασία δηλαδή χωρίς ιδιαίτερο κέρδος.
Τα αυτοκίνητα, χωρίς οδηγούς πια, είχαν κολλήσει σ' ένα μποτι-
λιάρισμα που δεν έλεγε να χαλαρώσει. Ήταν λες κι απ' το κέντρο
ελέγχου κανένας δεν ενδιαφερόταν να υποδείξει κάποια εναλλακτι-
κή διαδρομή. Απ' τους πεζούς, κάτι λίγοι που είχαν απομείνει, κρα-
τούσαν πάνω απ' τα κεφάλια τους εφημερίδες που όμως το μόνο
που κατάφερναν ήταν εκτός απ' το νερό, να τρέχουν στο πρόσωπό
τους και τα τυπογραφικά μελάνια. Κάποιοι πιο τυχεροί κρατούσαν
χαρτόνια. Το χειρότερο όμως όλων ήταν οι μάσκες. Βρεγμένες
μάσκες που το μόνο που έκαναν ήταν να μην σου επιτρέπουν ν'
αναπνεύσεις. Οι πιο τολμηροί τις έβγαζαν βίαια απ' το πρόσωπό
τους και τις πετούσαν στον δρόμο.
Τα λιγοστά μικρά μαγαζιά που είχαν απομείνει, το ένα μετά το
άλλο κατέβαζαν τα ρολά κι οι ιδιοκτήτες βιαζόντουσαν κι αυτοί να
βρεθούν στα σπίτια τους, αν και οι περισσότεροι έμεναν σε
ορόφους ακριβώς από πάνω. Και όσο πέρναγε η ώρα τόσο και πε-
ρισσότερο η πόλη έδειχνε ν' αδειάζει.
Γύρω στις δύο μετά τα μεσάνυχτα ο αέρας έχασε την δύναμή του
και η βροχή το γύρισε στο ψιλόβροχο. Κανονικά θα έπρεπε να είχε
σταματήσει, αλλά η βροχόπτωση μαρτυρούσε άλλα. Κατά τις τρεις
δυνάμωσε. Έβρεχε ξανά κανονικά και οι ενδείξεις έλεγαν ότι αυτή
η κατάσταση, με μικρά διαλείμματα, θα κρατούσε όλη την ημέρα.
Το ξυπνητήρι στις τρεις και τέταρτο έδωσε το παρόν του μ' έναν
ξερό χτύπο. Ήταν σαν να άλλαξε γνώμη και να μην ήθελε να ξυ-
πνήσει κανέναν. Δέκα δευτερόλεπτα μετά, οι χτύποι έγινα δύο. Και
πάλι ησυχία. Ήταν αρκετοί όμως ώστε η Μαργαρίτα ν' απλώσει το
χέρι της και να το κλείσει.
"Σκατά", μονολόγησε, και για να σιγουρευτεί ότι δεν θα ξανακοι-
μόταν πέταξε από πάνω της τα σκεπάσματά της.
Κοίταξε το ταβάνι με μισόκλειστα μάτια. Το φως που έμπαινε απ'
τους φανοστάτες του δρόμου σήμερα τρεμόπαιζε δημιουργώντας
περίεργα σχήματα στο ταβάνι. Γύρισε προς το παράθυρο κι άνοιξε
εντελώς τα μάτια της. Η βροχή που κυλούσε στο τζάμι έκανε το
φως να φαίνεται σαν ν' αναβόσβηνε.
"Τι λέγαν στις ειδήσεις ότι θα σταματήσει η βροχή;" συνέχισε να
λέει κι ανακάθισε στο κρεβάτι.
Με βαριά καρδιά κατάφερε να σηκωθεί, να πετάξει μια τεράστια
μακό φανέλα που φορούσε για νυχτικό και να μπει στο μπάνιο της.
Έπρεπε στις τέσσερις να βρίσκεται στο νοσοκομείο για την βάρδια
της. Το μικρό της διαμέρισμα, ένα μεγάλο δωμάτιο για όλες τις
χρήσεις, ένα δεύτερο πολύ μικρό υπνοδωμάτιο που με δυσκολία
χωρούσε ένα κρεβάτι και μ' ένα μπάνιο στον πρώτο όροφο μιας πα-
λιάς πολυκατοικίας, βρισκόταν μερικά τετράγωνα μακριά απ' το νο-
σοκομείο που εργαζόταν σαν νοσοκόμα. Ο λόγος που το είχε νοι-
κιάσει ήταν αυτός ακριβώς. Δεν χρειαζόταν δημόσιο μεταφορικό
μέσο για να πηγαινοέρχεται, γιατί για ιδιωτικό αυτοκίνητο ούτε
λόγος. Το ενοίκιο ήταν μάλλον ακριβό γι' αυτόν τον χώρο, αλλά πα-
ρόλα αυτά, είχε κέρδος.
Έκανε το ντους της, τυλίχτηκε στην πετσέτα και μπήκε στο υπνο-
δωμάτιο. Δίπλα στο κρεβάτι ήταν ένας μεγάλος καθρέφτης. Στάθη-
κε μπροστά και κοιτάχτηκε. Έστριψε δεξιά, μετά αριστερά, κοίταξε
το στήθος της και χαμογέλασε. Το χέρι της ασυναίσθητα το ψη-
λάφισε. Όσο περνούσαν τα χρόνια όλο και περισσότερο την απα-
σχολούσε το θέμα της υγείας της και σαν νοσοκόμα ήταν ιδιαίτερα
ευαισθητοποιημένη. Σ' ένα μήνα έκλεινε τα σαράντα πέντε. Κρα-
τιόταν καλά. Ήταν ψιλή, μελαχρινή με μακριά μαλλιά και κατά πως
της έλεγαν με όμορφο μεξικάνικο πρόσωπο.
Η καταγωγή της ήταν από ένα χωριό έξω απ' την πόλη του Μεξι-
κού. Είχε έρθει στην Αμερική όταν ήταν δεκαοκτώ χρονών, δυο
χρόνια πριν το τέλος της πρώτης δεκαετίας του καινούργιου αιώνα,
και πάλεψε πολύ για ν' ανεξαρτοποιηθεί. Αυτός που την είχε βοηθή-
σει να έρθει, ένας μεσήλικας τότε, την είχε κρατήσει στο σπίτι του,
βοηθό για κάθε χρήση. Δεν είχε παραπονεθεί. Είχε καταφέρει έστω
κι έτσι να επιβιώσει. Ο Μανόλιο, έτσι τον έλεγαν, δεν είχε ούτε γυ-
ναίκα, ούτε παιδιά κι έτσι είχε το κεφάλι της ήσυχο. Η Μαργαρίτα
έμενε σ' ένα μικρό δωματιάκι στο πίσω μέρος του σπιτιού κι έκανε
όλες τις δουλειές. Άτυπα ήταν κάτι μεταξύ οικονόμου και νοικοκυ-
ράς. Όταν ο Μανόλιο την ήθελε ερωτικά απλά της έδειχνε το δω-
μάτιό του. Το τι δουλειά έκανε για να ζει, ποτέ δεν τον ρώτησε.
Ήταν από τα πράγματα που θεωρούσε πως καλύτερα ήταν να μην
τα γνωρίζει.
Τρία χρόνια μετά αυτός αρρώστησε. Του έκανε τότε και την νο-
σοκόμα. Αυτό κράτησε για πάνω από δύο χρόνια. Όταν πέθανε, η
Μαργαρίτα απλά πήρε όλες τις οικονομίες που ο τύπος είχε κρυμ-
μένες, μαζί και κάποια λίγα χρυσαφικά, κι εξαφανίστηκε. Ούτως ή
άλλως για την ζωή του αυτή ήταν αόρατη. Εντωμεταξύ είχε πάρει
και την υπηκοότητα, ο μακαρίτης είχε φροντίσει με κάποιο τρόπο
και γ' αυτό, και πλέον μπορούσε να ξεκινήσει την δική της ζωή.
Άρχισε να κάνει αυτό που ήξερε, την νοσοκόμα. Στην αρχή δού-
λευε σαν αποκλειστική σε διάφορους ηλικιωμένους. Ό,τι εύρισκε.
Όμως η συμπεριφορά τους δεν ήταν καλή και φρόντισε σιγά σιγά
να βρει μια θέση σε κάποιο νοσοκομείο. Το ξέσπασμα της πανδημί-
ας την βρήκε ήδη να είναι νοσοκόμα. Είκοσι χρόνια τώρα ήταν κα-
νονική νοσοκόμα και πάνω από δέκα χρόνια έμενε σ' αυτό το δια-
μέρισμα. Οι διάφορες άλλες πανδημίες που ακολούθησαν, απλά την
βοήθησαν να εδραιωθεί σαν εξειδικευμένη νοσοκόμα στην δεύτερη
χειρουργική πτέρυγα.
Με την οικογένειά της δεν είχε κρατήσει καμία σχέση. Θεωρούσε
ότι την είχαν ξεπουλήσει. Οι φίλες που είχε κάνει, Μεξικάνες κι
αυτές, είχαν παντρευτεί κι είχαν από ένα τσούρμο παιδιά η καθεμιά.
Η Μαργαρίτα δεν ήθελε κανέναν άντρα στο κεφάλι της. Είχε διάφο-
ρες σχέσεις και μια δυο εγκυμοσύνες που όμως φρόντιζε να σταμα-
τάει. Αυτό όμως την είχε ξεκόψει απ' τις φίλες της, που εκτός των
άλλων είχαν αρχίσει και έβλεπαν την όμορφη και καλοδιατηρημένη
φίλη τους σαν απειλή για τον γάμο τους.
Φόρεσε μια φόρμα, μπότες και κοίταξε έξω απ' το παράθυρο για
την βροχή. Την ώρα εκείνη έριχνε ένα ψιλόβροχο.
Να πάρω ομπρέλα, σκέφτηκε. Το μπουφάν μου θα μουσκέψει και
δεν είμαι για κρυώματα.
Άναψε ένα καντήλι στην εικόνα της Παναγίας που κοσμούσε μια
εσοχή στον τοίχο που κάποτε ήταν παράθυρο, έκανε τον σταυρό της
και βγήκε στον δρόμο. Ανέβασε την μάσκα που είχε περασμένη
στον λαιμό της στο στόμα της και βεβαιώθηκε ότι η μύτη της ήταν
ελεύθερη.
Ξεκίνησε με γρήγορα βήματα να περπατάει για το Νοσοκομείο.
Ήθελε περίπου δέκα λεπτά περπάτημα, η βροχή όμως άρχισε να δυ-
ναμώνει. Χαμήλωσε την ομπρέλα της για να μην την χτυπάει η βρο-
χή στο πρόσωπο κι άρχισε να περπατάει με γρήγορο βήμα. Η ανα-
πνοή της είχε γίνει κοφτή και γρήγορη.
Ηλίθια μάσκα! παραπονέθηκε και την κατέβασε ακόμα πιο κάτω.
Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και συνέχισε να ψευτοτρέχει.
Στο προαύλιο του νοσοκομείου ίσα που πρόλαβε να μην πέσει
επάνω σε μια γυναίκα που στεκόταν αναποφάσιστη για το τι έπρεπε
να κάνει, καμιά εκατοστή μέτρα απ' την είσοδο των επειγόντων.
Πέταξε ένα βιαστικό συγνώμη και χωρίς να της ρίξει μια δεύτερη
ματιά βιάστηκε να μπει μέσα. Τίναξε τις μπότες της και χωρίς καθυ-
στέρηση τράβηξε για τον θάλαμο των νοσοκόμων, στο πίσω ημιυ-
πόγειο του νοσοκομείου. Όλες τους είχαν εκεί από ένα κρεβάτι και
μία ντουλάπα. Τα κρεβάτια βέβαια όλα σε τριόροφη κατασκευή.
Και ήταν αρκετές που έμεναν σχεδόν μόνιμα εκεί, εξασφαλίζοντας
έτσι κάποια επιπλέον χρήματα για τις οικογένειές τους. Ανά δύο ή
τρεις είχαν απλά κάπου έξω μακριά ένα δωμάτιο που μάλιστα το
δήλωναν και σαν μόνιμη κατοικία. Φόρεσε την ποδιά της, έβαλε τα
λαστιχένια τσόκαρα και πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στον
χώρο των επειγόντων. Αυτήν την περίοδο και για έναν μήνα ακόμα
είχε βάρδια εκεί. Πήρε απ' το χαρτόκουτο με τις μάσκες μία καθαρή
και την φόρεσε.
"Καλημέρα Μαργαρίτα", την χαιρέτησε ο γιατρός που καθόταν
στο πίσω γραφείο στον χώρο της ρεσεψιόν προσπαθώντας να πιει
τον καφέ του με την μάσκα να κρέμεται απ' το ένα του αυτί.
"Καλημέρα", του απάντησε ενώ συγχρόνως κούνησε το χέρι της
σ' έναν ιδιότυπο χαιρετισμό στην συνάδελφό της που καθόταν στον
γκισέ. "Ησυχία σήμερα. Πίστευα ότι με την βροχή θα είχαμε αρκετά
επεισόδια".
"Είχε νωρίτερα", την ενημέρωσε η Φαίη, η νοσοκόμα απ' το γκι-
σέ. "Βλέπω στα χαρτιά τουλάχιστον δέκα εισαγωγές με σπασμένα
κόκαλα. Για καλή μας τύχη, τους ξεπέταξαν και τους κράτησαν
επάνω".
Η Μαργαρίτα κοίταξε τριγύρω. Σ' ένα κρεβάτι ήταν ξαπλωμένος
ένας άντρας με ορό, ενώ σ' ένα φορείο ένας πιτσιρικάς περίμενε τον
νοσοκόμο που θα τον πήγαινε σε κάποιο δωμάτιο. Δεν υπήρχε κα-
νένας άλλος.
Περίεργο, σκέφτηκε και ο νους της πήγε στην γυναίκα που είχε
πέσει επάνω της. Λογικά έπρεπε να βρίσκεται στην αίθουσα. Κοίτα-
ξε τριγύρω αλλά δεν την είδε πουθενά. Δεν είχε καθυστερήσει στο
βεστιάριο ούτε πέντε λεπτά, επομένως αποκλειόταν να την είχαν
στείλει σε κάποιο δωμάτιο. Πλησίασε την πόρτα και κοίταξε στο
προαύλιο. Στον τελευταίο φανοστάτη του δρόμου, μερικά μέτρα με-
τά το σκεπαστό μέρος του προαυλίου, στεκόταν ακίνητη στην βρο-
χή η γυναίκα, φανερά μουσκεμένη.
Την στιγμή εκείνη την πλησίασε ο Ντέιβ, ο τραυματιοφορέας που
είχε βάρδια.
"Τι κοιτάς;" την ρώτησε.