Η Χρυσούλα κ’ η Χρηστίνα ήτανε γειτονοπούλες και φιλενάδες, ή, όπως τώλεγαν ’ς τη γλώσσα τους, κολέισσες. Εμεγάλωναν ’ς το ίδιο καντούνι, το κατάστενο, όπου τα σπίτια τους κυττάζονταν αντικρυστά, παληά φτωχά σπιτάκια μονόπατα, με κατώγι τα καθένα και μ’ ανώγι.
Το κατώγι της Χρηστίνας ήτανε χωρισμένο σε δυο, με λεπτόν ξυλότοιχο, που δεν έφθανε ως το ταβάνι και που είχε μια στενή-στενή πορτούλα χωρίς φύλλο, αλλά με κουρτίνα από διάνα πλουμιστή. Στο ένα μέρος, προς το δρόμο, εδούλευε ο πατέρας της,
ο μαστρο-Δήμος με τον τόρνο του, κι’ έφτειανε κοπανέλια για τα κρητικά μέρλα , ωραία τελλάρα για τα κεντίσματα, γουδοχέρια για τα πέτρινα γουδιά και δείχτες για τους πρωτόσκολους του Πούμπλικου. Το μικρό του αργαστήρι, μύριζε πάντα κυπαρισσόξυλο, αλλά ο μαστρο-Δήμος εμύριζε πάντα κρασίλα. Έπινε πολύ κ’ εδούλευε λίγο… Τι να σου κάμη κι’ αυτός, γέρος άνθρωπος τώρα ο κακομοίρης, χήρος και χαροκαμένος, που από τόσα παιδιά δεν του απόμεναν παρά το στερνογέννι του, η Χρηστίνα, κ’ ένας γυιος μεγαλήτερος, ο Νιόνιος ο προκομμένος, που έλειπε χρόνια ’ς τον Πύργο και τους είχε απαρνηθή…
Στο άλλο χώρισμα, ’ς το βάθος, προς την αυλή, δούλευε η Χρηστίνα. Είχε στημένο τον αργαλειό της εκεί κοντά ’ς το μεγάλο παράθυρο, που σχεδόν το γέμιζε η θαμπή πρασινάδα μιανής συκιάς, κ’ έφαινε λογής-λογής
διασίδια καλοδιάσιδα, κρουστά δίμιτα, αγανές μπόλιες και παρδαλά μπούρδινα. Στο πεζούλι του παραθυριού, συντροφιά ’ς τη δουλειά, είχε πάντα μια γάστρα βασιλικό και μια κασέλα με μπουγαρινιά , κι’ από πάνω κρεμασμένο ένα μεγάλο κλουβί με γαρδέλι, κ’ ένα μικρούτσικο κλουβάκι, τόσο δα, με τριζόνι. Τα καλοκαιριάτικα δειλινά, την ώρα που έπαυε τα ολημερνά κελαϊδήματα το πουλί, η μπουγαρινιά στολιζότανε με λευκά αστράκια που μεθυστικά μοσχοβολούσαν, και το τριζόνι, χορτασμένο καρπουζόφλουδα, εκούρδιζε δειλά τα φτερά του, για ναρχίση το μονότονο, τ’ ολονύκτιο τραγούδι του. Μα του κάκου! του κάκου! Η Χρηστίνα ήταν άσχημη.
Ένα μεγάλο, στρογγυλό μούτρο, –ε, πάντα δροσερό, όπως να πης, σα δελαεφτά χρονών κοπέλλας, μα ψυχρό κι’ ανέκφραστο,– κάτι μάτια γατίσια, ανοικτοπράσινα κι’ αγριωπά, ένας λαιμός χωμένος μέσ’ ’ς τους ώμους, ένα κορμί κοντό κι’ άγαρμπο, ένα στήθος σαν πλάκα. Την κύτταζες και σουρχόταν να γελάσης σ’ εκύτταζε κ’ εκείνη και τη λυπόσουν κατάκαρδα. Ήτανε γερή, ακέρια, κι’ όμως σου έκαν’ εντύπωσι σακάτισσας. Λες κ’ είχε σακατευθή, μέσ’ ’ς την κοιλιά της μάννας της, η ίδια ευμορφιά της. Λες κ’ ήταν για να βγη ωραία, κι’ από μια κακοτυχια, την τελευταία στιγμή, βγήκε άσχημη. Η συχωρεμένη η μαστρο-Δήμαινα έλεγε πως την είχε «κακοπιάσει» η μαμμή. Κάτι παράξενο!
Η Χρυσούλα όμως ήταν εύμορφη. Στο σπίτι της αυτή δεν είχε ούτε πουλιά, ούτε λουλούδια, ούτε αργαλειό, –μα ήταν εύμορφη!… Έμοιαζε σαν αχτίδα του ήλιου, χωρίς να είνε ξανθή. Καστανά τα μαλλιά της κι’ άφθονα, και σγουρά σαν κυματάκια, και γυαλιστά. Τα μάτια της βαθειά, σχεδόν μαύρα, μεγάλα κι’ αστραφτερά. Αιωνίως γελαστό, το κοραλένιο στόμα έδειχνε κάτι δοντάκια μαργαριτάρια, κ’ ήταν το κρέας της κάτασπρο, όλο δροσιά και χυμός, σα ζυμωμένο με γιασεμιά και μπουγαρίνια. Τα μάγουλά της, γεμάτα λακκάκια, μόλις εκοκκίνιζαν ελαφρότατα, άτακτα? κ’ ήταν ψηλή, κ’ ήταν χοντρή και καλοδεμένη γυναικάρα λαχταριστή, μόλις εκοκκίνιζαν ελαφρότατα, άτακτα? κ’ ήταν ψηλή, κ’ ήταν χοντρή και καλοδεμένη, γυναικάρα λαχταριστή, με κεφάλι παιδακίσιο.