Με το Θεμιστοκλή Αλιβέρη γνωριστήκαμε στα γραφεία ενός περιοδικού, πεθαμένου τώρα από χρόνια. Έτυχε να πάμε κ’ οι δυο εκεί την ίδια ώρα ν’ ακούσουμε την απόφαση του διευθυντή για τους πρώτους στίχους μας, που του είχαμε φέρει πρωτύτερα.
«Ο κ. Σολωμός, ο κ. Βαλαωρίτης», έκαμε κείνος τη σύσταση, κλείνοντας το ένα μάτι. Δύο άλλοι κύριοι που ήταν στο γραφείο, χαμογελάσαν πίσω από τις εφημερίδες που διαβάζανε.
Κατάλαβα πως ο Αλιβέρης πειράχτηκε και νόμισα πως ήταν αφορμή το μάτι που έκλεισε ο διευθυντής. Δεν ήξερα πως αυτό
δεν ήταν περιγέλασμα αλλά νευρική συνήθεια του, και κοκκίνισα και γω. Άμα όμως βγήκαμε έξω με το νέο γνώριμό μου, είδα πως δεν είχε παρατηρήσει το κλείσιμο του ματιού και δεν πειράχτηκε από αυτό.
«Θα πάω να πάρω πίσω το ποίημα», μουρμούρισε.
«Γιατί;» ρώτησα. «Δεν είπε πως θα το βάλη;»
Δε μου απάντησε. Ύστερα κατάλαβα πως είχε θυμώσει γιατί τον είπε Βαλαωρίτη. Κι αυτό πάλι όχι γιατί το πήρε ειρωνικά, μα γιατί δεν είχε υπόληψη πολλή στον ποιητή του Αστραπόγιαννου.
«Κι ο Βαλαωρίτης ποιητής!» ξαναμουρμούρισε.
Πρώτη φορά τον άκουγα τέτοιο λόγο. Για μένα ο Βαλαωρίτης ήταν ο ποιητής, και με πολλή χαρά ήμουν έτοιμος να δεχτώ την αλλαγή και την πρότεινα του Αλιβέρη. Μα εκείνος με κοίταξε μόνο και σώπασε μελαγχολικός και σκοτεινός.
Οι στίχοι μας τυπωθήκανε στο περιοδικό. Μα ο διευθυντής δε μας έκρινε ακόμα ώριμους να βάλη αποκάτω ολάκερα τα ονόματά μας. Άφησε μόνο τ’ αρχικά ψηφία τους. Και τούτο ξαναπείραξε τον Αλιβέρη.
«Δεν νιώθει από ποίηση», μου είπε? «δεν του ξαναδίνω τίποτε».
Κι αληθινά έστειλε σε άλλα περιοδικά. Μα δεν του τα βάλαν, κι αναγκάστηκε να γυρίση στο παλιό. Γύρισε όμως με ψευδώνυμο, και με τούτο ξακολούθησε το φιλολογικό του στάδιο κ’ έπαιξε ύστερα το μέρος του στη μικρή ποιητική συντροφιά, όπου ξαναπαντήθηκε. Είχε φέρει και κει την περιφρόνηση του Βαλαωρίτη και τη μεγάλη ποίηση. Πότε στην άκρη κάποιου μικροκαφενέ, πότε στο πίσω μέρος ενός μπακάλικου μαζευόταν η συντροφιά. Ήμαστε οχτώ δέκα νέοι, οι περσότεροι φτωχοί και πεινασμένοι, κι όλοι μας διψασμένοι για την ποιητική δόξα. Κι ο Αλιβέρης ο πιο φτωχός. Τους πιο πολλούς μάς είχαν οι δικοί μας σταλμένους στην
πρωτεύουσα, για να γυρίσουμε πίσω στον τόπο μας με το δίπλωμα, τον Αλιβέρη τον έστειλε με καμιά εξηνταριά δραχμές το μήνα κάποια κοινότητα, να σπουδάση δικηγόρος κι αυτός.
Μα ο Αλιβέρης ήταν εκείνος που νοιαζότανε λιγότερο γι’ αυτό. Να γίνη δικηγόρος! Γελούσε με την ιδέα όταν δε θύμωνε με αυτή. Το όνειρό του ήταν η μεγάλη δόξα, κι όταν υποψιάστηκε πως δεν έρχεται με τα ποιήματα μόνο, τα παραίτησε και ρίχτηκε σ’ ένα ρομάντζο. Μας το διάβαζε σκηνές σκηνές, κεφάλαια κεφάλαια όπως τα έγραφε, όπως τα διόρθωνε. Να μας το διαβάση ολάκερο δεν ήθελε όμως. Ήθελε να μας ξαφνίση, μας έλεγε. Να το δούμε τυπωμένο μονομιάς και να μας κατακτήση και μας μαζί με το κοινό. Η φιλοδοξία εμάς των άλλων δεν έφτανε τόσο μακριά. Το πιο πολύ που ονειρευόμαστε ήτανε να δούμε στίχους μας είτε διήγημα τυπωμένα σε κάποιο από τα ονομαστά φύλλα της εποχής, ν’ ακούσουμε κανέναν έπαινο από
τους γνωρισμένους κριτικούς, να δούμε και το δικό μας όνομα να κάμη κάποιο θόρυβο στις εφημερίδες, και να μας κράξη άξαφνα καμιά από αυτές να γράφουμε χρονογραφήματα. Ήταν η μόνη δόξα και τα πλούτη που προσμέναμε.
Ο Αλιβέρης χαμογελούσε ειρωνικά με μας και δούλευε το έργο του και μας ξαναδιάβαζε σκηνές. Τι πράμα ήταν αυτές; Δεν ξέραμε και μεις. Μέναμε κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, ρωτώντας μέσα μας αν μας αρέσουν, αν αξίζουν τίποτες. Ό,τι ακούγαμε μας φαινότανε σα χάος, ένα χάος που το φοβόμαστε μην είναι αλήθεια το μεγάλο, μα υποψιαζόμαστε κιόλας μην είναι το γελοίο, καθώς θα ήμαστε πιο πρόθυμοι όλοι να το πούμε, αν μας το βεβαίωνε κανείς. Ο ένας έπιανε στου αλλονού το στόμα κάποια χαμόγελα, όμως τα βλέπαμε να πνίγουνται και ν’ αλλάζουν πάλι σε απορία, κάποτε ακόμα και σε θαυμασμό. Καθένας φοβότανε μην κατηγορηθή από τον άλλον πως ζηλεύει τον
Αλιβέρη, κι όμως όλοι τον λυπόμαστε περσότερο παρότι τον ζηλεύαμε βλέποντάς τον ν’ αγωνίζεται να έβρη μια μορφή. Και γελούσαμε κιόλας μαζί του όταν τον ακούγαμε να πλάθη όνειρα πλούσιας ζωής, να χτίζη τον ψηλό πύργο του στο ακρογιάλι ενός νησιού, να τον επιπλώνη με καρυδιά και με βελούδο, να κρεμά βαρειές χρυσομέταξες κουρτίνες στα παράθυρα, να φυτεύη τον κήπο μ’ ευκάλυπτα και φοινικιές και ρόδα και να ζη εκεί – με τη γυναίκα του ή την ερωμένη του δεν το ώριζε καλά. Το δάσος πίσω από τον πύργο το φούντωνε με μυρτιές και πεύκα, τα παράθυρα του γραφείου του τ’ άνοιγε πλατιά στη θάλασσα, το κιόσκι του κοντά στο κύμα το ίσκιαζε με κισσό. Στους θόλους του πάρκου κρεμούσε χρυσόμηλα και χιλιόχρωμα σταφύλια, ονειρευόταν ένα συντριβάνι στην αυλή του να τινάζη το νερό σε διαμαντένια σκόνη ως τα μεσουράνια, και μας καλούσε, μας δεχόταν όλους μαζί και χωριστά έναν
έναν και τρώγαμε και πίναμε και κάναμε όργια ποιητικά και βακχικά.
Και τον ακούγαμε. Και κάποιο χέρι έκανε να σηκωθή να του χτυπήση τη συνηθισμένη φάπα, κι ο πύργος του Αλιβέρη μάς είχε γίνει μύθος και διασκέδαζε τις στενόχωρες στιγμές της συντροφιάς. Μα εκείνος χαμογελούσε, κ’ η ματιά του δεν έχανε τη λάμψη της. Κοίταζε άφοβη στο όραμα της νίκης. Νόμιζες και την έβλεπε μπροστά του να σαλεύη τ’ αστραφτερά φτερούγια της και να του απλώνη το χρυσό κλαδί. Κι άδραχνε το τελευταίο τσιγάρο, αν τύχαινε κι άφηνε κανείς μας το πακέτο του απάνω στο τραπέζι, και ξακολουθούσε να ονειρεύεται πνιγμένος μέσα στα στεφάνια του καπνού που φυσούσε με γεμάτο στόμα.