...Εκείνο το πρωινό, έμεινα χωρίς επιτήρηση στο σπίτι, ελεύθερος από κάθε μορφή γονικής καθοδήγησης. Ο διάβολος το κατάλαβε και άρχισε
τις προκλήσεις του.
Ο λιλιπούτιος σαλταπίγκος1 της γειτονιάς, με κάλεσε να επισκεφτούμε, το πεδίο βολής, για να συλλέξουμε σφαίρες και κάλυκες. Σαν νέοι
εξερευνητές, διασχίσαμε τα σοκάκια και τους μαχαλάδες και κατηφορίσαμε για τον Τριπόταμο! Το αγέρωχο ποτάμι, γεμάτο από τα νερά
των ανοιξιάτικων βροχών, βρυχιότανε, καθώς ξεπετιόταν από το στενό διάδρομο, μεταξύ των κάθετων βράχων γρανίτη και απλωνόταν σε
μια έκταση πέντε με δέκα μέτρα, ανάμεσα από βράχους και πέτρες.
Ο όγκος του νερού εκπληκτικός και η ορμή του τρόμαζε κάθε παιδική φαντασία. Ο δράκος των παιδικών ονείρων, έλαβε «σάρκα και οστά»,
εμπρός στα έντρομα μάτια μου. Ο σαλταπίγκος αποφάσισε γοργά και έκανε το σάλτο των τριών μέτρων. Προσγειώθηκε πάνω στο γλιστερό
βράχο, στο μέσο του ποταμού και συνέχισε από βραχάκι σε βραχάκι, μέχρι την απέναντι υπερυψωμένη όχθη.
Οπλισμένος με την υπερηφάνεια της νιότης και θέλοντας να αποδείξω την αξία μου, στον κόσμο των παιδικών παλικαρισμών, παίρνω φόρα
και προσγειώνομαι στον ίδιο βράχο, αλλά λόγο φόρας, συνεχίζω ασταμάτητα τα πηδήματα, στα επόμενα βραχάκια, μέχρι την αντίπερα
όχθη. Εκεί όμως, ορθώθηκε και ο εφιάλτης της τελευταίας πρόκλησης.
Η απέναντι όχθη, ήταν μισό μέτρο ψηλότερη από το σημείο όπου βρισκόμουν και ένα αρδευτικό αυλάκι γεμάτο νερό, πλάτους μισού
μέτρου, μας χώριζε. «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Τι μπορούσα να κάνω;». Έκανα απελπισμένα το άλμα και γραπώθηκα με τα δυο μου
χέρια, στην απέναντι όχθη. Γλιστρούσα αργά και σταθερά, μέχρι που το αριστερό μου πόδι χώθηκε βαθιά μέσα στο βούρκο. Με «λύσσα»
τα χέρια μου, αγωνιζόντουσαν να με κρατήσουν, στο ύψος των περιστάσεων και με την βοήθεια του φύλακα Άγγελου μου, κατάφερα
επιτέλους να σκαρφαλώσω στην απέναντι όχθη. Παρόλη την απώλεια του παπουτσιού, που κόλλησε στην λάσπη... το γλύτωσα το μπάνιο...
Ο δρόμος προς το πεδίο βολής, ήταν ανηφορικός και κακοτράχαλος.
Ο ήλιος έκαιγε τις πέτρες και ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι, αυλακώνοντας το πρόσωπο και την πλάτη μου. Στο βάθος, άρχισαν να διακρίνονται
οι πρώτες αυλακώσεις, από τους λόφους της βολής και σε λίγο φάνηκε και το παρατηρητήριο, χωμένο μέσα στο αυλάκι προστασίας
προσωπικού βολής. Ιαχές χαράς και αγαλλίασης σχίσανε τον αέρα...
Τον τρόμο τον διαδέχτηκε η χαρά. Στις αυλακώσεις του πεδίου βολής, ο ήλιος αντανακλούσε επάνω στις χάλκινες σφαίρες, οι οποίες
έλαμπαν στα χέρια των μικρών εξερευνητών, σαν στέφανος δόξας. Με τα χέρια μας οργώναμε το χώμα, για να συλλέξουμε τον πολύτιμο
θησαυρό, όπως οι χρυσωρύχοι στην Αριζόνα. Τα αντικείμενα γέμιζαν τις τσέπες μας και τα κοντά παντελονάκια
βογκούσαν, από το βάρος του χαλκού και του μόλυβδου. Κανένας δεν σκέφθηκε την τοξικότητα και την ανασφάλεια. Το μόνο που μας
ενδιέφερε ήταν ο θησαυρός!
Δυστυχώς, ο χρόνος ήταν αμείλικτος και η επιστροφή έπρεπε να γίνει άρον-άρον, για να προλάβουμε τον κώδωνα του σχολείου! Ο
σαλταπίγκος, όρμισε σαν τον άνεμο, στην κατηφοριά της επιστροφής και χάθηκε στο βάθος του μονοπατιού, μετά τον ποταμό. Απόμεινα
μόνος και κάθιδρος, να κατηφορίζω και να προσπαθώ να περάσω, όλα τα φυσικά εμπόδια που πέρασα και προηγουμένως.
επιτέλους φτάσαμε! Τρέχοντας, διασχίσαμε το διάστημα που μας χώριζε, από το χαράκωμα προστασίας και ξαφνικά «κοκκαλώσαμε».
Το ερπετό σέρνονταν με μεγάλη ευκολία, μέσα στο χαράκωμα και σαν λιλιπούτιος κομάντο, αφού ανέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια,
έφτασε μπροστά μας, στην επιφάνεια. Ο τρόμος ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό μας. Καμιά κραυγή, καμιά κίνηση... ο χρόνος σε δέκατα του
δευτερολέπτου, κάλπαζε πέρα και έξω, από κάθε φαντασία... φίδι! Η κραυγή έσκισε τον αέρα, μα τα πόδια έμεναν καρφωμένα, στο έδαφος.
Το ερπετό μας προσπέρασε «εν ριπή οφθαλμού», πιο φοβισμένο και από εμάς τους ίδιους και χάθηκε στους θάμνους του πεδίου...