Τάσω
Χατζόπουλος Κωνσταντίνος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Σε μια βουνίσια λαγκαδιά είχαμε μαζευτεί ένα καλοκαίρι μια μικρή συντροφιά. Ήταν εκεί κάποια λουτρά κ’ ένας φίλος μου, που ήρθε να γιατρέψη τους ρεματισμούς του, μ’ έσυρε και με μαζί του. Όξω από τους χωριάτες, που είχανε στήσει στην πλαγιά τις πρόχειρες καλύβες τους από ελατόκλαδα, βγήκαμε κι άλλους πεντέξι της δικής μας τάξης. Πάνε πολλά χρόνια από τότε και μου μείνανε καθαρά στο νου μόνο τρεις απ’ αυτούς. Ένας έμπορος από κάποια μικρή πόλη εκεί κοντά, ένας γιατρός από μιαν άλλη κάτω στον κάμπο κ’ ένας απόστρατος σπαθοφόρος. Κ’ οι τρεις ήτανε πενηντάρηδες κι απά8
νω. Ο έμπορος πάντα λιγόλογος και μαζεμένος, οι άλλοι δυο λογάδες κι ανοιχτόκαρδοι. Ο έμπορος, θυμούμαι, έπαιζε πάντα με την χοντρή χρυσή αλυσίδα του ρολογιού του, ή μπλέκοντας τα χέρια του έφερνε γύρους αδιάκοπους, ατέλειωτους με τα δυο μεγάλα δάχτυλα, σε βαθμό που πείραζε τα νεύρα του απόστρατου σπαθοφόρου, κι άρχιζε και κείνος και φυσούσε τα ρουθούνια ζαρώνοντας μουστάκια και μάγουλα. Ο γιατρός δε φαινότανε πως είχε διόλου νεύρα. Όλοι μας είχαμε καθένας την καλύβα του, μα για περσότερη ευκολία –μια και πιάσαμε γνωριμιά, όπως γίνεται όταν βρίσκουνται στην ερημιά κάμποσοι ανθρώποι μαζεμένοι– μας μαγέρευε ο υπηρέτης του γιατρού και τρώγαμε όλοι μαζί κάτω από έναν πλάτανο. Το μέρος όμορφο δεν ήταν, πληχτική ξεραΐλα μόνο, στενός ουρανός αποπάνω και δυνατό λιοπύρι γύρω στα στουρνάρια. Τις πρωινές πηγαίναμε κυνήγι στα ριζά ολοτρόγυρα με το γιατρό και με το φίλο μου. Ο απόστρατος μας έδινε μονάχα το σκυλί του. Ο πόνος στο γοφό δεν τον άφηνε τον ίδιο νάρχεται μαζί μας. Έπειτα το ρίχναμε ολημέρα στα χαρτιά, όσο φωτούσε του θεού το φως. Σαν κουραζόμαστε κατά το βράδυ, ξαπλωμένοι στα κλαδιά και μισονυσταγμένοι ακούγαμε το γιατρό ή το σπαθοφόρο που μας λέγανε διάφορες ιστορίες. Το γιατρό με πιο πολλή ευχαρίστηση. Οι περσότερες γυρίζανε γύρω στην πολιτική ζωή του τόπου του. Ήτανε φανατικός με το Κορδόνι και το είχε δουλέψει σα βουλευτής κάμποσα χρόνια. Συχνά όμως άλλαζε το θέμα. Μας έλεγε για τη ζωή του στην πρωτεύουσα, μας ιστορούσε γιατρικά του ανέκδοτα από το χωριό. Του άρεσε να μιλή, ν’ ακούη τη φωνή του να ηχή στη βραδινή σιγαλιά της λαγκαδιάς. Μια από τις ιστορίες του γιατρού είναι κ’ η παρακάτω. Μας την είπε μια βραδιά που η κουβέντα γύρισε στις γυναίκες και στην αγάπη, κι αφού είχε αδειάσει κάμποσα ποτήρια κρασί. Μας είχαν φέρει εκείνη την ημέρα φρέσκο από το χωριό.
Η χήρα Γαλάναινα –έτσι άρχισε ο γιατρός– ήτανε το δεξί χέρι της μάνας μου, καθώς το λένε. Όταν η ψυχοπαίδα παράτρωγε κορόμηλα ή αραποσίτια και θερμαινότανε –κι αυτό γινότανε πολύ συχνά– ή όταν περισσεύανε οι δουλειές στο σπίτι, η μάνα μου δεν είχε παρά νάβγη στο παράθυρο και να φωνάξη τη Γαλάναινα που καθόταν αντίκρυ, σ’ ένα χαμόσπιτο με μια ψηλή συκιά μπροστά στην πόρτα του και μιαν αυλή πάντα βρώμικη και λασπωμένη από τις σαπουνάδες. Το ξενόπλυμα ήταν η καυαυτό δουλειά της Γαλάναινας, που κοντά στο δικό της είχε να χορταίνη άλλα τρία στόματα: δυο παιδιών της και της πεθεράς της, τυφλής γερόντισσας που περνούσε τα στερνά παραπανιστά χρόνια της καθισμένη στην αυλόπορτα και γκρινιάζοντας με τη νύφη της. Η Γαλάναινα με τις συχνές δουλειές που έκανε στο σπίτι μας είχε γίνει πια δική μας. Ήταν ήσυχη,
πρόσχαρη γυναίκα, καλοΐσκιωτη και γλυκόλογη. Σε μας τα παιδιά περσότερο. Συχνά εκεί που λανάριζε τα μαλλιά έξω στη λότζα, μας μάζευε γύρω της και μας έλεγε παραμύθια και συχνότερα ακόμα μας γλίτωνε από το λουρί του πατέρα μπαίνοντας στη μέση, ή για πιο ασφάλεια, κρύβοντάς μας πίσω από το φουστάνι της.
Έτσι την είχαμε όλοι σε καλό μάτι τη Γαλάναινα. Μόνο η μάνα μου, αυτή που τη φώναζε, δε φαινότανε να τη βλέπη με πολλή ευχαρίστηση στο σπίτι. Μια αφορμή κι αυτό για να μαλώνη με τη γιαγιά, τη δική της μάνα.
«Δεν τη θέλω, με κρύα καρδιά τη μπάζω σπίτι μου», την ακούγαμε να της λέη πολλές φορές.
«Μα τι σου κάνει, τι σου φταίει η δόλια;» της απαντούσε η γιαγιά. «Αυτή καλά στάθηκε και κορίτσι που ήταν, και με τον άντρα της, και τώρα που απόμεινε χήρα».
«Αν ήτανε καλή, δεν έμπαινε σε τέτοια πεθερά», φώναζε θυμωμένα η μάνα μου.