Δύσβατα Μονοπάτια: Αντάρτικες Ιστορίες 1946-1949
Ευθυμιάδης Γιώργος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


ΓΙΩΡΓΟΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ
(1921-2009)
Ο Γιώργος Ευθυμιάδης γεννήθηκε στη Μελίβοια Αγιάς Λάρισας. Αποφοίτησε από το 6-τάξιο Γυμνάσιο Λάρισας και αμέσως μετά εντάχτηκε στο κίνημα της Ε-θνικής Αντίστασης και αγωνίστηκε από τις γραμμές της ΕΠΟΝ ενάντια στους Ούνους κατακτητές. Μετά την απελευθέρωση διώχτηκε για τη δράση του στην κατοχή και αναγκάστηκε να προσχωρήσει στο ΔΣΕ και μετά τη λήξη του εμφυλίου να φύγει για την Πολωνία, όπου έμεινε 27 ολόκληρα χρόνια σαν πολιτικός πρόσφυγας. Στην Πολωνία φοίτησε σε πολιτικο-κοινωνική σχολή και εργάστηκε σε σχολή πολιτική για τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες σαν βοηθός καθηγητή και διερμηνέας. Από τον Νοέμβριο 1953 ως το Σεπτέμβριο 1977, οπότε επαναπατρίστηκε, εργάστηκε σα δημοσιογράφος στην εφημερίδα των πολιτικών προσφύγων «Δημοκράτης». Τιμήθηκε με τιμητικό δίπλωμα για την προσφορά του στον επαγγελματικό τομέα από τη Δ/νση του εκδοτικού «R.S.W Prasa» στο οποίο ανήκε η εφημερίδα και το 1975 τον Οκτώβρη στάλθηκε για ανάπαυση στη Χρυσή Αμμουδιά της Βάρνας της Βουλγαρίας σε «Διεθνές Σπίτι Δημοσιογράφου», όπου παρέμεινε ένα μήνα. Μετά τον επαναπατρισμό του εργάστηκε στην εφημερίδα Λάρισας «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε το 1988. Είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Θεσσαλίας – Στερεάς και Ευβοίας και επίσης μέλος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αντιστασιακών Δημοσιογράφων. Τιμήθηκε με μετάλλιο από την ΠΕΑΕΑ και από τον Σύνδεσμο Αντιστασιακών Δημοσιογράφων με τιμητικό δίπλωμα για τη δράση του στην κατοχή.
Τον Δεκέμβριο του 2005 εκδόθηκε το δεύτερο και τελευταίο βιβλίο του παππού μου Γιώργου Ευθυμιάδη, Δύσβατα Μονοπάτια. Αντάρτικες Ιστορίες 1946-1949, το οποίο γνώρισε σε σύντομο χρονικό διάστημα μεγάλη επιτυχία.
Θυμάμαι, σαν να είναι τώρα, την πολύωρη εργασία του και τα χειρόγραφα που δακτυλογραφούσαμε μαζί στον υπολογιστή, πριν τη σελιδοποίηση και την εκτύπωση του βιβλίου. Ο στόχος του ήταν η απόδοση τιμών σε όλους τους συναγωνιστές του, καθώς και η μετάδοση της ιστορίας του, της ηρωικής ιστορίας ενός μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, στις νεότερες γενιές, στους νέους του χωριού του -της Μελιβοίας- αλλά και στον κάθε αναγνώστη.
Στο βιβλίο καταγράφει τη μνήμη του από την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Στις σελίδες του αφηγείται την περιπετειώδη ζωή του ως μαχητής του ΔΣΕ. Αρχικά, αναφέρεται στο «παιδομάζωμα» και στη ζωή των πολιτικών προσφύγων και των παιδιών τους στη Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας. Στη συνέχεια περιγράφει τα «δύσβατα μονοπάτια» του, όπως τα ονόμασε ο ίδιος, τον ελιγμό του συγκροτήματος Ευριπίδη στα Άγραφα τον Νοέμβριο του 1946, την επίθεση του αεροσκάφους Σπιτ-Φάιερ στο Κόκκινο Νερό στις αρχές του 1947, τη συμμετοχή του σε όλες τις μεγάλες μάχες της 1ης Μεραρχίας του ΔΣΕ (Καρδίτσα, Σοφάδες, Καρπενήσι, Αχελώος), την αποκοπή από τη μονάδα του στα Άγραφα και τη διαφυγή στην Αλβανία και στην Πολωνία στα τέλη του 1949 και στις αρχές του 1950.
Όπως και σε όλα τα αυτοβιογραφικά κείμενα υπερισχύει το υποκειμενικό στοιχείο. Η αφήγηση των γεγονότων, η οποία πολλές φορές θυμίζει «καθαρό» λογοτεχνικό έργο, με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του πρωταγωνιστή, τις περιγραφές, τους διαλόγους, τους εσωτερικούς μονόλογους, το γλαφυρό ύφος, τις μεταφορές, τις παρομοιώσεις και τις πλούσιες εικόνες, συμπληρώνεται αναπόφευκτα και από ερμηνείες. Το ερμηνευτικό σχήμα που χρησιμοποιείται για την εξήγηση του εμφυλίου είναι αυτό της «λευκής τρομοκρατίας». Η οπτική του συγγραφέα είναι αριστερή, άλλωστε διετέλεσε στέλεχος της ΕΠΟΝ και του ΔΣΕ, ενώ ήταν μέλος και του ΚΚΕ.
Η αξία των απομνημονευμάτων του Γιώργου Ευθυμιάδη είναι ανεκτίμητη, καθώς αποτελούν μια αυθεντική μαρτυρία για τα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου στη Θεσσαλία. Πρόσωπα γνωστά, αξιωματικοί του ΔΣΕ, άγνωστα γεγονότα και προσωπικές ιστορίες ξεδιπλώνονται μέσα από τις σελίδες του μοναδικού αυ-τού έργου. Ως εκ τούτου το βιβλίο αποτελεί και μια σημαντική πηγή για την ιστορία και για τον κάθε ιστορικό που θα θελήσει να γράψει για εκείνη την περίοδο.
Για όλους αυτούς τους λόγους αποφασίσαμε την επανέκδοση του βιβλίου 17 περίπου χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του. Η δεύτερη αυτή έκδοση είναι ανανεωμένη και συμπληρωμένη. Έ-χουν προστεθεί με τη μορφή υποσημειώσεων περισσότερες πληροφορίες για πρόσωπα, γεγονότα, βιβλιογραφία για ορισμένα θέματα που διαπραγματεύεται το βιβλίο, καθώς και φωτογραφικό υλικό. Ελπίζουμε η νέα έκδοση να αποτελέσει ένα ευχάριστο ανάγνωσμα και να προσφέρει υλικό σε νέες επιστημονικές μελέτες.
Βαγγέλης Γεωργάς
Δεκέμβριος 2022
ΔΥΣΒΑΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ
ΑΝΤΑΡΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
1946 -1949
«Για Σένα πατρίδα μας Ελλάδα
Ζώσαμε τ’ άρματα ξανά,
Τη λευτεριά μας για να βρούμε.
Πήραμε κάμπους και βουνά...»
ΠΕΡΑΣΑΝ από τότε 59 χρόνια. Μια ολόκληρη ζωή. Μα τι κι αν πέρασαν. Ορισμένα χαρακτηριστικά περιστατικά που έχουν σημαδέψει τη ζωή μου, παραμένουν και σήμερα ολοζώντανα. Δε λένε να μπαγιατέψουν. Δεν εννοούν να μ’ αφήσουν ήσυχο, ακόμα και σ’ αυτόν τον ύπνο μου. Στριφογυρίζουν κάθε λίγο και λιγάκι μέσα μου και σαν ορμητικό ποτάμι παρασέρνουν τη μνήμη μου και τη μεταφέρουν σε κάποια ζιγκζακωτά και δύσβατα μονοπάτια που το κατεστημένο κείνης της εποχής με εξανάγκασε να τα περπατήσω επί τρία ολόκληρα χρόνια, όντας μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (1946-1949).
ΚΑΙ θαυμάζω, πραγματικά, τον εαυτό μου και αναρωτιέμαι πώς άντεξε όλες αυτές τις δυσκολίες και τις κακοτοπιές εκείνου του τρίχρονου σκληρού και άνισου, ένοπλου αγώνα. Γιατί, εδώ που τα λέμε δεν ήμουνα ψημένο παιδί, σφυρηλατημένο, μαθημένο στις δυσκολίες της ζωής, σκληραγωγημένο. Δεν γεύτηκα τον πνιγερό κάματο του εργαζόμενου αγροτόπαιδου, δεν διανυχτέρευσα σε χωράφια μόνος μου. Δεν έφαγα πικρό ψωμί. Ήμουνα γόνος μιας εφταμελούς, σχετικά εύπορης οικογένειας, ο βενιαμήν της και σαν τέτοιος ήμουν το παραχαϊδεμένο παιδί της μαμάς και του μπαμπά, και έτρεμα από το φόβο να βγω έξω από το σπίτι, κι όταν έβγαινα χτυπούσα τα ποδάρια στον πισινό μου για να περάσω δίπλα από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής
που ήταν κοντά στο σπίτι. Μόνο σε προχωρημένη σχολική ηλικία τόλμησα να μείνω μόνος μου στα νοικιαστά στην Αγιά και τη Λάρισα σα μαθητής πια του Γυμνασίου. Κι όταν ο Ιταλός φασίστας Μουσολίνι κήρυξε τον πόλεμο ενάντια στην πατρίδα μας, εγώ υπακούοντας στη φωνή της πήγα στην Αθήνα και κατατάχτηκα στο σώμα της αυτοάμυνας και σαν σκλαβώθηκε η πατρίδα μας, εγώ, πιστό παιδί της, εκπληρώνοντας το χρέος μου προς αυτή, πήρα μέρος στην αντίσταση του λαού μας κατά των Oύνων επιδρομέων και κατακτητών, διακόπτοντας τις σπουδές μου. Ήμουν συνοργανωτής του κινήματος αντίστασης στο χω-ριό μας και σε συνέχεια στέλεχος της ΕΠΟΝ, του ΕΑΜ και της Αυτοάμυνας. Έλληνας κι εγώ, σαν όλους τους Έλληνες, δεν άντεχα να ζω στη σκλαβιά. Δεν μπορούσα να βλέπω την πατρίδα μου να στενάζει κάτω από το ζυγό του φοβερότερου εχθρού του λαού της, όλων των λαών του κόσμου -των Oύνων επιδρομέων και κατακτητών της. Έπρεπε να υπερασπιστώ, μαζί με όλους τους Έλληνες πατριώτες την εδαφική της ακεραιότητα και ανεξαρτησία, που κατέλυσε ο γερμανοιταλικός φασισμός, έπρεπε να αγωνιστώ στο πλευρό του λαού μας για την εθνική και κοινωνική του απελευθέρωση.
ΚΙ όταν ελευθερώθηκε η πατρίδα μας, εκείνοι που επέστρεψαν από την Αφρική, όπου είχαν καταφύγει μόλις σκλαβώθηκε για να φυλάξουν τα τομάρια τους, και με τη βοήθεια του αγγλικού παράγοντα άρπαξαν από τον αγωνιζόμενο λαό την εξουσία, αντί να σκύψουν ταπεινά και με ευλάβεια το κεφάλι και να αποδώσουν τιμές στους αγωνιστές που απελευθέρωσαν την πατρίδα, τους συνέλαβαν, τους φυλάκισαν, πολλούς τους στέρησαν ό,τι το πολυτιμότερο είχαν -τη ζωή τους που ούτε ο καταχτητής τόλμησε να τους τη στερήσει και άλλους τους οδήγησαν στα ζιγκζακωτά και δύσβατα μονοπάτια του εμφυλίου σπαραγμού για να τους δώσουν τη χαριστική βολή. Εκεί οδήγησαν και μένα, όπως αναφέρω πιο πάνω.
ΕΝΑ από τα μονοπάτια αυτά, που τελειωμό δεν είχε και διέφερε από όλα τα άλλα, μου έβγαλε μακριά, αφάνταστα μακριά, χιλιάδες χιλιόμετρα έξω από τα σύνορα της πατρίδας μας, Ελλάδας, για τη λευτεριά, την ανεξαρτησία και την προκοπή της οποίας αγωνίστηκα επί δέκα ολόκληρα χρόνια και ανάλωσα σε αυτό τον αγώνα το πιο καλό, το ομορφότερο και το πιο γλυκό κομμάτι της ζωής μου -τη ΝΙΟΤΗ μου. Το μονοπάτι αυτό, σάρωνε κακοτοπιές, σκαρφάλωνε στις κορφές κακοτράχαλων βουνών, περνούσε από απότομους, επικίνδυνους γκρεμούς και σκοτεινές βαθιές χαράδρες, διέσχιζε πυκνά δύσβατα δάση, διέπλεε πλημμυρισμένους ποταμούς, φουρτουνιασμένες θάλασσες και τρικυμισμένους ωκεανούς και έσβηνε εκεί που έσβηνε και η φαντασία του καθένα μας, κάπου στον παγωμένο βορρά, στις ακτές της Βαλτικής Θάλασσας, στο φιλόξενο έδαφος της Λαϊκής Δη-μοκρατίας της Πολωνίας.
ΕΚΕΙ οδήγησε χιλιάδες Έλληνες -μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας αλλά και άμαχους πολίτες που κινδύνευαν να συλληφθούν και να σταλούν στα ξερονήσια εξορία αν φυσικά γλίτωναν τον θάνατο και μαζί μ’ αυτούς εμένα και τη σύζυγό μου Αναστασία που ήμασταν τότε ελεύθεροι (τελέσαμε τους γάμους μας το 1951 στην Πολωνία) καθώς και τους συγχωριανούς μας: Γιάννη Γ. Γάλλο, Γιάννη Γρ. Γραμμένο, Γιώργο Χρ. Δαλδά, Στάθη Ηλ. Ευσταθίου, Δημήτρη Απ. Κουτσιούκη, Ανδρομάχη Χαρ. Κωνσταντινίδη, Κίμωνα Ιω. Λαδά, Γιώργο Ν. Μανδάλη, Στέφανο Χρ. Μητσιούλη, Βασίλη Γ. Περδίκη και Κούλα Γ. Πλατσά.