Φυγείν αδύνατον
Τα πάντα είναι θέμα χρόνου!
Οι Πέρσες τελικά, θα πέρναγαν
τις Θερμοπύλες
και δίχως τον Εφιάλτη.
Κι ο Λεωνίδας,
με τον Εφιάλτη ή χωρίς
θα πέθαινε και πάλι.
Μια μέρα, δυο ή κι εκατό μετά.
Θα πέθαινε.
Αφού, κάθε ημέρα μάχης θα στοίχιζε
έναν ή δυο ή δέκα άντρες,
κι ας σκότωνε χιλιάδες.
Οι Πέρσες θε να πέρναγαν,
με τον Εφιάλτη ή χωρίς.
Κι ο Λεωνίδας, ακόμη κι αν
οι Πέρσες τα παράταγαν,
θα πέθαινε και πάλι.
Ένα ή δυο ή κι εκατό χρόνια μετά.
Θα πέθαινε.
Κι η Σπάρτη θα «δεχότανε»,
Ρωμαίους, Φράγκους, Τούρκους,
με Λεωνίδα ή χωρίς.
Βροχή
Πώς μ’ αρέσει η βροχή!
Έτσι που μουρμουρίζει!
Έτσι μ’ αστροπελέκια που ’ρχεται!
Έβρεξε το πρώτο βράδυ,
έτσι όπως τώρα,
κι εγώ θυμάμαι ακόμη
την έγνοια μου,
πως στο χώμα μέσα
που σ’ αφήσαμε
θα βρέχεσαι και πάλι,
όπως σε όλη τη ζωή.
Κι ήθελα να ’ρθω να σε βρω,
να σε σκεπάσω
και να σου πω,
πως το κλάμα το βουβό στα μάτια μου,
δεν ήταν από φόβο,
μα μόνο πίκρα που δεν πρόλαβα
να χορτάσω το χαμόγελό σου.
Πώς με θλίβει η βροχή!
Έτσι που μουρμουρίζει!
Βουβή κι αδιάφορη!
Κάποτε
Η λάμπα του πετρελαίου
και τα κάρβουνα στο μαγκάλι
σβησμένα.
Κάνει κρύο.
Στο γιούρτι πηχτό σκοτάδι.
Πέρα απ’ τη μαΐστρα
τ’ άστρα και τα φώτα
στις κολώνες του δρόμου.
Στη λάκκα της Άνθης
τ’ αλυχτίσματα των σκυλιών,
βρόχινο τραγούδι στα κεραμίδια
και στο πηγάδι χορός
από καλικάντζαρους.
Χριστούγεννα 1953!
Νοσταλγία
Τι κι αν ο νους σε οδηγεί,
μέσα από λαβύρινθους σκέψης,
στα κανάλια της λογικής και της απόδειξης;
Η ψυχή σου θ’ ανήκει πάντα,
στ’ ανοιχτά λιβάδια της παιδικής ηλικίας.
Εκεί που γνώρισες,
την απεραντοσύνη των αισθήσεων,
κι αφουγκράστηκες για πρώτη φορά,
την καρδιά σου,
να χτυπάει στο ρυθμό του Σύμπαντος.
Ματαιότητα
Ζηλεύω τον άνθρωπο που,
εξήντα εκατομμύρια αιώνες μετά,
θαυμάζοντας ένα δειλινό,
θα περάσει την πύλη του Παράδεισου
και της Κόλασης μαζί.
Την ίδια εκείνη τη στιγμή
που ο Ήλιος, σ’ ένα κατακλυσμό φωτιάς
θα γίνει γίγαντας,
για να εξαερώσει μονομιάς,
όσα παιδεύτηκε να φτιάξει,
δουλεύοντας ασταμάτητα
είκοσι δισεκατομμύρια χρόνια.