Σχολείο και πειθαρχική εξουσία
Στον Φουκώ μαθαίνουμε ότι η εξουσία εμπεριέχει έναν δυϊσμό:
α) Στα πάνω πάνω ενέχει μια τυπική – δικαιική υπόσταση, κα-τάλοιπο του νομικού οικοδομήματος που κτίστηκε κατά τον Μεσ-αίωνα γύρω από το πρόσωπο του μονάρχη και την έννοια της Υπέρτατης Αρχής, που εκείνος εκπροσωπούσε. Η αντίληψη αυτή μιας νομικής – δικαιικής εξουσίας μονοπώλησε την πολιτική σκέψη κατά τον 16ο και 17ο αι. είτε για να υπερασπιστεί είτε για να περιορίσει την Υπέρτατη Αρχή, μετατοπίστηκε κατά τον 18ο αι. για να υποστηρίξει, στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο, τη λαϊκή κυριαρχία, δηλ. την Υπέρτατη εξουσία που τώρα εκπροσωπούσε ο λαός, και εντέλει, από τον 19ο αι. μέχρι σήμερα, αντί να εκλείψει, η μεσαιωνική αυτή, και όχι αστική, όπως νομίζεται, μορφή της εξουσίας –μαζί με τον αντίστοιχο νομικό/δικαιικό τρόπο του σκέπτεσθαι– αποτραβήχτηκε στα «υψηλά» της κοινωνίας, όπου και επικάθησε, ως άλλοθι των σύγχρονων μορφών εξουσίας και ως αυτό που επικαλούμαστε απέναντί τους, ως μια μακρινή όσο και αφηρημένη αρχή δικαίου, που εγγυάται τα υπέρτατα, τώρα, δικαιώματά μας, ως αυτό που όλοι λίγο πολύ συνηθίσαμε να θεωρούμε πως είναι το κράτος: μια νομικοπολιτική οντότητα.
β) Όμως η ενεργός, η κύρια, η καθαυτό νεωτερική και σύγχρονη μορφή εξουσίας δεν είναι η δικαιική εξουσία της Υπέρτατης Αρχής και η νομικοί της κώδικες, αλλά η πειθαρχική εξουσία. Μπορεί να αντλεί από το οπλοστάσιο της πρώτης το άλλοθι ή τις μορφές ολοποίησής της, αλλά η ίδια δεν είναι μια απόμακρη, αφηρημένη – τυπική, και «υψηλή» εξουσία. Ενσπείρεται, με εντελώς υλικό τρόπο, σε ολόκληρο τον πληθυσμό, εφαρμόζεται σε κάθε σημείο του, φτάνει εκεί που δεν φτάνει το κράτος και ο νόμος: είναι κοινωνικά εμμενής, ασκείται στο ίδιο μας το σώμα. Δεν μπορούμε, όπως κάνουμε με το κράτος, να την κλείσουμε έξω από τα σπίτια μας, έξω από τις πιο προ-σωπικές μας σχέσεις, ακόμη κι απ’ τις πιο στενά συγγενικές, κι από τις πιο προσωπικές μας στιγμές. (Αντίθετα, το ξέρουμε όλοι ότι μπορούμε να δίνουμε ή να δεχόμαστε κτυπήματα κάτω από τη μέση χωρίς το νομικό κράτος να μας παίρνει είδηση: μπορούμε να προσβάλουμε, να πληγώνουμε, να αδικούμε ή να βιαιοπραγούμε χωρίς να δικαζόμαστε ή να καταδικαζόμαστε).
Το σημαντικότερο όλων όμως είναι ότι η πειθαρχική εξουσία αγγίζει τις ίδιες μας τις σάρκες (το σώμα μας) και όχι μόνο: μπαίνει μέσα μας, ελέγχει τις σκέψεις και τις επιθυμίες που αναδεύονται εκεί, προσπαθεί να τις αλλάξει ή να τις χειραγωγήσει. Η πειθαρχική εξουσία, όπως κάθε εξουσία, για τον Φουκώ, πα-ράγει γνώση, με έναν κυκλικό, τρόπο: μια γνώση τέτοια που να την θεμελιώνει και να την στηρίζει. (Να γιατί ο λόγος των «ειδικών» συνιστά πάντα μέρος του προβλήματος και ποτέ της λύσης).
Εάν στην εξουσία της Υπέρτατης Αρχής αντιστοιχεί ο λόγος των νομικών, η πειθαρχική εξουσία παράγει τους σύγχρονους επιστημονικούς λόγους: των φυσικών επιστημών, της ιατρικής, της ψυχιατρικής. Η πειθαρχική εξουσία, στο πλαίσιο των «σχηματισμών λόγου», δηλαδή των συνθηκών δυνατότητας τον αποφάνσεων, των ευρύτερων, εξαιρετικά σύνθετων κοινωνικών συναρθρώσεων που διαχωρίζουν, ακριβώς, το αποφάνσιμο από το μη αποφάνσιμο, το διανοήσιμο από το αδιανόητο, παράγει «λόγους αλήθειας», οι οποίοι συμβάλλουν, με τη σειρά τους, στην υποκειμενοποίηση και στην εξατομίκευση –και άρα στη μεγαλύτερη δυνατή εμμένεια της εξουσίας.
Αν και ετερογενείς, οι δύο μορφές της εξουσίας δεν μας λυ-τρώνουν η μία από την άλλη. Η επίκληση των αρχών του δικαίου δεν μας απαλλάσσει από την καταπίεση των μορφών της πειθαρχίας και η υλικότητα, πάλι, της πειθαρχικής βίας δεν μας απαλλάσσει από τις νομικές εγκλήσεις, γιατί, απλούστατα, έχουμε να κάνουμε με την ίδια, σε κάθε περίπτωση, πραγματικότητα, με την ίδια, σε κάθε περίπτωση, εξουσία.
Πρόκειται για ένα συνδυασμό εξατομίκευσης και ολοποίησης των σχέσεων εξουσίας, αλλά μάλλον θα πρέπει να ξεκινήσουμε από το πρώτο: μάλλον θα πρέπει να δούμε την εξουσία ανοδικά, ξεκινώντας από τις επιμέρους σχέσεις εξουσίας που ασκούνται παντού μέσα στην καθημερινότητα και τις προσωπικές μας σχέσεις και που απλώς κωδικώνονται στο επίπεδο του κράτους. Δεν έχουμε μάλλον να κάνουμε με ένα υπαρκτό ή φανταστικό κέντρο απ' το οποίο διαχέεται και κατέρχεται η εξουσία (και το οποίο μπορούμε να καταλάβουμε, να καταστρέψουμε κλπ.), δεν υπάρχει, με άλλο λόγια, μια οντολογία της εξουσίας, αλλά μια τεράστια δικτύωσή της, η οποία ασκείται, όπως είπαμε, σε κάθε σημείο του κοινωνικού σώματος –όπου σημείο δεν είναι μόνον αυτό στο οποίο η εξουσία εφαρμόζεται αλλά, εξίσου, αυτό απ’ το οποίο εκπορεύεται: η εξουσία είναι σχεσιακή. Μιλάμε για μια μικροφυσική της εξουσίας, για την εξουσία, όπως λέει ο Φουκώ, στα τριχοειδή της αγγεία.
Πριν κλείσουμε αυτήν την, με μια ματιά, επισκόπηση του πεδίου της εξουσίας, θα πρέπει να τονίσουμε, ανάμεσα στις άλλες, μια βασική διαφορά ανάμεσα στην μεσαιωνική εξουσία της Υπέρτατης Αρχής και τις πειθαρχίες (την πειθαρχική εξουσία), διαφορά που θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα. Η εξουσία του μονάρχη, η εξουσία της Υπέρτατης Αρχής, ασκείται με αρνητικό τρόπο: εξουσία σημαίνει πως έχω τη δυνατότητα, αν το θέλω, να σου αφαιρέσω τη ζωή. Ο μονάρχης έχει την εξουσία γιατί κρατάει το σπαθί, με το οποίο μπορεί να στερήσει, όποτε θέλει, όποτε κρίνει ότι πρέπει, τη ζωή του υπηκόου: μπορεί να του πάρει το κεφάλι.
Η σύγχρονη, η πειθαρχική μορφή εξουσίας ασκείται θετικά! Δεν σου απαγορεύω κάτι, δεν σε απειλώ με τιμωρία σε περίπτωση παραβίασης της απαγόρευσης, σε προτρέπω: η εξουσία, από την κλασική εποχή και μετά –δηλ. μετά τον 17ο αι.– είναι είναι παραγωγική· επιτηρεί, ελέγχει, οργανώνει, ενδυναμώνει, επαυξάνει, υποβοηθά19. Ασχολούμαι με σένα γιατί νοιάζομαι για το καλό σου. Νοιάζομαι για σένα γι' αυτό και σε φροντίζω. Φροντίδα, λέει ο Φουκώ, ίσον εξουσία. Εξουσία και με τις δυο της όψεις: εξουσία αλλά και γνώση. Για να μπορώ να σε φροντίζω πρέπει να ξέρω για σένα. Ακόμη κι αυτά που αφορούν το σώμα σου, αυτά που συμβαίνουν μέσα σου, τις σκέψεις σου, τα συναισθήματά σου, τα πάθη σου, τα όνειρά σου. Η σωματική ή η ψυχική υγεία και η σεξουαλικότητα γίνονται το πλέγμα που απλώνεται παντού, η σαγήνη με την οποία μας πιάνει και μας φυλακίζει αυτή η «βιοπολιτική», ενώ ταυτόχρονα η πραγματικότητά τους, η πραγματικότητα της υγείας ή/και της σεξουαλικότητας, επινοείται από τους «λόγους αληθείας» που εκφέρουν οι νέες επιστήμες: η ιατρική, η ψυχιατρική, η ψυχανάλυση, η παιδαγωγική. Το «ενδιαφέρον» της εξουσίας για μας μας προτρέπει στη θέση των παλιών μορφών απαγόρευσης και καταστολής– να μιλάμε, και όχι να μη μιλάμε. Να μιλάμε διαρκώς: για το σεξ, για τον εαυτό μας, για ό, τι συμβαίνει μέσα μας, μέσα στο σπίτι μας, στη δουλειά μας, στην πνευματική μας ζωή. Να τα καταγράφουμε, να απευθυνόμαστε στους ειδικούς. Αυτός που ακούει –και όχι αυτός που μιλάει– ανήκει στην πλευρά της εξουσίας, αυτός από τον οποίο αποσπάται η ομιλία –και όχι αυτός που ακούει– είναι ο εξου-σιαζόμενος. (Άραγε για ποιον γράφουμε αυτήν την ώρα;). Εξάλλου, το πρότυπο εδώ είναι αυτό το οποίο εισήγαγε στην αν-θρωπότητα –εκτός από την ηθική του– ο χριστιανισμός, και το οποίο, σε αντίθεση με τον αρνητικό τρόπο εκφοράς της μεσαιωνικής ηθικής, εκφράζει μιαν εξουσία, η οποία:
α) Εκδηλώνει έντονο ενδιαφέρον για το καλό, για την σωτηρία –εδώ τη σωτηρία με την κοσμική, οικονομική κλπ. διάσταση– των ατόμων.
β) Είναι υπηρετική του ποιμνίου: δεν διατάζει αλλά διακονεί.
γ) Δεν μεριμνά μόνο για το σύνολο της κοινότητας, αλλά για το κάθε μέλος ξεχωριστά, εξατομικευμένα.
δ) Για να ασκηθεί θα πρέπει να γνωρίζει τον υπηρετούμενο μέχρι τα μύχιά του.
Αν νοιάζομαι και αν είμαι υπεύθυνος για την ψυχή σου πρέπει να τη γνωρίζω μέχρι τα βάθη της. Και για να τη γνωρίζω πρέπει εσύ να μου μιλήσεις, χωρίς ενδοιασμούς, γι’ αυτήν, πρέπει να σου αποσπάσω κάθε δυνατή πληροφορία.
Το σημαντικό είναι ότι, σύμφωνα με τον Φουκώ, ο εγκλεισμός του εγκληματία, ο οποίος, αντί να εκτελείται ή να υφίσταται βασανι-στήρια μπαίνει πλέον σε ένα λεπτολόγο σωφρονιστικό πρόγραμμα με σκοπό την ψυχολογική χειραγώγηση, την αναμόρφωση και την επανένταξη, έγινε, από το 18ο αι. και μετά, το πρότυπο για μια σειρά τόπων ελέγχου – εγκλεισμού, όπως και για το σύνολο του πειθαρχικού μοντέλου εξουσίας: στρατώνες, σχολεία, νοσοκομεία, εργοστάσια. Οι νέες τεχνολογίες της εξουσίας, θετικές και παραγωγικές, αυτές οι πειθαρχίες του σώματος, συνιστούν μια ανατομικο–πολιτική, η οποία διαχέεται από το ένα έως το άλλο άκρο της κοινωνίας.
Τι είναι το σχολείο; Είναι μόνον αυτό που λέει ότι είναι ή μήπως και αυτό που δεν λέει ότι είναι; Προφανώς, δεν θα μπορούσε να είναι το δεύτερο χωρίς το πρώτο, ένας μηχανισμός καταπιεστικός δίχως ένα είδος προτάγματος, δίχως την πλαισίωσή του από μιαν ευρύτερη στρατηγική. Είναι όμως το δεύτερο;
Α. Αυτό που λέει ότι είναι. Ο Φουκώ δεν ισχυρίζεται ότι οι πειθαρχίες (οι πειθαρχικές εξουσίες) είναι μονοδιάστατα τελεολο-γικές, δίχως, θα λέγαμε, ιδεολογικό περίβλημα. Οι «πειθαρχίες» δεν συντίθενται από απλές και καταγεγραμμένες σχέσεις εξουσίας, αλλά αποτελούν ένα αληθινό πλέγμα μέσα στο οποίο, πλάι στις σχέσεις εξουσίας, συνυπάρχουν ικανότητες και δεξιότητες που ασκούνται στο πλαίσιο ενσυνείδητων – σκόπιμων δραστηριοτήτων, όπως είναι αυτή της διδασκαλίας και της μάθησης, επίσης μορφές επικοινωνίας, γλωσσικής και όχι μόνον.
Εάν λοιπόν το σχολείο ισχυρίζεται ότι θέλει να μάθει στα παιδιά γράμματα, θα πρέπει να το πιστέψουμε. (Εξάλλου το σχολείο, ως θεσμός πειθαρχικής εξουσίας, παράγει τους δικούς του λόγους αληθείας). Από την άλλη όμως, δεν θα πρέπει να μείνουμε εκεί.
Β. Αυτό που δεν λέει ότι είναι. Σύστημα πειθαρχικής εξουσίας. Κι αυτό γιατί εμφανίζει όλα τα δεδομένα ενός τέτοιου συστήματος:
α) Μια κατανομή με βάση τον χώρο (κατανομή του χώρου και κατανομή των ανθρώπων με βάση τον χώρο).
β) Μια κατανομή με βάση τον χρόνο (κατανομή του χρόνου και κατανομή των ανθρώπων με βάση τον χρόνο).
γ) Μια κατανομή της δραστηριότητας (μετατροπή της γνώσης σε διαδικασία, κατανομή της διαδικασίας σε γυμνάσια, σε ασκήσεις κλι-μακούμενης δυσκολίας).
δ) Μια σύνθεση των δυνάμεων (εξατομίκευση της πειθαρχίας, εξατομίκευση των προσώπων, αλλά και συνδυασμένη δράση των μο-νάδων με σκοπό τη μέγιστη δυνατή παραγωγή έργου).