Ισπανία, Espana, ένα όνομα τόσο αρχαίο, όσο και οι Φοίνικες: i-spn-ya –στη σημιτική τους γλώσσα- σημαίνει διάφορες έννοιες· «κουνέλι», αλλά και «βορράς»1 -λέξη που όριζε γεωγραφικά αυτήν την ευρωπαϊκή γη, σε σχέση με τις αφρικανικές κτήσεις τους. Αυτήν τη θεωρία συνοδεύει κι
εκείνη της ονομασίας του γειτονικού Αλγκάρβε (Algarve), της νότιας Πορτογαλίας: ένα αραβικό ουσιαστικό με οριστικό άρθρο, το οποίο σηματοδοτεί το «δυτικό σημείο όπου έφτασε το ισλάμ». Οι Ρωμαίοι, πάντως, κληρονόμησαν από τους Καρχηδόνιους το λήμμα Hispania, με τη σημασία της «παράκτιας περιοχής με κουνέλια». Στην Αναγέννηση, ο Αντόνιο δε Νεμπρίχα (Antonio de Nebrija) –ο οποίος συνέγραψε την πρώτη
γραμματική και το λεξικό της ισπανικής γλώσσας- υποστήριξε ότι η ονομασία της Ισπανίας προέρχεται από την Ιβηρική λέξη Hispalis, που σημαίνει: «πόλη της Δύσης», ενώ ο συγγραφέας του Διαφωτισμού, Χουάν Αντόνιο Μογγέλ (Juan Antonio Moguel) –ανάγει το όνομα της χώρας του στις βασκικές λέξεις: Iz y bania, οι οποίες δηλώνουν τη γεωγραφική έννοια: «κατακερματισμένη από τη θάλασσα». Πολύ νωρίτερα βέβαια, οι Βισιγότθοι είχαν χρησιμοποιήσει αυτόν το γεωγραφικό όρο με πολιτική
χροιά: (H)laus [=κλήρος γης] Hispaniae, όπως αναφέρει ο Ισπανο-Γότθος Αρχιεπίσκοπος Ισίδωρος της Σεβίλλης στο ιστορικό του έργο με το λατινικό τίτλο: Historia de regibus Gothorum, Vandalorum et Suevorum (έτος 624 μ.Χ.) Η ουρανικοποίηση του n δημιούργησε το n μπροστά στο
φώνημα –ia. Το N που αποτελεί πολιτιστική κληρονομιά αυτού του πολύπλευρου πολιτισμού. Espana, λοιπόν! Ισπανία!
Περίπου 1.000.000 χρόνια2 έχουν περάσει, από τότε που ο Homo antecessor πρωτοκατοίκησε την Ιβηρική, ενώ ο Homo sapiens ξεκινά την ιστορία της τέχνης με τις σπηλαιογραφίες του στην Αλταμίρα (Altamira), που ανήκουν στη Μαγδαλινιαία περίοδο, πριν από 15.000
χρόνια κατά προσέγγιση. Οι γηγενείς λαοί της Ιβηρικής – συνεχιστές του προϊστορικού ανθρώπου- δημιουργούν από την 5η χιλιετία μεγαλιθικό πολιτισμό και αργότερα γραπτά μνημεία, και αναφέρονται από τον Έλληνα γεωγράφο Στράβωνα, τον 1ο αι. π.Χ./μ.Χ, ο οποίος περιγράφει την πόλη της Ταρτησσού (Tartessos), στην ευρύτερη θέση της σημερινής Σεβίλλης, που αναπτύχθηκε από την 2η-1η χιλιετία π.Χ.
Οι Έλληνες, όμως, από τη Φώκαια, είχαν δημιουργήσει αποικίες στην Ιβηρική (Akra Leuke, Ampurias, Hemeroskopion, Rosas), ήδη από τον 6ο αι. π.Χ., ενώ οι Κέλτες και οι Φοίνικες είχαν εγκατασταθεί από την 1η χιλιετία π.Χ. Το 218 π.Χ. Οι Ρωμαίοι –που είχαν ήδη κατακτήσει τους Έλληνες- εγκαθίστανται στην Ιβηρική, όπου θα έμεναν μέχρι και τον 5ο αι. μ.Χ. Σε αυτούς οφείλεται η σημερινή ισπανική γλώσσα, με τις
ελληνικές, βισιγοτθικές και αραβικές επιρροές, την ιστορία των οποίων θα δούμε στη συνέχεια. Ακριβώς εξακόσια χρόνια αργότερα, τον χειμώνα του έτους 418 μ.Χ., οι Βισιγότθοι ιδρύουν το Τολέδο ως πρωτεύουσά τους, με επίσημη θρησκεία τον Αρριανισμό, ενώ αργότερα θα ασπαστούν τον Καθολικισμό, το έτος 587. Εσωτερικές ίντριγκες, όμως, σε συνδυασμό με τη λαϊκή δυσφορία λόγω της διακυβέρνησής τους θα διευκολύνουν τους Μουσουλμάνους από το Μαρόκο (moros) να κατακτήσουν το Γιβραλτάρ και στη συνέχεια την Ανδαλουσία και το μεγαλύτερο μέρος της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, ιδρύοντας το Al-Andalus –την Ανδαλουσία του φωτός και του πολιτισμού, την εποχή που η υπόλοιπη
Ευρώπη βυθίζεται στο σκοτάδι του Μεσαίωνα. Βρισκόμαστε στο έτος 711. Από τότε και μέχρι το 1492, η Ιβηρική θα αποτελέσει το θεματοφύλακα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και τον πυρήνα εκκίνησης των επιστημών, μέσα από τις αραβικές μεταφράσεις των έργων του Αριστοτέλη και με τις επιστημονικές και τεχνολογικές
προόδους εκείνης της εποχής.
Κι έτσι, διαιρείται ο Μεσαίωνας σε τρεις περιόδους: τον Πρώιμο Μεσαίωνα, που στην Ισπανία ονομάζεται Υψηλός (Alta Edad Media), τον Ώριμο, (δηλ. Plena Edad Media) και τον Ύστερο Μεσαίωνα, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως Χαμηλός (Baja Edad Media). Κατά την πρώτη περίοδο –όταν οι Βισιγότθοι ιδρύουν το Τολέδο, όπου αναπτύσσουν τη δική τους λατινική- βισιγοτθική γραφή- οι Βάνδαλοι, από την άλλη πλευρά της
Ιβηρικής Χερσονήσου, στην Πορτογαλία, ιδρύουν το δικό τους βασίλειο στην αρχαία επαρχία της Γαλικίας, (Gallaecia), με πρωτεύουσα την Μπράγα (Braga). Ο Αρχιεπίσκοπος Ισίδωρος της Σεβίλλης αναφέρει ότι «ο βασιλιάς Λεοβιχίλδος (Leovigildo) των Βισιγότθων ήταν ο πρώτος που κατείχε τη μοναρχία ολόκληρης της Ισπανίας [εκδιώκοντας τους Βυζαντινούς από τις κτήσεις τους], την οποίαν περιβάλλει ο Ωκεανός, πράγμα που δεν κατόρθωσε κανείς από τους προγόνους του». Αργότερα, ο Ρεκαρέδο (Recaredo) ασπάστηκε τον Καθολικισμό. Από τότε, οι Σύνοδοι του Τολέδο αποτέλεσαν όργανο πολιτικό και θρησκευτικό με τη συμμετοχή του βασιλιά, των ευγενών και των επισκόπων ολόκληρης της Ισπανίας.
Σε αυτό το σημείο, η περίοδος του Πρώιμου Μεσαίωνα διαιρείται σε δύο υποπεριόδους: εκείνη της ισλαμικής Ανδαλουσίας που ίδρυσε το 711 ο Βερβερίνος στρατηγός Τάρικ (Tariq ibn-Ziyyad) –του οποίου το όνομα φέρει το Γιβραλτάρ (Jabal at-Tariq)- και την άλλη της Σεπτιμάνια (Septimania), στα Β.Α. Πυρηναία –όπου διατηρήθηκε η αντίσταση των Βισιγότθων, οι οποίοι τελικά είτε ασπάστηκαν στι Ισλάμ κι ονομάστηκαν muladi, -es (μουλαδί, -ες), είτε απλά αναγνώρισαν τις μουσουλμανικέςΠαρ’ όλα αυτά, όμως, ο «γοτθικισμός» (goticismo) των μεταγενέστερων χρονικών ερμηνεύεται από τους φιλολόγους ως η έναρξη της ανάκτησης των χριστιανικών γαιών (Reconquista) –η οποία, όμως, θα ξεκινήσει επίσημα αρκετά αργότερα (το έτος 1094, με τον Σιδ, και θα ολοκληρωθεί το 1492, με τους Καθολικούς Βασιλείς). Η παρουσία εκείνων των (Βισι)Γότθων στα Πυρηναία, αποτέλεσε τη βάση των αποστολών του Καρλομάγνου ενάντια στο Εμιράτο της Κόρδοβας, ο οποίος έθεσε εκείνους τους χριστιανικούς πληθυσμούς στην υποτέλειά του (Francia Occidentalis), μέχρι την εποχή που η φεουδαρχία διέλυσε την καρολίγγεια δυναστεία. Την ίδια ονομασία φέρει σήμερα η μεσαιωνική (μικρογράμματη) γραφή των κειμένων εκείνης της εποχής, που ονομάζεται Καρολίγγεια Αναγέννηση.
Το έτος 756, ο Χαλίφης των Ομεϋαδών Αμπντερραχμάν ο 1ος (Abderrahman I), που είχε επιβιώσει από την καταστροφή που επέφερε η δυναστεία των
Αββασιδών, ίδρυσε το Εμιράτο της Κόρδοβας, το οποίο παρέμεινε ανεξάρτητο από το Χαλιφάτο της Βαγδάτης, και η πρωτεύουσά του έγινε αργότερα μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της δυτικής Ευρώπης, με εντυπωσιακή οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική κι επιστημονική ανάπτυξη, δικαιολογώντας έτσι το χαρακτηρισμό των «Σκοτεινών Αιώνων» του Δυτικού κόσμου, που ακολούθησαν την Καρολίγγεια εποχή.
Η καθημερινή ζωή των δυτικών χωρικών έχει καταγραφεί ελάχιστα σε σύγκριση με εκείνη των ευγενών αυτής της εποχής. Οι λίγες γραπτές μαρτυρίες για τις κατώτερες τάξεις χρονολογούνται από τον 9ο αιώνα, όταν ξεκινά ο προσκυνηματικός Δρόμος του Αγίου Ιακώβου (Camino de Santiago), το έτος 821, ως χριστιανική αντίσταση της βόρειας Ιβηρικής, ενάντια στη μουσουλμανική Ανδαλουσία του Νότου. Οι περισσότερες από τις περιγραφές αυτές προέρχονται είτε από νομικά έγγραφα, είτε από γραπτά προσώπων της υψηλής τάξης.