Π Ρ Ω Τ Η Π Ρ Α Ξ Η
Η ΤΡΟΧΙΑ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ
(Πριν ανοίξει η αυλαία ο Τέντι στέκεται στη σκηνή κι
έχει το ρόλο του αφηγητή).
ΤΕΝΤΙ: Όλοι λένε πως θυμούνται, που
βρισκόντουσαν όταν έμαθαν για την επίθεση στο
Περλ Χάρμπορ1. Εγώ βρισκόμουν εδώ, σε αυτό το
διαμέρισμα. Ακόμα κι αν εκείνο το πρωινό του
Δεκέμβρη, του 1941, οι Ιάπωνες δεν είχανε επιτεθεί
στις ναυτικές μας βάσεις στον Ειρηνικό, θα ήτανε μια
ημέρα που δε θα την ξεχνούσα ποτέ. Ήμουνα τότε
μαθητής της τελευταίας τάξης του σχολείου και
αρκετά θρασύς, ώστε να ζητήσω μια συνέντευξη από
τον σπουδαίο ηθοποιό, σεναριογράφο και σκηνοθέτη
Τζόζεφ Ράμπερι. Μια συνέντευξη, ώστε να ήτανε
μέρος μιας σχολικής μου εργασίας. Κι εκείνος
δέχτηκε. Είχα τότε την αφέλεια και την άγνοια
κινδύνου, που με οδηγήσανε να φανώ πολύ αγενής.
Αν πραγματικά γνώριζα την καλλιτεχνική του αξία,
δε θα τον πλησίαζα καν, όσο προσφιλής κι αν ήτανε
απέναντί μου. Είναι μερικά πράγματα που καλό είναι
να τ’ αντικρίζουμε από μακριά. Κι ο Τζόζεφ Ράμπερι
είναι πολύ πολύτιμος για την τέχνη του
κινηματογράφου. Τον γνώρισα στην παρακμή του.
Θα τον συναντούσα κι έπειτα από χρόνια πάλι.
Κάποιος είχε πει, τη δεκαετία του ’20, ότι ο ομιλών
κινηματογράφος δε θα έχει κανένα μέλλον. Κι
όμως… Έπεσε έξω στην πρόβλεψή του. Μέλλον δεν
είχανε εκείνοι που μας σύστησαν το βουβό
κινηματογράφο, εκείνοι οι αστέρες που δεν μπόρεσαν
να συμβιβαστούν με το νέο είδος και το πέρασμά
τους στον ομιλούντα έγινε με ελεύθερη πτώση και οι
περισσότεροι σπάσανε τα μούτρα τους. Η τροχιά και
του Τζόζεφ Ράμπερι, όταν ο ήχος εισχώρησε στο
φιλμ, ήτανε προδιαγραμμένη. Κι εγώ, ο αφελής
νεαρός, εκείνη τη μέρα που θα άλλαζε τη χώρα, αλλά
και τον κόσμο ολόκληρο ήρθα να του το
υπενθυμίσω… Πεσμένος αυτός, εγώ τον χτύπησα
περισσότερο… Μα κάτι καλό βγήκε από τη γνωριμία
μας, κάτι που θα το καταλαβαίναμε μετά από
χρόνια… Όταν θα αποφάσιζα κι εγώ ν’ ασχοληθώ με
τον κινηματογράφο.
(Ανοίγει η αυλαία).
Σ κ η ν ή: Ο χώρος του γραφείου του διαμερίσματος
του Τζόζεφ Ράμπερι (Rubbery, στην κυριολεξία
ελαστικός) σε μια πολυσύχναστη λεωφόρο της Νέα
Υόρκης, στο Μανχάταν. 7 Δεκεμβρίου 1941. Μεσημέρι
13:35.
Το διαμέρισμα, που βρίσκεται στον δέκατο έκτο όροφο
ενός ουρανοξύστη όταν χτίστηκε τη δεκαετία του ’20,
πριν το οικονομικό κραχ του 1929, απόπνεε την
πολυτέλεια και τη σύγχρονη άνεση. Πλέον όμως στο
χώρο είναι διάχυτη η αίσθηση της ακαταστασίας και
της εγκατάλειψης και γενικότερα της παραίτησης να
εκμεταλλευτεί ο ένοικος τού διαμερίσματος την άνεση,
τη θαλπωρή και την ηρεμία που μπορεί να του
προσφέρει. Σκόνη παντού και τοίχοι λερωμένοι.
Αριστερά μια πόρτα που οδηγεί στο υπόλοιπο σπίτι
και δεξιά η εξώπορτα. Στη μέση υπάρχει ένα
παράθυρο που απ’ έξω διακρίνονται ουρανοξύστες. Η
μέρα είναι γκρίζα και κρύα. Μπροστά από το
παράθυρο μια καρέκλα και πιο μπροστά ένα ξύλινο
τραπέζι, που χρησιμοποιείται για γραφείο. Πάνω
υπάρχουν δύο κορνίζες με φωτογραφίες όπου
απεικονίζονται οι δύο γιοι του. Χαρτιά διασκορπισμένα
πάνω του. Μπροστά από το τραπέζι δύο καρέκλες
φανερά φθαρμένες στο χρώμα, καθώς και η ξύλινη
επένδυση ξεφλουδισμένη σε πολλά σημεία. Κανένα
άλλο έπιπλο, κανένα διακοσμητικό που κάνουν το
χώρο να μοιάζει ακόμα πιο παγερός, ακόμα και το
μικρό χαλί που πιάνει μόνο μια μικρή επιφάνεια του
πατώματος δε δίνει καμία αίσθηση ζεστασιάς.
Μπαίνουν ο μάνατζέρ του, Σίμον Άγκμποτ και ο
μαθητής, της τελευταίας τάξης του λυκείου, Τέντι.
Ο Σίμον Άγκμποτ είναι λίγο πιο πάνω από πενήντα
ετών. Μάνατζερ, αλλά πρωτίστως φίλος του Τζόζεφ,
πολλά χρόνια δίπλα του σε όλες τις δυσκολίες και με
καμία διάθεση να τον παρατήσει για να σώσει και τη
δική του καριέρα, αλλά και την ίδια του τη ζωή από την
καταστροφή που φαίνεται να έρχεται. Είναι η λογική
φωνή, που όμως η άποψη του δύσκολα συμπίπτει με
ό,τι έχει στο μυαλό του ο Τζόζεφ. Αμερικανός Εβραίος,
που όμως την πολιτική την αντικρίζει από μακριά σα
να μην τον αγγίζει ό,τι συμβαίνει γύρω του, σα να έχει
τάξει όλες τις δυνάμεις του για το καλό του Τζόζεφ
και ο σκοπός της ύπαρξής του συμπυκνώνεται στην
οικονομική και καλλιτεχνική σωτηρία του φίλου του.
Ο Τέντι μαθητής της τελευταίας τάξης του σχολείου.
Έχει περασμένη στο λαιμό του μια φωτογραφική
μηχανή και κρατά ένα τετράδιο. Εκ πρώτης δεν
περνιέται για πολύ έξυπνος, σκέφτεται και δρα αργά,
αλλά μοιάζει μ’ εκείνα τα παιδιά που με λίγη προσοχή,
περισσότερη προσπάθεια και αρκετό πείσμα μπορούν
να πετύχουν και να προοδεύσουν.
ΣΙΜΟΝ: Περάστε. Περιμένατε πολύ ώρα απ’ έξω;
ΤΕΝΤΙ: (Κοιτάει το ρολόι του). Τριάντα πέντε λεπτά.
Είχαμε πει στη μία. Ανέβηκα ως εδώ, χτύπησα το
κουδούνι, αλλά δε μου άνοιξε κανένας. Ο θυρωρός
του κτηρίου τον κάλεσε από το θυροτηλέφωνο, αλλά
και πάλι δεν απάντησε.
ΣΙΜΟΝ: Ίσως είναι στο δωμάτιό του και εργάζεται.
Θα διαβάζει κάποιο σενάριο ή θα κάνει διορθώσεις ή
μπορεί να ξεκίνησε να γράφει κάτι καινούργιο. (Βάζει
τα χέρια μπροστά από το στόμα του για ν’ ακουστεί
περισσότερο και φωνάζει). Τζόζεφ, Τζόζεφ.
ΤΕΝΤΙ: Αν ενοχλώ μπορώ να φύγω. Αλλά θα είναι
δύσκολο να έρθω πάλι πριν από τις διακοπές των
Χριστουγέννων αυτήν την ώρα. Θα πρέπει να με
δεχτεί το απόγευμα.
ΣΙΜΟΝ: Δώσατε ραντεβού στη μία για συνέντευξη;
ΤΕΝΤΙ: Μάλιστα.
ΣΙΜΟΝ: Αν μου επιτρέπετε, πώς κανονίσατε τη
συνέντευξη; Ρωτώ επειδή είμαι ο μάνατζέρ του και
συνήθως εγώ κανόνιζα… Δηλαδή, εγώ κανονίζω τις
συνεντεύξεις του και δε μ’ ενημέρωσε καν.
ΤΕΝΤΙ: Είστε ο Σίμον Άγκμποτ;
ΣΙΜΟΝ: Ναι. (Με ευχάριστη έκπληξη). Εκτός από την
ύπαρξή μου, γνωρίζετε και τ’ όνομά μου;
Εντυπωσιάζομαι.
ΤΕΝΤΙ: Μα τι λέτε; Ερεύνησα πολύ τη ζωή του
Τζόζεφ Ράμπερι πριν τολμήσω να του ζητήσω
συνέντευξη. Και αργότερα, όταν δέχτηκε, έψαξα
πολύ για να προετοιμάσω τις σωστές ερωτήσεις.
ΣΙΜΟΝ: Πώς όμως καταφέρατε και τον εντοπίσατε
και δέχτηκε κιόλας να δώσει συνέντευξη; Μα πού
είναι όμως; Μήπως έφυγε;
ΤΕΝΤΙ: Θα τον έβλεπε ο θυρωρός αν έφευγε και θα
μου το έλεγε.
ΣΙΜΟΝ: Για να φύγει πρέπει να έχει γυρίσει από το
χθεσινοβραδινό πάρτι που ήτανε. Μα δεν ξέρετε τι
είναι αυτός… Μπορεί ν’ άνοιξε μια ομπρέλα και να
πήδηξε από το παράθυρο.
ΤΕΝΤΙ: Μα είμαστε στον δέκατο έκτο όροφο.
ΣΙΜΟΝ: Τότε μπορεί να έπεσε με αλεξίπτωτο.
(Φωνάζει). Τζόζεφ, Τζόζεφ. (Προς τον Τέντι). Λοιπόν;
ΤΕΝΤΙ: Τι κύριε Άγκμποτ;
ΣΙΜΟΝ: Πώς κανονίσατε τη συνέντευξη;
ΤΕΝΤΙ: Α, ήτανε ένα απόγευμα κι εγώ τελείωνα από
την προπόνηση μου.
ΣΙΜΟΝ: Κάνετε πυγμαχία;
ΤΕΝΤΙ: Ποιος, εγώ; Όχι, όχι. Θέλω να μπω στην
ομάδα χόκεϊ του σχολείου. Είμαι στην τελευταία τάξη
και έτσι ίσως μπορέσω να πάρω υποτροφία για το
κολλέγιο.
ΣΙΜΟΝ: Πηγαίνετε ακόμα σχολείο;
ΤΕΝΤΙ: Ναι, φέτος τελειώνω.
ΣΙΜΟΝ: Α, κατάλαβα και για να έχετε κάποιο
μεροκάματο δουλεύετε και σε εφημερίδα. Και για
ποια εφημερίδα εργάζεστε;
ΤΕΝΤΙ: Μα δεν εργάζομαι σε εφημερίδα, αυτό σας
εξηγώ. Θέλω τη συνέντευξη για μια σχολική εργασία
που κάνω. Περνούσε που λέτε ο κύριος Ράμπερι, έξω
από το γήπεδο του χόκεϊ. Και τον αναγνώρισα.
Ντράπηκα λιγάκι μα τον πλησίασα. Ήτανε σα να
είχα μείνει από καύσιμα στο αυτοκίνητο σ’ ένα έρημο
δάσος και ξαφνικά ένα μανιτάρι γινότανε αντλία για
βενζίνη. Θέλω να εντυπωσιάσω τον καθηγητή μου
και μια μαρτυρία του κυρίου Ράμπερι, φυσικά θα
ανέβαζε το βαθμό μου.
ΣΙΜΟΝ: (Με έντονη απορία). Και δέχτηκε να σας
μιλήσει;
ΤΕΝΤΙ: Μα κι εγώ δεν το περίμενα. Μου αρκούσανε
λίγα πράγματα να μου πει, αλλά όχι, επέμενε να
κάνουμε κανονική συνέντευξη.
ΣΙΜΟΝ: Πότε τον βρήκατε και κανονίσατε;
ΤΕΝΤΙ: Πριν μία εβδομάδα ακριβώς. Την πρώτη
Δεκεμβρίου και μου είπε: (Προσπαθεί να μιμηθεί τη
φωνή του και τις αστείες κινήσεις του Ράμπερι). Στις
εφτά του μηνός στη μία η ώρα να έρθεις από το σπίτι
μου. Μου έδωσε και τη διεύθυνση. Βέβαια ούτε ο
καθηγητής ούτε οι συμμαθητές μου με πιστέψανε. Γι’
αυτό έχω μαζί μου και τη φωτογραφική μηχανή.
Αφήστε που πολλοί νομίζανε ότι έχει πεθάνει.