— Την ώρα δεν έβλεπα νάρθης, να μου τα πης, λέγω του φίλου μου τις προάλλες, ό,τι μεταγύρισε από πεταχτό ταξίδι ως την Κρήτη.
— Μην το θαρρής δα πως είνε κ’ εύκολο να τα περιγράψω, μάλιστα καταπώς τόκαμ’ αυτό το ταξίδι. Μήτε μολύβι, μήτε χαρτί. Έτσι, με τα μάτια και με το νου, αρπαχτά – απολογιέται ο λιοκαμένος μου φίλος.
– Και τι καλλίτερο; ζωντανά πράματα? τα γραμμένα τα βρίσκουμε κι απ’ αλλού. Να μου τα πης όμως με το νυ και με το σίγμα. Έτσι, να θαρρέψω πως ταξιδεύω κ’ εγώ στην Κρήτη.
— Αυτό να το βγάλης από το νου σου? αδύνατο. Ο μεγαλήτερος ο τεχνίτης ένα πράμα ξέρει και παρασταίνει με τρόπο που χωρεί στο νου σου καταπώς είνε – τον άνθρωπο και τανθρώπινα. Τάλλα, ταπέξω, τοποθεσίες και θέες, ό,τι θέλει ας κάμη, πλανερά θα τα παραστήση. Όχι πως δεν τάχει αυτός αληθινά εικονισμένα μέσ’ στο δικό του το νου? αυτός τα φυλάει μια μορφιά στοιβασμένα. Η δική σου όμως η φαντασία, μια και ταποδεχτή στα φτερούγια της, παίρνει δρόμο και τα κολνάει όπου της κατέβη. Μήτε όπου της κατέβη, παρά όπου το μνημονικό σου τηνε φυσήξη. Ας καθίσω τώρα εγώ κι ας σου παραστήσω, να πούμε, την Κάντανο. Θα ξυπνήσουνε μέσα σου μύριες παλιές σκηνές ανάλογες, θαρπάξη η φαντασία του μια ή και πιώτερες, και θα σου σκαρώση μιαν Κάντανο, που να τηνε δης την αληθινή καμιά μέρα, θα γελάς με την ψεύτικη την εικόνα που είχες παρμένη από τον τεχνίτη σου. Για δαύτο κι ο τεχνίτης, ξέροντάς το αυτό που σου λέω,
τι κάμνει; Όλο ανάλογα ξετρυπώνει και βρίσκει, να σου παραστήση με κάποια αλήθεια το τι δεν είδες. Όλο εικόνες και σύγκρισες.
— Απελπισιά το λοιπόν! Κάνω του φίλου μου. Κι ως τόσο δε μ’ έπεισες. Ο καλός ο τεχνίτης ποτές δε σφάλλει. Δεν πάω να πω πως δεν είσαι καλός τεχνίτης? μια όμως κι ανέβασες το ζήτημα στ’ αψηλά, πρέπει να σου αποδείξω πως λαθεύεις. Κοίταξε τον Όμηρο…
— Γεια σου, τον Όμηρο, αντισκόβει ο φίλος. Πού και πότε είναι μεγάλος ο πατέρας της τέχνης κι αληθινός; Όταν ιστορή ανθρώπινες πράξες κι ανθρώπινους λογισμούς. Σε κάμνει και τα νοιώθεις κατάβαθα κι αυτά και ταπόκρυφά τους τα ελατήρια. Γίνεται η ψυχή σου ένα μαζί τους. Σε συνεπαίρνει μ’ αυτόν τον τρόπο κι ο Όμηρος κι ο Σαιξπήρος κι όλοι τους, επειδή μέσ’ από τα φυλλοκάρδια σου το παίρνουν το υλικό τους. Την ψυχή σου ιστορούνε. Πάρε όμως δυο καλούς ζουγράφους? φαντάσου πως δε διά8
βασαν ποτές τους μήτ’ Όμηρο μήτε Ντάντε. Βάλ’ τους να διαβάσουν. Κλείσ’ τους έπειτα μέσα σε ξέχωρες κάμαρες, και πες τους να ζουγραφίσουν, ας πούμε το νησί της Καλυψώς κ’ έναν κύκλο της Κόλασης, καταπώς τα παράλαβαν από τον Όμηρο κι από τον Ντάντε. Πάρ’ τις εικόνες τους ύστερα και κάμε σύγκριση.
— Κατάλαβα, του είπα, πρέπει να πάω και γω στην Κρήτη και να τα δω. Κρίμας τη λαχτάρα που σ’ απάντεχα τόσον καιρό να τακούσω.
— Να σου πω τι θα κάμω, αποκρίνεται ο φίλος με χαμόγελο παρηγορητικό. Θα σου περιγράψω άκρες μέσες ό,τι μου πέση εύκολο, αφού και τεχνίτης δε λέγω πως είμαι. Να μη γεμίσω και το νου σου ψεύτικες ζουγραφιές. Έπειτα θα σου δηγηθώ ένα πολύ περίεργο ιστορικό που τάκουσα εκεί κάτω, και που ίσως σου παραστήση μιαν όψη της Κρητικής της ζωής.
— Λαμπρά. Και σε τι γλώσσα, να πούμε;
— Σε τι γλώσσα; Να, σ’ αυτή τη γλώσσα που σου μιλώ. Αγκαλά εκείνος που μου τα διηγήθηκε –ένας δικηγόρος σπουδασμένος, αν αγαπάς, στην Αθήνα,– παράχωνε κάπου και μερικές φρασούλες της καθαρεύουσας, σαν ξένος που είμουνα, βλέπεις.
— Λοιπόν όχι στο Κρητικό το ιδίωμα!
— Άλλο πάλε αυτό! Κ’ ήθελες τάχα να τη χάψω μέσα σε δέκα μέρες τη γλώσσα τους; Το πολύ, να σου πω μερικές λέξες. Να! Σαν τουφεκίσουν κανένα, λεν πως του «παίξανε μια μπαλλοτέ».
— «Μπαρουθιά» τόξερα γω. Έτσι τόλεγαν οι Σφακιανοί μια φορά. Πήγες και στα Σφακιά;
— Δεν μπόρεσα ως εκεί. Άλλη ιστορία.
— Του κάκου? μαζί να ξαναπάμε? ν’ ανεβούμε τότε και στα Σφακιά, ν’ ακούσουμε και τα χαριτωμένα τραγούδια τους, αφού οι «μπαρουθιές» τους παν πια και πάνε, δόξα νάχη ο Θεός. Το θυμάσαι το λιανοτράγουδο;
Το κυπαρίσσι ρέγουμαι,
Το μυρισμένο ξύρο,
Οπού σου μοιάζει, μάθια μου,
Στο μάκρος και στο ψήρο.
— Καθώς βλέπω, δουλειά δε θα κάμουμε, λέει ο φίλος ανυπόμονα.
— Τώρα κι ομπρός λοιπόν, του απαντώ, εγώ σωπαίνω και συ λαλείς.
Κι αρχίζει ο φίλος.
— Από τα Χανιά ξεκινήσαμε με μουλάρια, ο αγωγιάτης –ένας ως εκεί απάνω– κ’ εγώ. Είχαμε γράμματα για τον Πέτρο το Μελουδάκη, νομικό στην Αγιά Ειρήνη. Μήτε τουφέκι, μήτε μαχαίρι, μήτε ραβδί μαζί μας δεν πήραμε. Κάμποσοι Οθωμανοί στα ξώχωρα, κ’ είχαν πιασμένες τις κοντορραχούλες, με τα τουφέκια στον ώμο. Κατέβηκ’ ένας τους, μου ζήτησε καπνό, τούδωκα μερικά τσιγάρα, τέλειωσε. Παρακείθε, μήτε ψυχή Οθωμανός. Πήραμε τα μονοπάτια, αρχίσαμε τανέβασμα, και το πρώτο πράμα πούπιασε
το μάτι μου, εξόν από τις φυσικές ομορφιές, κι αυτές τις αφίνουμε, είταν η ρήμαξη κ’ η καταστροφή. Ελιές σύρριζα κομμένες, ή και καμένες, κι ακόμα παραμέσα? όπου χωριό και χαλάσματα. Λυπητερό θέαμα! Τάβλεπες τα καημένα τα παραβλάσταρα κι ανάβλεπαν τρυφερά κι ολόχυμα, σα να το είχε βάλει πείσμα η φύση να τη σκεπάση την ανθρώπινη τη βαρβαρωσύνη.
Γης Μαδιάμ ο Παράδεισος εκείνος! Κ’ οι κάτοικοί του, οι αγγελόκορμοι εκείνοι οι λεβέντηδες, δίχως νόμο, δίχως τρόπο, δίχως Κυβέρνηση, κι ως τόσο ησυχία παντού, παντού ειρήνη κι απαντεχιά. Ως και στις χλωρασιές απάνω τάβλεπες τα πρόβατα κ’ έβοσκαν αναπαμένα κι αυτά, σα να μην έτυχε τίποτις.