Ασημένια Παραμύθια.
“Από τις εσπερίδες του ασημένιου φεγγαριού”
Πριν από πολλά χρόνια, αμέτρητα χρόνια, η γη μας είχε
δορυφόρους πολλούς, μικρούς και μεγάλους, μα και κάθε
μεγάλος είχε και τους δικούς του δορυφόρους.
Ο πιο μικρός μα και πιο φωτεινός ήταν ο ασημένιος
δορυφόρος, το φεγγαράκι δηλαδή του φεγγαριού της γης
που ήταν ολόκληρο από ασήμι, μόνο στο εσωτερικό του
μια μικρή ποσότητα από καθαρό χρυσάφι υπήρχε.
Το μέγεθος του, όσο μια μεγάλη πολυκατοικία.
Έτρεχε δε ασταμάτητα στο διάστημα τις μεγάλες νύχτες
σκορπίζοντας το ασημένιο φως του στους δικούς του
δρόμους, στους δρόμους του ουρανού και της γης.
Πολλές φορές τα βράδια περνούσε πολύ κοντά από τη γη
και οι τότε άνθρωποι με δέος θωρούσαν την ασημένια του
φωτιά.
Ήταν ο θεός τους γι’ αυτό και τον προσκυνούσαν.
Ώσπου μια μέρα πριν από αιώνες πολλούς ξέσπασε
πόλεμος μεταξύ των δορυφόρων της γης.
Όλοι καταστράφηκαν από την αδελφική μανία χωρίς λόγω
έτσι στα καλά καθούμενα.
Το ασημένιο όμως φεγγαράκι έμεινε αλώβητο από αυτόν
τον χωρίς λόγω πόλεμο. Κρύφτηκε πίσω από κάποιο
μεγάλο βουνό και έτσι και σήμερα βόλτες κάνει γύρω από
τη γη μας.
Οι κάτοικοι λοιπόν του μικροσκοπικού ασημένιου
φεγγαριού ήταν δυο όλοι κ’ όλοι. Ο κιτρινιάρης και η
χρυσαφένια.
Παράξενα πολύχρωμα ανθρωπάκια με φτερά και μακριά
χέρια ίσαμε το μέγεθος μιας μεγάλης πεταλούδας και
ξέρετε τι έτρωγαν; Χρυσάφι, ναι χρυσάφι έτρωγαν που το
αντλούσαν με ένα είδος προβοσκίδας - που το ένα τους
χέρι διέθετε - από το εσωτερικό του κόσμου τους γι’ αυτό
και το ολοστρόγγυλο φεγγαράκι τους ήταν γεμάτο με
τρύπες.
Κάθε εκατό περίπου χρόνια η χρυσαφένια έφερνε στο
δικός της κόσμο δυο ανθρωπάκια ένα πράσινο και ένα
κόκκινο, τον πρασινούλη και την κοκκινίσατε.
Μια μέρα όλη κι’ όλη έμεναν στο ασημένιο φεγγάρι και το
βράδυ λίγο πριν νυχτώσει ο κιτρινιάρης ο πατέρας τους
δηλαδή έφερνε το φεγγαράκι να προσγειωθεί σ’ ένα πολύ
μεγάλο βουνό που ήταν αθέατο από τους ανθρώπους.
Εκεί άφηνε τα παιδιά του να μεγαλώσουν τρώγοντας το
κόκκινο αλάτι του βουνού μέχρι να βρουν το δικό τους
χρυσάφι και έτσι με τον καιρό να γίνουν άνθρωποι στην
εμφάνιση δηλαδή γιατί μέσα τους τα ανθρωπάκια του
φεγγαριού ήταν πονηρά πλάσματα, δηλαδή ζαβολιάρικα
μα παιχνιδιάρικα και καλόκαρδα καμιά φορά.
Στη γη έμεναν εκατό περίπου χρόνια και μετά πίσω πάλι
στο ασημένιο φεγγαράκι να ξαναγεννηθούν από τη
χρυσαφένια τη μητέρα τους.
Ώσπου μια ασημένια μέρα να αποχαιρετίσουν τον πατέρα
τους τον κιτρινιάρη και τη μητέρα τους τη χρυσαφένια για
το μεγάλο ταξίδι στα βάθη του συμπαντικού κόσμου
τους, στην αναζήτηση δηλαδή του δικού τους φεγγαριού
μα και το χρυσάφι που χρειάζονταν για να τραφούν.
Στο μεταξύ όμως στα χρόνια που έμειναν στη γη πολλές
ζαβολιές σε βάρος των ανθρώπων έκαναν μα και πολλά
όνειρα τους βοήθησαν να πραγματοποιήσουν.
Χαμόγελα χάρισαν και βοήθησαν σε δύσκολες στιγμές.
Ένα απ’ τα πιο γλυκά χαμόγελα τους σ’ εμένα το χάρισαν.
Ακόμα και τώρα την αύρα τους αισθάνομαι όταν η ζωή
τρικλοποδιές μου βάζει.
Ο θησαυρός των ξωτικών.
Τα ξωτικά είναι πλάσματα συνήθως μικρόσωμα και
παιχνιδιάρικα ίδια σχεδόν με τα ανθρωπάκια του
ασημένιου φεγγαριού, που λατρεύουν τη φύση, τη μουσική
μα και τις σκανταλιές.
Είναι κοντά, μικρά ζαβολιάρικα πλάσματα με μυτερά
αυτιά.
Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η μαγεία και είναι
αγαπητά από τους ανθρώπους ανεξάρτητα από τι ρόλο
έχουν καλό ή κακό.
Μια φορά λοιπόν λίγο πριν ξημερώσει ο πρασινούλης με
την κοκκινίτσα εκεί που κοιμόντουσαν του καλού καιρού
κάτω από ένα μεγάλο πλατανόφυλλο ξύπνησαν από τον
ήχο της αξίνας που αδέξια δυο ξωτικά έσκαβαν τη γη και
στη συνέχεια να θάβουν κάποιο μεγάλο πιθάρι.
Αφού καθάρισαν το μέρος από τα περίσσια χώματα
φύτεψαν στη συνέχεια ένα θάμνο και έφυγαν κοιτάζοντας
δεξιά κι’ αριστερά μη και τα πήρε κάποιο ανθρώπινο μάτι.
Ο πρασινούλης και η κοκκινίτσα έτρεξαν τότε, έδιωξαν το
χώμα και με δυσκολία πολύ ανασήκωσαν το πέτρινο
κάλυμμα του πιθαριού.
Η έκπληξη τους ήταν μεγάλη, κάρβουνα είχαν γεμίσει το
πιθάρι τα ξωτικά.
Αν και περίπου το περίμεναν, αυτά τα ζαβολιάρικα ξωτικά
κάτι σίγουρα ετοίμαζαν για τους ανθρώπους.
Όμως ευκαιρία ήταν τα ανθρωπάκια του ασημένιου
φεγγαριού να προλάβουν να παίξουν με τους ανθρώπους.
Τι σκέφτηκαν λέτε, τα πονηρά τα ανθρωπάκια.
Να στείλουν λέει κάποιον αρχιτσιγκούναρο να ψάχνει για
τον ανύπαρκτο θησαυρό.
Δεν άργησαν βέβαια να βρουν το κατάλληλο υποψήφιο
θύμα, τον κυρ Παντελή τον μπακάλη του κοντινού
χωριού, τον τσιφούτη όπως τον έλεγαν οι χωριανοί του.
Μα εδώ που τα λέμε μπακάλης ήταν ο άνθρωπος με
πενταροδεκάρες είχα να κάνει, που λεφτά τα χρόνια
εκείνα.
Όμως το παράκανε πολλές φορές, δεν έχω ρέστα έλεγε
πάρε μια καραμέλα που σ’ αυτόν βέβαια θα στοίχιζε
λιγότερο από μια τρύπια πεντάρα.
Εκείνες τις μέρες λοιπόν αποφάσισε να γκρεμίσει μια
παλιά αποθήκη που είχε για να χτίσει καινούργια.
Εργάτες όμως δεν έβαζε, μόνος του δούλευε τις ώρες που
το μπακάλικο του ήταν κλειστό.
Ψάχνει να βρει το θησαυρό του Τούρκου αγά έλεγαν
πολλοί, του πρώην ιδιοκτήτη δηλαδή της παλιάς
αποθήκης.
Τα χρόνια πέρασαν και ο Τούρκος μετοίκισε στους
ουρανούς και επειδή κάποιο σεβαστό ποσό χρώσταγε στον
τσιφούτη τον μπακάλη πήρε νόμιμα βέβαια την περιουσία
του μεταστάντος.
Μωρέ του χρειάζεται μια γερή πλάκα του τσιφούτη, είπαν
τότε τα ανθρωπάκια ο πρασινούλης και η κοκινίτσα
δηλαδή που έβαλαν αμέσως σε εφαρμογή το σχέδιο τους.
Η ιδέα της κοκκινίτσας ήταν να κρύψουν μέσα στις
πέτρες της αποθήκης κάποιο σημείωμα, κάποιο
σχεδιάγραμμα, που να μιλάει για το θησαυρό.
Που λες κοκκινίτσα μου να τον στείλουμε τον «τσιφούτη»
να σκάβει; Εδώ πιο κάτω δίπλα από την παλιά εκκλησία
των ανθρώπων στην παλιά τη βρύση δηλαδή με το
καθάριο και το κρυστάλλινο νερό.
Η παλιά η βρύση είναι μια περιοχή, ένα χιλιόμετρο
περίπου από το χωριό του τσιφούτη με μισογκρεμισμένα
παλιά ενετικά και τούρκικα χτίσματα. Εκεί γύρω
υπάρχουν πάρα πολλά σκαψίματα από τους κυνηγούς
θησαυρών, που κατά καιρούς φτάνουν εκεί.
Σ’ αυτό λοιπόν το μέρος κρύψανε και τα ανθρωπάκια τον
δήθεν θησαυρό.
Έκαναν λοιπόν κάποιο σχεδιάγραμμα και τη νύχτα πήγαν
στην μισογκρεμισμένη αποθήκη και το έβαλαν ανάμεσα
από τις πέτρες.
Τι έλεγε το σχεδιάγραμμα που η κοκκινίτσα το δούλευε
όλη τη την προηγούμενη νύχτα;
Στίχοι ήταν δηλαδή, μα σωστός γρίφος, που το είχε
γράψει με το αριστερό της χέρι, η κοκκινίτσα πάνω σ’
ένα παλιόχαρτο που βρήκε. Το έδωσα λοιπόν στον
πρασινούλη να το διαβάσει και τα μάτια του άνοιξαν
διάπλατα.
Κοκκινίτσα μου εκουζουλάθηκς αυτά είναι
ορνιθοσκαλίσματα.
Άκου μάτια μου ο Τούρκος όπως λένε οι άνθρωποι
αγράμματος ήταν, μα και έξυπνος πολύ, πρέπει λοιπόν το
χαρτί να φαίνεται παλιό, αφού έχουν περάσει τόσα
χρόνια, τα γράμματα όπως είπες «ορνιθοσκαλίσματα»
αφού ελάχιστα γράμματα ήξερε, μα και γρίφος τα
γραφόμενα του, ώστε η λύση του να είναι πολύ δύσκολη.
Διάβασε το κοκκινίτσα μου γιατί εγώ φαίνεται πως
παραμεγάλωσα.
«Πολλούς χοχλιούς εμάζωξα, τους κλέφτες τους φοβάμαι
κι’ από τη βρύση την παλιά, τα βήματα μετράμε.
Διπλά τα είκοσι τέσσερα, κουράστηκα να τρέχω
χίλιους χοχλιούς αμόλησα, και βάρος πια δεν έχω.
Κοντεύει ηλιοβασίλεμα, και το σταφύλι μέλι
πάνω στο βράχο τον ψηλό, όρθιο το κοπέλι.
Η κεφαλή του ολόχρυση, ο ήλιος τη φωτίζει,
κι’ αν έχει μέσα και μυαλό, την τύχη του ορίζει».
Δηλαδή κοκκινίτσα μου; άκου πασινούλη μου, οι χοχλοί
είναι οι χίλιες λίρες που είχε και επειδή φοβόταν τους
κλέφτες, πήγε και τις έκρυψε. Μέτρησε λοιπόν από τη
βρύση την παλιά είκοσι τέσσερα βήματα επί δύο σαράντα
οκτώ, όπου έφτασε στον βράχο τον ψηλό. Ανέβηκε στη
κορυφή του, κι’ εκεί που έπεφτε η σκιά του κεφαλιού του
το ηλιοβασίλεμα, έσκαψε και έθαψε τις λίρες. Έπρεπε
όμως να φαίνεται η εποχή του χρόνου, γι’ αυτό γράφει για
τα γινωμένα σταφύλια, δηλαδή αρχές Σεπτέμβρη. Γιατί
πρασινούλη μου η σκιά του κεφαλιού αλλού θα έπεφτε αν
ήταν άλλη εποχή του χρόνου κατάλαβες;
Ναι κοκκινίτσα μου, τι θα έκανα χωρίς εσένα.
Θα πέρασαν αρκετές μέρες και κάποιο βράδυ ο τσιφούτης
ο μπακάλης φάνηκε μ’ ένα σκαλιστήρι στο χέρι και άρχισε
να σκάβει εδώ κι’ εκεί.
Φαίνεται πως δεν έλυσε το γρίφο γιατί έσκαβε γύρο από
τον βράχο πολύ μακριά δηλαδή από τον δήθεν θησαυρό.
Έσκαβε λοιπόν κάθε απόβραδο για τουλάχιστον δέκα
μέρες, είχε πλέον σκάψει όλη την περιοχή.
Πρέπει όμως να τον σταματήσουμε κοκινίτσα μου δεν
πάει άλλο.
Πως δηλαδή;
Αυτή τη φορά ας το σε μένα εσύ θα με βλέπεις από
μακριά.
Θα πάρω τη μορφή του κοπελιού του διαολοκοπελιού από
το χωριό, στις ζαβολιές μοιάζουμε, τι λες;
Κάνε όπως νομίζεις
Την επόμενη λοιπόν κρυμμένος κοντά στη βρύση, ο
πρασινούλης περίμενε τον κυρ Παντελή που κατά το
ηλιοβασίλεμα φάνηκε να ανηφορίζει το μονοπάτι που
οδηγούσε στο σημείο εκείνο, με το σκαλιστήρι στο χέρι.
Τότε βγήκε απότομα μπροστά του. Ο κακομοίρης
κατατρόμαξε.
Τι γυρεύεις τέτοια ώρα εδώ στην ερημιά Γιαννιό, έτσι
έλεγαν το κοπέλι που τη μορφή του είχε πάρει προσωρινά.
Κυνηγάω πουλιά με τη σφεντόνα μου του απάντησε,
έρχονται εδώ και πίνουν νερό κι’ εγώ τους στήνω καρτέρι,
εσύ όμως κυρ Παντελή σε βλέπω με το σκαλιστήρι στο
χέρι μήπως ψάχνεις κι’ εσύ για το θησαυρό;
Ποιο θησαυρό Γιαννιό είδες κι’ άλλους να ψάχνουν.
Είδα, όμως αυτά τα σκαψίματα τι είναι κυρ Παντελή μη
μου πεις πως τα έκαναν οι Ασβοί, του είπε κάπως
ειρωνικά.
Πάντως προχθές το βράδυ ήταν εδώ δυο ξένοι και
έψαχναν.
Αυτοί κυρ Παντελή είχαν ένα μηχάνημα που έψαχνε λέει
για λίρες, είχαν κι’ ένα χαρτί στα χέρια τους σαν ποίημα
μου φάνηκε και μάλιστα με ρώτησαν αν μπορούσα να
καταλάβω τι έλεγαν τα ορνιθοσκαλίσματα στο χαρτί.
Για λέγε, για λέγε Γιαννιό τι έλεγε το χαρτί.
Κουζουλάδες κυρ Παντελή, πως ένας λέει είχε χοχλιούς,
για κάποιο κοπέλι με χρυσό κεφάλι θαρρώ πως έλεγε, για
γλυκά σταφύλια, για εκείνο το βράχο που τον έχουνε
κατασκάψει έλεγε, κάποιος κουζουλός θα το έγραψε για
να βάλει μερικούς σε μπελάδες.
Εσύ πιστεύεις κυρ Παντελή πως εδώ έχουν θάψει χρυσές
λίρες; Γιατί αν υπήρχαν θα τις είχαν βρει οι άλλοι
προχθές με το μηχάνημα. Και οι παλαβοί κυρ Παντελή ,
δεν μπορούσαν να καταλάβουν, πως εκεί που έπεφτε η
σκιά της κεφαλής του κοπελιού, που ήταν πάνω σ’ αυτό το
βράχο ήταν κρυμμένος τάχα ο θησαυρός. Εγώ τους το
εξήγησα. Έψαξαν λοιπόν με τη μηχανή μα τίποτε,
άνθρακας ο θησαυρός που λένε. Γι’ αυτό σου λέω κυρ
Παντελή κάποιος πονηρός έβαλε τους κουζουλούς να
ψάχνουν για λίρες και να τους κάνει χάζι.
Ο κυρ Παντελής όση ώρα του μιλούσε προσπαθούσε να
σκαρφαλώσει πάνω στο βράχο, που όταν τελικά τα
κατάφερε κοίταζε με προσοχή που έπεφτε η σκιά του
κεφαλιού του.
Κυρ Παντελή για κοπέλι λέει το γράμμα του φώναξε ο
πρασινούλης.
Αυτός τότε κατέβηκε κάτω και είπε στο κοπέλι το Γιαννιό
να ανέβει πάνω στο βράχο, μετά σημάδεψε κρυφά δήθεν
το σημείο που τα ξωτικά είχαν θάψει το πιθάρι με τα
κάρβουνα και κοίταξε για λίγο στα μάτια το κοπέλι.
Γιαννιό του είπε πέρασε αύριο από το μαγαζί να σου
δώσω μια καραμέλα.
Μωρέ δε φταίει αυτός κοκκινίτσα μου , εμείς φταίμε που
δεν τον αφήσαμε να σκάβει όλο το χρόνο.
Άκου μια καραμέλα ο «παλιοτσιφούτης»...
Όμως κοκκινίτσα μου σίγουρα απόψε τη νύχτα θα έρθει
να πάρει τον δήθεν θησαυρό τα κάρβουνα δηλαδή και τότε
θα του κάνουμε καλή υποδοχή.
Μεσάνυχτα και κάτι ο πρασινούλης με την κοκκινίτσα
περίμεναν τον τσιφούτη τον κυρ Παντελή κριμένοι πίσω
από μια μεγάλη πέτρα.
Δεν άργησε να φανεί κρατώντας αυτή τη φορά ένα πιο
μεγάλο σκαλιστήρι.
Έσκαψε λοιπόν το χώμα και ανέσυρε το πιθάρι, τα
κάρβουνα όμως που έπιασε τον άφησαν να τρέμει
ολόκληρος, εκείνη τη στιγμή νάσου και τα ξωτικά που
άρχισαν να του πετούν πέτρες φωνάζοντας
ακαταλαβίστικες λέξεις.
Ο κακομοίρης θωρώντας τα ξωτικά στο φως του
φεγγαριού παράτησε πιθάρι και σκαλιστήρι και άρχισε να
τρέχει, όμως χοντρούλης όπως ήταν σκόνταψε σε κάποια
πέτρα κι’ έπεσε φαρδύς πλατύς στο χώμα.
Ίσα που πρόλαβε να σηκωθεί γιατί τον πρόλαβαν και τα
ξωτικά πετώντας του πέτρες.