Το Μικρό Δέντρο
Μωυσίδου Γεωργία
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


1. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΣΤΟ ΛΟΦΟ
Είχα καθαρίσει το δωμάτιό μου, τα πατώματα γυαλοκοπού-
σαν, η κουζίνα έμοιαζε σαν να είχε ξεπηδήσει από κατάλογο επί-
πλων, και εγώ καθόμουν οκλαδόν στο πάτωμα, διπλώνοντας τα
ρούχα και βάζοντάς τα μέσα στο συρτάρι της ντουλάπας, όταν
άκουσα το κλειδί στην πόρτα.
Η γιαγιά μου είχε γυρίσει σπίτι.
Τότε ήταν που συνειδητοποίησα πόσες ώρες είχαν περάσει.
Αν η γιαγιά μου είχε κλείσει το κορνιζοποιείο της και είχε τελειώ-
σει και τα ψώνια της όπως ερχόταν…
Κοίταξα το ρολόι στον τοίχο. Ήταν 12:30. Ω ναι, καθάριζα για
πέντε συνεχόμενες ώρες, αλλά ήμουν πολύ απασχολημένη με τον
εσωτερικό μου διάλογο για να το προσέξω, έχοντας προβάρει
μέσα στο μυαλό μου κάθε πιθανή απάντηση που θα μπορούσε να
μου δώσει η γιαγιά μου και όντας έτοιμη να την αντιμετωπίσω.
Έκλεισα το συρτάρι αποφασιστικά. «Μπορείς να το κάνεις».
είπα στον εαυτό μου και σηκώθηκα από το πάτωμα μόνο για να
ακούσω την αγριεμένη της φωνή να αντηχεί στο χολ.
«Αυτός ο ταχυδρόμος! Αμάν πια!» γρύλισε η γιαγιά μου, ε-
κνευρισμένη. «Του έχω πει εκατοντάδες φορές να προσέχει. Πάλι
πάτησε πάνω στα λουλούδια μου».
Ξαφνικά ένιωσα ένα κύμα οργής και απόγνωσης για τον τα-
χυδρόμο μας, τον οποίο συμπαθούσα. Από όλες τις μέρες, ήταν
ανάγκη να το κάνει αυτό σήμερα; Ήλπιζα να πετύχω την γιαγιά
μου σε καλή διάθεση. Το οποίο βέβαια ήταν πιο σπάνιο και από
διπλό Τζάκποτ, αλλά η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία.
Ίσως να υπερέβαλα λιγάκι όμως… Της είχα μιλήσει για αυτό
μία βδομάδα πριν, και είχε φανεί να συμφωνεί. Δηλαδή, δεν είχε
πει ακριβώς «ναι», αλλά δεν είχε πει και «όχι».
Ήμασταν φίλες με την Αμάντα από τότε που θυμόμουν τον
εαυτό μου, αλλά παρόλα αυτά η γιαγιά μου δεν μου είχε επιτρέ-
ψει ποτέ να κοιμηθώ σπίτι της. Ούτε μία φορά. Και δεν μπο-
ρούσα να καταλάβω το γιατί. Η οικογένειά της ήταν πολύ καλή
μαζί μου, αλλά η γιαγιά μου δεν τους συμπαθούσε, και για να
είμαι ειλικρινής, δεν συμπαθούσε κανέναν και πολύ —ή καθό-
λου. Και το ήξερα πολύ καλά γιατί έμενα μαζί της όλη μου την
ζωή, από τότε που οι γονείς μου πέθαναν σε ένα αεροπορικό δυ-
στύχημα όταν ήμουν μωρό.
Την άκουσα να περπατάει μέσα στην κουζίνα και κατευθύν-
θηκα προς τα εκεί για να την δω να στέκεται μπροστά στο ανοι-
χτό ψυγείο και να βάζει τα ψώνια μέσα, με την πλάτη της προς
εμένα. Είχε τα μαλλιά της πιασμένα σε έναν σφιχτό, αυστηρό κό-
τσο και φορούσε ένα από τα γκρι φορέματά της —δεν φορούσε
ποτέ της ανοιχτόχρωμα ρούχα.
«Για-γιά;» είπα, και η φωνή μου με πρόδωσε, σπάζοντας στη
μέση. Χάρηκα που είδα ότι όλες αυτές οι ώρες που πρόβαρα τον
λόγο μου απέδωσαν πραγματικά.
«Ναι;» με ρώτησε αυτή, ευτυχώς χωρίς να γυρίσει να με κοι-
τάξει. Παρόλο που είχαμε τα ίδια καφέ μάτια, υπήρχαν φορές
που το βλέμμα στα δικά της μπορούσε να κόψει γυαλί.
Ξερόβηξα και συνέχισα. «Θυμάσαι τι συζητήσαμε μία βδο-
μάδα πριν; Λοιπόν, σήμερα είναι η έναρξη του ετήσιου παζαριού
της πόλης… Θα ήθελα να πάω, με την Αμάντα φυσικά».
Η γιαγιά μου έκλεισε την πόρτα του ψυγείου και γύρισε από-
τομα να με αντικρίσει, λες και είχα τολμήσει να πω κάτι το αδια-
νόητο. «Το παζάρι της πόλης;» επανέλαβε και τα διαπεραστικά
της μάτια καρφώθηκαν επάνω μου, κάνοντας την αναπνοή μου
να σταματήσει και τα γόνατά μου να τρέμουν. «Δεν θυμάμαι να
μου ζήτησες την άδεια. Και θα το θυμόμουν, αν το είχες κάνει»
μου είπε, η φωνή της τόσο κοφτή όσο το βλέμμα της, και φυσικά
εγώ πάγωσα επί τόπου.
Το αδύναμο, εύθραυστο θάρρος μου ξεπλύθηκε στο νεροχύτη
θριαμβευτικά. Όλη μου η στάση έγινε αμυντική, με τα χέρια μου
να σηκώνονται αυτόματα και τις λέξεις μου να συνωστίζονται
και να μπερδεύονται μεταξύ τους, καθώς άρχισα να απολογού-
μαι, λες και είχα διαπράξει κάποιο έγκλημα. «Το ξέρω… Απλά
είπες ότι μπορούσα να μείνω στο σπίτι της Αμάντα σήμερα το
βράδυ, και, αφού είναι Σάββατο και αύριο δεν έχω σχολείο, έ-
λεγα να πάω στο παζάρι με την Αμάντα πρώτα και μετά να κοι-
μηθώ στο…»
Δεν με άφησε καν να τελειώσω αυτό που έλεγα, διακόπτοντάς
με απόλυτα και αρνητικά. «Ζόι, όντως ανέφερες κάτι για το σπίτι
της Αμάντα. Αλλά δεν το πήρα στα σοβαρά. Δεν είναι αρκετό
που περνάτε τόσες ώρες στο σχολείο μαζί; Ή ότι μελετάτε μαζί
εδώ; Δεν βλέπω κανέναν λόγο να κοιμηθείς εκεί. Οπότε, όχι». μου
δήλωσε ψυχρά και μου γύρισε την πλάτη χωρίς να περιμένει κα-
μία απάντηση, σαν να ήμουν απλά ένα ακόμη πράγμα από την
τσάντα του σούπερ μάρκετ που το έβαλε τακτικά στο ψυγείο, δί-
πλα από το γάλα και το γιαούρτι.
Για μία ακόμα φορά, η γιαγιά μου με έκανε να νιώσω ασήμα-
ντη, αόρατη, σαν να μην μετρούσαν στο ελάχιστο οι απόψεις
μου, τα θέλω μου, και οι ανάγκες μου. Το πρόσωπό μου κρέμασε,
οι ώμοι μου έγειραν μπροστά, και οι γροθιές μου έσφιξαν δυνατά
για να κρατήσω πίσω τα δάκρυά μου.
Απλά ανησυχεί για σένα, αυτό είναι όλο. Δεν το βλέπεις; Νοιάζεται,
είπα από μέσα μου, αποκρούοντας κάποιες πολύ επώδυνες, πολύ
γνώριμες σκέψεις που πάντα παρέμεναν στο πίσω μέρος του
μυαλού μου και δεν έφευγαν ποτέ. «Σε παρακαλώ γιαγιά…» την
ικέτεψα. «Σε παρακαλώ, μόνο για ένα βράδυ».
Οι λέξεις μου και ο τόνος της φωνής μου άρχισαν να την επη-
ρεάζουν, κάνοντάς την να σταματήσει να τακτοποιεί τα τρόφιμα
και να σταθεί ευθυτενής προς το μέρος μου, με το βλέμμα της αυ-
στηρό αλλά το στόμα της σιωπηλό.
Το οποίο και φυσικά εκμεταλλεύτηκα. «Θα κάνουμε μία
βόλτα στο παζάρι για κανένα δίωρο, και μετά θα πάμε κατευ-
θείαν σπίτι της», ξεφούρνισα γρήγορα, μην δίνοντάς της την ευ-
καιρία να διατυπώσει τις όποιες αντιρρήσεις της. «Δεν θα ξενυ-
χτίσουμε. Σε παρακαλώ!! Οι γονείς της θα είναι σπίτι συνέχεια,
μπορείς να τους ρωτήσεις. Και εξάλλου, ο μεγάλος της αδερφός
θα είναι μαζί μας και θα μας προσέχει όλη την ώρα!»
Με αγριοκοίταξε χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια
να κρύψει την ειρωνεία στη φωνή της. «Ο Μάθιου Γουέιντ; Τότε
όλα είναι εντάξει!! Στην τελική, είναι έναν ολόκληρο χρόνο μεγα-
λύτερος από εσένα. Αυτό τον κάνει σίγουρα ικανό να προσέχει
δύο δεκατετράχρονα σε ένα μέρος πήχτρα από κόσμο».
Προσπάθησα να καταπιώ αλλά ο λαιμός μου ήταν ξερός σαν
την έρημο. Ήθελα να τρέξω επάνω και να κλειδωθώ στο δωμάτιό
μου για να κλάψω μέχρι τελικής πτώσεως, αλλά καμία μάχη δεν
κερδήθηκε έτσι. Οπότε ανασύνταξα τις δυνάμεις μου, πήρα μία
βαθιά ανάσα, και συνέχισα να προσπαθώ. «Υπάρχει κάποιος συ-
γκεκριμένος λόγος που δεν θέλεις να περάσω το βράδυ στο σπίτι
της Αμάντα;» την ρώτησα.
Συνέχιζε να το παίζει χαλαρή και αδιάφορη, αλλά οι μύες του
προσώπου της συσπάστηκαν ελαφρώς και φανέρωσαν ένα συ-
ναίσθημα που κρύφτηκε γρήγορα, πριν προλάβω να καταλάβω
τι ήταν. «Ζόι, έχεις να κάνεις τα μαθήματα του σχολείου», μου
είπε βιαστικά, σταυρώνοντας αμυντικά τα χέρια της στο στήθος
της. Η ερώτησή μου πιθανώς την αιφνιδίασε, αφού ολόκληρη η
σχέση μας βασιζόταν στον κανόνα εγώ λέω, εσύ κάνεις, ερωτήσεις
απαγορεύονται. «Και εξάλλου, χρειάζομαι λίγη βοήθεια στο σπίτι
αυτό το Σαββατοκύριακο».
Δεν θα μπορούσε να μου είχε δώσει ευκολότερο επιχείρημα
να καταρρίψω, και το θάρρος μου ανασυγκροτήθηκε και πάλι.
«Έκανα τις ασκήσεις για το σχολείο χτες το βράδυ, καθάρισα το
δωμάτιό μου, το μπάνιο, την κουζίνα, πότισα τον κήπο, έβγαλα
τα σκουπίδια έξω, και έβαλα πλυντήριο». είπα με μία ανάσα και
το γύρισα ξανά στα παρακάλια, πριν προλάβει η γιαγιά μου να
σκεφτεί. «Σε παρακαλώ γιαγιά. Σε παρακαλώ».
Η έκφρασή της ήταν περισσότερο προβληματισμένη παρά αυ-
στηρή, αφού το ήξερε ότι είχε στριμωχτεί και δεν είχε κάτι άλλο
Έσφιξα τα χέρια μου μεταξύ τους και την ικέτευσα ακόμα πιο
έντονα, όντας ένα βήμα πριν πέσω στα γόνατά μου. «Γιαγιά,
ήρθε η Αμάντα. Σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ».
Στένεψε τα μάτια της με τα χείλια της πιεσμένα σε μία επίπεδη
γραμμή επίκρισης. «Όλο αυτό μου μοιάζει με προμελετημένο
σχέδιο». μουρμούρησε κάτω από την αναπνοή της.
Δεν είπα τίποτα. Απλά συνέχιζα να την κοιτάω μέσα στα μά-
τια χωρίς να βλεφαρίζω, παρατηρώντας το ανυποχώρητο
βλέμμα της να υποχωρεί. Αυτό σημαίνει ναι; Αχ, ας είναι ναι, ευχή-
θηκα με όλη μου την δύναμη, κρατώντας την ανάσα μου, από τη
μία να θέλω να το πιστέψω, από την άλλη να φοβάμαι να το
κάνω.
Και εντέλει, η αγωνιώδης μου αναμονή έφτασε στο τέλος της,
καθώς η γιαγιά μου ξεφύσηξε βαθιά και κουρασμένα, λες και είχε
περπατήσει χιλιόμετρα μέσα σε δευτερόλεπτα. «Εντάξει. Μπο-
ρείς να πας στο παζάρι και μετά να κοιμηθείς στην Αμάντα».
«Σε ευχαριστώ γιαγιά!!» αγαλλίασα και όρμησα μπροστά για
να την αγκαλιάσω, αλλά φρέναρα μόλις το μυαλό μου συντονί-
στηκε με το σώμα μου. Δεν της άρεσαν οι αγκαλιές και το ήξερα
από πρώτο χέρι. Δεν με είχε αγκαλιάσει ποτέ.
Το πρόσωπό της ήταν ασυγκίνητο και ανεπηρέαστο από την
χαρά που ακτινοβολούσε από το δικό μου. «Αλλά θα γυρίσετε
σπίτι νωρίς, και δεν θα ξενυχτίσετε» με προειδοποίησε.
«Εντάξει γιαγιά!» συμφώνησα χαρούμενα, χαμογελώντας
πλατιά. Θα είχα συμφωνήσει στο οτιδήποτε τώρα, και εννοώ οτι-
δήποτε. Δεν ήθελα να το παρατραβήξω.
Πετάχτηκα από την κουζίνα στο χολ και άνοιξα την εξώπορτα
για να δω την Αμάντα να με περιμένει στην ισόγεια βεράντα
μας, με τα δάχτυλά της να περιστρέφονται νευρικά μέσα στα μα-
κριά ξανθά μαλλιά της και τα μπλε της μάτια να κλειδώνουν στα
δικά μου. «Λοιπόν;» με ρώτησε με αγωνία. «Τι σου είπε;»
Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη που δεν μπορούσα να ελέγξω την
φωνή μου, αφήνοντας όλη την γειτονιά να μάθει τα ευχάριστα
νέα. «Μπορούμε να πάμε!!» φώναξα με μία χαρά που μου έφερε
ζαλάδα, και η Αμάντα με αγκάλιασε σφιχτά καθώς χοροπηδού-
σαμε τριγύρω σαν νήπια.
«Ναι!!» αναφώνησε χαρωπά, με το δραστήριο, ασύχαστο
μυαλό της να έχει ήδη αρχίσει να κάνει σχέδια για απόψε. «Έ-
χουμε πολύ χρόνο πριν το παζάρι, οπότε πριν πάμε σπίτι και κά-
νουμε νύχια και μαλλιά, μπορούμε να πάρουμε τα ποδήλατά μας
και να πάμε…»
«Σσσσ…» της έκανα αμέσως νόημα να μιλάει πιο σιγά όταν
έλεγε πράγματα που δεν έπρεπε.
Δάγκωσε τα χείλη της με μία απολογητική γκριμάτσα στο
πρόσωπό της. «Αχ, ναι, συγνώμη…» ψιθύρισε. «Ξέχασα ότι η
γιαγιά σου έχει ενσωματωμένο ραντάρ. Πώς κατάφερες να την
πείσεις τελικά;»
Η περιέργειά της είχε μεγάλη δόση θαυμασμού μέσα της, α-
φού ήξερε πολύ καλά πόσο αυστηρή ήταν η γιαγιά μου.
Θα μπορούσα να της πω για όλη την καθαριότητα και το διά-
βασμα που μου στοίχισε αυτό το παζάρι, αλλά όταν δραπετεύεις
από την φυλακή, καλό είναι να μην γυροφέρνεις και πολύ έξω
από την πόρτα. «Θα στα πω μετά. Πάμε να φύγουμε πριν αλλά-
ξει γνώμη, εντάξει;»
Γύρισα πίσω και έπιασα το πόμολο της πόρτας, φωνάζοντας
δυνατά μέσα στο χολ. «Γιαγιά φεύγω!!»
Καθώς την τράβηξα να την κλείσω όμως, η πόρτα δεν κουνή-
θηκε καθόλου. Η γιαγιά μου ήταν εκεί, έχοντας εμφανιστεί από
το πουθενά, και κρατούσε το εσωτερικό πόμολο σφιχτά, ρίχνο-
ντάς μου ένα από τα διαπεραστικά βλέμματά της. «Θυμήσου τι
σου είπα, Ζόι» μου είπε ψυχρά, και η Αμάντα τινάχτηκε, τρομαγ-
μένη, πνιγμένη από την ίδια της την ανάσα.
Έγνεψα καθησυχαστικά στην γιαγιά μου και μόνο τότε έ-
κλεισε την πόρτα, ενώ η Αμάντα έβαλε το χέρι της επάνω στην
καρδιά της, ψιθυρίζοντας και βήχοντας ταυτόχρονα. «Να πάρει…
Με κατατρόμαξε!»
Κοίταξα το πρόσωπό της και την πίστεψα. «Ναι, το κάνει
αυτό, που και που».
«Ζόι, σοβαρά τώρα, δεν ξέρω πώς την παλεύεις» μουρμού-
ρισε.