Φεγγαροκουταλιές
Παππά Μαριλένα
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Τα σύννεφα αγκάλιαζαν ακόμα ένα παγωμένο πρωινό. Ο ήλιος είχε αποφασίσει σήμερα πεισματικά ότι δε θα λάμψει. Στη Γη, το έτος 3000, είχε μόλις ξημερώσει. Ο Μάιλο Μεντ πέταξε από πάνω του τα παπλώματα και σηκώθηκε μονομιάς. Ήταν η πρώτη μέρα στο καινούργιο σχολείο. Είχε τόσο μεγάλη αγωνία που σχεδόν δεν έκλεισε μάτι όλη νύχτα! Έτρεξε ως την άλλη άκρη του δωματίου και άρχισε να ταρακουνάει την αδελφή του. Η μικρή Ανεμηλιά Μεντ, κοιμόταν τόσο βαθιά που χρειάστηκε ένα βαθύ τσίμπημα από τον αδελφό της για την κάνει να ξυπνήσει. Είχε σχεδόν χάσει την αίσθηση του χρόνου όταν μισάνοιξε τα καφέ της ματάκια κι αντίκρισε τα πελώρια μαύρα μάτια του Μάιλο να την κοιτούν με αγωνία, ύστερα αποκρίθηκε:
-Τι έγινε, τι ώρα είναι, ενώ ταυτόχρονα ένα χασμουρητό παραμόρφωνε τις λέξεις της.
- Ξύπνα επιτέλους! Πώς μπορείς να κοιμάσαι ενώ ξέρεις ότι σήμερα είναι η πρώτη μας μέρα στο σχολείο; Η γιαγιά είπε χτες ότι προτού μας αφήσει στο δημοτικό θα μας κάνει μία μικρή ξενάγηση στην πόλη. Άντε ντύσου, θ’ αργήσουμε, απάντησε ο μικρός Μάιλο ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να χάνει την υπομονή του με την απάθεια της αδελφής του.
- Ουφ, καλά ντε και τι φοβάσαι μήπως χάσεις κανένα από τα αξιοθέατα αυτής της αγροτούπολης; Αχ, Μάιλο μου λείπει η παλιά μας γειτονιά, οι φίλοι μας, το σπίτι μας, μα πιο πολύ απ’ όλα μου λείπουν οι γονείς μας.
Σ’ αυτό το σημείο τα δύο αδέλφια κοιτάχθηκαν. Ο Μάιλο έβλεπε το πρόσωπό του να ανακλάται στα υγρά μάτια της μικρής αδελφής του κι ύστερα να χύνεται πάνω στο πρόσωπό της. Μη μπορώντας να καταπολεμήσει κι εκείνος την τεράστια θλίψη που κατέκλυζε την παιδική του ψυχή ξέσπασε σε κλάματα. Κανένας δεν είχε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε συμβεί. Πριν ακριβώς ένα μήνα, τα δύο παιδιά όπως συνήθιζαν να κάνουν κάθε πρωί, αφού είχαν ντυθεί, μπήκαν στο δωμάτιο των γονιών τους να τους ξυπνήσουν. Ήταν μάλιστα ειδική μέρα, μιας και ήταν τα γενέθλια της μεγάλης τους κόρης Ανεμηλιάς. Έκλεινε τα δώδεκα! Όταν άνοιξαν την πόρτα στα λευκά σεντόνια του κρεβατιού τους δε βρήκαν κανέναν παρά μόνο κόκκινες στάχτες, ενώ μια έντονη μυρωδιά λεμονιού διαχεόταν σ’ όλο το δωμάτιο. Έκτοτε τα ίχνη των γονιών τους αγνοούνται. Τα δύο αδελφάκια πήρε υπό την εποπτεία της η γιαγιά τους, η Νάνα Νανίτα, η μαμά της μαμάς των δύο παιδιών.
Μία γυναίκα πολύ παράξενη. Ψηλή, θεόρατη. Τα μαλλιά της κινούνταν στις αποχρώσεις του γκρι και πάντοτε κομμένα σε ένα πολύ αυστηρό, κοντό καρέ, ενώ ήταν μονίμως πιασμένα με μια μαργαριταρένια στέκα. Τα χέρια της ήταν σκληρά και ροζιασμένα και ταίριαζαν απόλυτα με το υπόλοιπο χοντροκομμένο σώμα της. Μια ζωή ήταν αγρότισσα και καλλιεργούσε καπνό για να ζήσει. Το μόνο όμορφο που μπορούσε να παρατηρήσει κανείς σ’ εκείνη ήταν τα μάτια της. Ξεχώριζαν ανάμεσα στο κατάλευκο δέρμα της καθώς ήταν γαλάζια, όταν μάλιστα ο ήλιος έπεφτε πάνω τους έπαιρναν ένα περίεργο κίτρινο χρωματισμό. Σα να εξέπεμπαν φως από μόνα τους. Αφότου πέθανε ο άντρας της, ζούσε μόνη της στη Χώρα του καπνού. Η κόρη της, Μπερλίνα, την είχε εγκαταλείψει από τότε που παντρεύτηκε το Νείριο για να μείνει μαζί του στην Ελευθερούπολη.