Παιδιού Έρωτες κι άλλα τέτοια
Φιλήντας Μένος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Τότε στα σκολειά μας καμιά μέθοδο δεν είχανε. Ό,τι και όπως του κάπνιζε του δασκάλου.
Στο σκολειό που στέλνανε τον Τέλη είχαν ένα δάσκαλο για διακόσια παιδιά. Ο δάσκαλος έπαιρνε μπροστά του μιαν τάξη και τη δίδασκε? κ’ επειδής είτανε ολομόναχος, τ’ άλλα τα παιδιά, από τις άλλες τάξες, τά ’λεγε να κοιμηθούνε πάνου στα θρανία.
Στο σκολειό τότες πηγαίνανε αγόρια και κορίτσια μαζί.
Αυτός μικρός, πολύ μικρός, καθότανε κοντά στην Πολυξένη, ένα παχουλό, μελα8
χρινό κοριτσάκι με σφιχτά κρέατα και με γραμμές προκλητικές.
Διπλό από κείνονε στην ηλικία, δηλαδής ως δώδεκα, δεκατριώ χρονώ, και πολύ υπναράδικο.
Μόλις τους έλεγε ο δάσκαλος: κοιμηθείτε, πλάγιαζε το κεφαλάκι του τ’ ολοστρόγγυλο πάνου στο μπράτσο του το παχουλό, στον πάγκο του θρανίου, και σε λίγο αποκοιμιότανε.
Πλάγιαζε κι αυτός με το πρόσωπό του πάντα γυρισμένο στην Πολυξένη, μα καθόλου δεν κοιμότανε, ευχαριστιότανε να τη βλέπει να κοιμάται.
Έβλεπε τα ματάκια της τα κλεισμένα που του φαινόντανε σαν άσπρα αμυγδαλωτά κουφέτα, και του ’ρχότανε μια επιθυμία να τα ’χε στο στόμα του.
Κοίταζε τα ρωθουνάκια της, τα κανονικά μηκύλα, που τρέμαν τα λεπτά φτερούγια τους με την ανάσα, σαν πεταλουδίτσες ρόδινες.
Αυτά τα ρωθουνάκια τονε δαιμονίζανε.
Ώρες-ώρες ένιωθε φρίκες σ’ όλο του το κορμάκι, και νόμιζε πως ήθελε να κάνει το ψιλό του, κι όλο σερνότανε κοντά της κ’ έμπλεκε τα πόδια του στα δικά της, κ’ ένωνε την αναπνοούλα του με τη δική της και πότε-πότε, σαν καταλάβαινε πως δεν τονε πρόσεχε κανένας, έβγαζε τη γλωσίτσα του και τα χάιδευε απαλά-απαλά τα ρωθουνάκια εκείνα τα χαριτωμένα, κ’ αιστανότανε ψυχική ευδαιμονία άπειρη.
Και τότε σφαλούσε τα μάτια του και παραδινότανε σε φαντασίες, πως είτανε τάχα οι δυο τους με την Πολυξένη σε κήπους λουλουδένιους, και τον έπαιρνε κείνη στην αγκαλιά της και τονε κουβαλούσε μέσα-μέσα από τα λουλούδια, και τον έσφιγγε –κι άνοιγε για τα μάτια του και την έβλεπε κοιμισμένη, και δυνάμωνε την αισθητική του με την όψη της, και πάλε τά ’κλεινε τα μάτια του, για να συνεχίσει τις φαντασίες του, πως πλάγιαζαν κοντά-κοντά, έτσι καληώρα που
είτανε και τώρα πλαγιασμένοι. Μα εκεί είσανε ολομόναχοι οι δυο τους και χωνότανε κοντά της ανεπιφύλακτα, κ’ εκείνη αποκοιμιότανε, κι αυτός την κοίταζε. – Άνοιγε τώρα τα μάτια, και τηνε θάμαζε…
Στο μεταξύ ο δάσκαλος τελείωνε το μάθημα της τάξης εκείνης.
Ο θόρυβος των παιδιών της μιας τάξης, που καθότανε, και της άλλης, που θα σηκωνότανε να πει μάθημα, ξυπνούσε την Πολυξένη με τό ’να το μάγουλο ροδισμένο και με τα ματάκια της υπνωμένα ακόμα, και μαχμούρικα, και τον έβλεπε και του χαμογελούσε.
Ω τι απαλού χαμόγελου θεία γλυκάδα είτανε κείνη! Σύγκρυα τονε πιάνανε κάτου από τα χάδια τω ματιών της.
Κ’ έλεγε με το νου του, τι καλά να την είχε μαμά την Πολυξένη! — Δεν μπορούσε τάχατες να είτανε μαμά του;
Μα τόσο μικρές μαμάδες γίνονται; Μόνο αν είτανε αυτός από κείνα τ’ αγοράκια τα κερένια ή τα λαστιχένια, μπορούσε να την έχει μαμά. Αλλά τότες θα ήξαιρε να τη χαίρεται έτσι;
Και χαμογελούσε.
Η Πολυξένη ωστόσο πήγαινε στο μάθημα. Κι αυτός τότε έκλεινε τα ματάκια του κι αποκοιμότανε όλβιος, σαν ένα Χερουβίμ.
Γιατί γινότανε όλα αυτά; Τι δύναμη είχε κείνο το κοριτσάκι και το τραβούσε έτσι; Τι είχε κείνος μέσα του; Ούτε το συλλογίστηκε ποτές αυτό. Άλλωστε είτανε τόσο μικρός.
Ωστόσο αυτά του τα συναιστήματα ποτές του δεν τά ’πε σε κανέναν. Ακόμα ούτε και στη μαμά του, που της έλεγε τόσα άλλα πράματα, που ένιωθε και πιθυμούσε.
Και κείνη δα τον αγαπούσε τόσο πολύ και τού ’καμνε όλες του τις αδυναμίες. Ας είναι. Αυτή η ιστορία βάσταξε καιρό και καιρό.
Μα μη θαρρείτε πια πάλι, πως γινότανε κάθε μέρα! Όχι. Αυτός είτανε πολύ μικρός και δεν πήγαινε στο σκολειό να μαθαίνει γράμματα. Έτσι πήγαινε για να συνηθίζει,για να ξεφορτώνεται και της μαμάς του. Όταν είτανε λίγο βροχερός ο καιρός ή κρύο, δεν τον έστελνε σκολειό η μαμά του. Όταν πάλε είτανε πολύ καλός καιρός, τότες βγαίνανε στην εξοχή και χαιρότανε σαν το προβατάκι, τρέχοντας και χοροπηδώντας.