Αναπάντεχος Επισκέπτης
Παπαγεωργίου Πασχάλης
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Ιούλιος 2010
Τλευταία αισθάνεται ότι δεν έχει τη δύναμη να σηκωθεί από το κρεβάτι του. Αυτός ο συνεχόμενος θόρυβος στο κεφάλι τον έχει αποσυντονίσει, σε σημείο, που σήμερα το πρωί κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια του. Εδώ και αρκετό καιρό, εξαντλώντας τις προσπάθειες με τα διάφορα είδη χαπιών που του έδωσε ο γιατρός, έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια διαλογισμού, που τουλάχιστον κατά τα πρώτα φαινόμενα, δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Για μεγάλο διάστημα και για ορισμένη χρονική περίοδο της ημέρας, κάποιες ώρες το πρωί και κάποιες το βράδυ, ο Αλέξης παρέμεινε ακίνητος και σιωπηλός με την προσοχή του εστιασμένη στη στάση και την αναπνοή. Τοποθετώντας τον εαυτό του στην απογυμνωμένη κατάσταση, της μη-κίνησης και μη-δράσης, ο Αλέξης καθόταν σταυροπόδι με ένα μαξιλάρι στο πάτωμα αντιμετωπίζοντας την ανησυχία που ο θόρυβος του δημιουργούσε. Η ευεργετική επίδραση της σιωπής, που είχε αρχίσει να καλλιεργείται με τον διαλογισμό του, τον βοήθησε αρχικά να μπορεί να αναγνωρίζει το θόρυβο μέσα του, να τον ταξινομεί σε κατηγορίες ανάλογα με το αντικείμενο προέλευσης. Σταδιακά ήλπιζε να κατακλυστεί από μια αίσθηση ειρήνης και γαλήνης σε όλο το εσωτερικό του σύστημα αποβάλλοντας από το κεφάλι του το μόνιμο βουητό που τον τρέλαινε καθημερινά. Το ήξερε όμως, όπως κάθε τι άλλο, ότι απαιτεί διαρκή και τακτική εξάσκηση. Το αποτέλεσμα του διαλογισμού, όπως το ερμήνευε ο ίδιος, ήταν ότι κάθε βράδυ είχε καταφέρει τουλάχιστον να νιώθει διαφορετικά. Εχθές το βράδυ, για παράδειγμα, είχε την αίσθηση ότι κοιμότανε στο δωμάτιο της κουζίνας στον καναπέ, δίπλα στο ψυγείο, αφού το βουητό στο κεφάλι του έμοιαζε με τον ήχο του ψυγείου. Άλλες φορές πάλι ότι κοιμότανε πάνω σε ανοιχτή βάρκα, παρέα με μια εξωλέμβια μηχανή μικρής ισχύος. Όλα σχεδόν τα βράδια είχε την εντύπωση ότι κοιμότανε σε διαφορετικό μέρος, εκτός από το κρεβάτι του, όπου υπήρχε θόρυβος, όχι δυνατός, αλλά σταθερός, έχοντας τρυπώσει στο κεφάλι του. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και σέρνοντας τα πόδια του κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της κουζίνας. Ο καφές φίλτρου ήταν ήδη έτοιμος από το βράδυ. Τον είχε ετοιμάσει γνωρίζοντας ότι το πρωί δεν θα ήταν ικανός για πολλά, έμενε το πάτημα του κουμπιού της μηχανής για να ξεκινήσει ο γνώριμος ήχος της. Ο καφές και ειδικά ο καφές φίλτρου, ένα κύριο κομμάτι της καθημερινότητας της οικογένειας του, έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Ήταν το «σήμα κατατεθέν» στις συγκεντρώσεις των γονιών του στο σπίτι τους μαζί με τους διάφορους συγγενείς και φίλους τους. Η μητέρα του ετοίμαζε τον καφέ με ιδιαίτερη ευλάβεια και ιεροτελεστία αποτελώντας κάθε φορά αντικείμενο συζήτησης, για τον τρόπο παρασκευής του, την ποιότητα κατασκευής της μηχανής και φυσικά, το πιο βασικό, τη γεύση του. Οι γονείς του έπιναν και πρόσφεραν συγκεκριμένη μάρκα καφέ και καθώς τα σχόλια των επισκεπτών ήταν θετικά, για την ποιότητα και τη γεύση του, η ικανοποίηση της μητέρας του Αλέξη ήταν μεγάλη. Ήταν από τις λίγες φορές που άφηνε τον εαυτό της ελεύθερο, να γελάσει, να χαρεί, να εκδηλώσει άφοβα τα αισθήματά της. Οι συχνές ημικρανίες τη βασάνιζαν για πολλά χρόνια και, όπως έλεγε χαρακτηριστικά, φοβόταν μη ξυπνήσει τον «Εγκέλαδο». Υπέφερε από δυνατούς πονοκεφάλους. Η πίεση στο πρόσωπο και στο σαγόνι της, στη μια πλευρά του κεφαλιού, τη συνέθλιβε. Τον πόνο τον περιέγραφε με φωτεινές σπείρες, με φωτεινές κουκκίδες που στροβιλίζονταν μπροστά στα μάτια της ακόμα και όταν τα’κλεινε, κι ύστερα εξελίσσονταν σε απώλεια προσανα-τολισμού, ζαλάδες, ναυτίες και εμετούς.

Αυτό το μοναδικό γεγονός ελευθέρωνε τη μητέρα του έχοντας ως επακόλουθο οι συγκεντρώσεις στο σπίτι να επανα-λαμβάνονται όσο πιο συχνά γινόταν, με τη μυρωδιά του καφέ να απλώνεται σε όλο το σπίτι, και τον Αλέξη, καθώς μεγάλωνε, να τη νιώθει να τρυπώνει από τη μύτη, να εισχωρεί βαθιά στο κεφάλι του. Άρχισε να αισθάνεται περίεργα, κάθε φορά που η μηχανή του καφέ έμπαινε σε λειτουργία. Εκτός από τη μυρωδιά, ο θόρυβος της μηχανής, από τα άλατα του νερού που μαζευόντουσαν, παρέμεινε στο κεφάλι του όλη την υπόλοιπη ημέρα. Τα πρωινά, με το ξεκίνημα, αναπτυσσόταν μια συνεχή αντιπαλότητα, μεταξύ της μυρωδιάς και του θορύβου της. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που άρχισε να συνειδητοποιεί το θόρυβο στο κεφάλι του αφού, με το άκουσμα του ήχου της, είχε αρχίσει να αισθάνεται ότι έχει ένα ραδιόφωνο με παράσιτα στο κεφάλι του με ήχους άλλοτε μονότονους και συνεχείς και άλλες φορές διακοπτόμενους που φεύγουν και επανέρχονται. Η μητέρα του, για να αντιμετωπίσει τη συχνή γκρίνια του, σχετικά με τον θόρυβο, την καθάριζε συχνά γεμίζοντάς τη κατά τα δυο τρίτα με ίση ποσότητα νερού και ξυδιού και βάζοντάς τη σε λειτουργία. Την άφηνε αρκετές ώρες με το νερό και το ξύδι, την ξέβγαλνε καλά και, αφού τη γέμιζε νερό ξανά, την έβαζε σε λειτουργία και, όταν το νερό έβραζε, την άδειαζε και την ξέβγαλνε για ακόμη μια φορά. Ο ήχος, μετά τη διαδικασία, ακουγόταν χαμηλά, η μυρουδιά του καφέ υπερίσχυε του θορύβου της μηχανής στο κεφάλι του. Όμως διαρκούσε λίγο. Μετά από κάμποσες χρήσεις η μηχανή ξανάρχιζε να κάνει θόρυβο. Τα βράδια, που ξάπλωνε να κοιμηθεί, είχε την αίσθηση ότι η μηχανή λειτουργούσε και το βράδυ, ο ήχος ...γρ...γρ...γκρ...γκρ... συνέχιζε στο κεφάλι του, ελαφρύς στην αρχή και μετά σταθερός με χαμηλή ένταση. Τον πρώτο καιρό τα βράδια, καθώς ο ήχος συνεχιζόταν σταθερός στο κεφάλι του, σηκωνόταν από το κρεβάτι του και πήγαινε να κλείσει την πόρτα του δωματίου του, νομίζοντας ότι ήταν ανοιχτή, αφού ο θόρυβος της μηχανής ακουγόταν καθαρά. Όμως την έβρισκε κλειστή και απορούσε με την εντύπωσή του ότι μπορεί κάποιος να έφτιαχνε καφέ τέτοια ώρα, γεγονός που δεν το συνήθιζαν οι γονείς του. Η μητέρα του, εκτός ότι αισθανόταν άσχημα με τη συμπεριφορά του, δυσκολευόταν να βρει ικανοποιητική εξήγηση για τον τρόπο που φερόταν. Το μόνο που είχε διαπιστώσει, και αυτό με επιφύλαξη, ήταν ότι ο Αλέξης γκρίνιαζε και γενικά συμπεριφερόταν παράξενα όταν η μηχανή έμπαινε σε λειτουργία. Ίσως σκέφτηκε να τον ενοχλεί ο θόρυβος. Όσο το σκεφτόταν άλλο τόσο έφτανε στο ίδιο συμπέρασμα. Το συζήτησε με τον πατέρα του και, κατόπιν παρότρυνσής του, αποφάσισε να τη σκεπάζει, όταν ήταν σε λειτουργία, με ένα μεγάλο χάρτινο κουτί τυλιγμένο με αλουμινόχαρτο έχοντας δύο τρύπες στο πάνω μέρος του. Ο ήχος τότε ήταν πνιχτός, βραχνός, σίγουρα πιο σιγανός, αλλά το πρόβλημα ήταν ότι η μηχανή γέμιζε με υδρατμούς λόγω του κουτιού και μετά από λίγες χρήσεις η μηχανή άρχιζε να βγάζει περίεργους ήχους αναγκάζοντας τη μητέρα του να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Από την άλλη τη μεριά, ο Αλέξης αδυνατώντας να εξηγήσει το βουητό στα αυτιά του και μη θέλοντας η μητέρα του να τον πρήξει εάν το μάθαινε, αγωνιωδώς προσπαθούσε να μειώσει τον θόρυβο.

Μια καλή δικαιολογία ήταν το διάβασμα, καταφέρνοντας να επικρατεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ησυχία. Μετά από χρόνια, εξαντλώντας όλα του τα μέσα για να μειώσει το θόρυβο κάποιου αντικειμένου που τον ενοχλούσε, διαπίστωνε ότι μόλις μείωνε το θόρυβου, ένας άλλος θόρυβος ενός άλλου αντικειμένου εμφανιζόταν. Είχαν αρχίσει να προστίθενται ο ήχος του ψυγείου, της κατσαρόλας του μαγειρέματος, της τηλεόρασης, του ραδιοφώνου, του κουδουνιού του σπιτιού όταν οι γονείς του δέχονταν επισκέπτες και ούτω καθ’ εξής. Ο ήχος είχε γίνει κομμάτι του μυαλού του, είχε κατοικήσει στο έσω αυτί, στον λαβύρινθο, έχοντας αναμιχτεί με το υγρό που κυκλοφορεί μέσα του, που όπως έμαθε λεγόταν λέμφος. Από το έσω αυτί ξεκινά το ακουστικό νεύρο καταλήγοντας στα αντίστοιχα εγκεφαλικά κέντρα του ακουστικού φλοιού του εγκεφάλου. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, δεν γνώριζε πόσο καιρό ζούσε με το βουητό στο κεφάλι του, που άν συνεχιζόταν, πίστευε ότι θα έβγαινε έξω από το σώμα του. Τελευταία άρχισε να σκέφτεται τα λόγια του γιατρού: «Πέρα από τα παθολογικά αίτια μπορεί να είναι ακουστικές ψευδαισθήσεις οι οποίες συνοδεύονται από ορισμένες ψυχιατρικές καταστάσεις, που μερικές φορές οι εκβοές αυτές, όπως τις ονόμαζε, μπορεί να γίνονται αντικειμενικά ακουστές και από τους άλλους, όταν ο ήχος ή οι ήχοι είναι αποτέλεσμα ρυθμικών σπασμών του τυμπάνου ή συνέπεια κάποιου καρδιακού φυσήματος».
Ο γιατρός πάντως ήταν καθησυχαστικός:
«Όλοι, του λέει, που έχουν εκβοές στα αυτιά επιθυμούν να τις εξαλείψουν όσο πιο γρήγορα μπορούν. Το πιο σημαντικό είναι να σταθεροποιήσουμε πρώτα το βουητό το οποίο για πολλούς ασθενείς, μετά από μεγάλη χρονική διάρκεια που έχουν τις εκβοές, ήταν πάρα πολύ ωφέλιμο».
Φυσικά δεν προσδιόρισε τη χρονική διάρκεια και όταν ο Αλέξης τον ρώτησε, έδωσε μια απάντηση λέγοντας κάτι για χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι το γεγονός δεν του φάνηκε φοβερό, είχε εξάλλου συνηθίσει το βουητό, αλλά το ότι θα ακουγόταν και στους άλλους, τον τρόμαζε. Φανταζόταν τον εαυτό του να περπατάει στο δρόμο ή να στέκεται στη στάση του λεωφορείου παρέα με άλλους και να ακούγεται το βουητό. Πανικός τον είχε κυριεύσει μένοντας, για μεγάλο διάστημα, κλεισμένος στο σπίτι του. Όχι ότι τον ένοιαζε για τους άλλους, ουδέποτε στη ζωή του δημιούργησε την ανάγκη σε κάποιον να πει τη γνώμη του γι’ αυτόν, αλλά με το βουητό συγκεκριμένα φοβόταν ότι θα τον προσέξουν. δεν ήθελε να τον προσέχει κανείς. Προσπαθούσε να είναι διακριτικός σε ότι έκανε, είχε απαιτήσεις από τους ανθρώπους γύρω του, όχι παράλογα πράγματα, απλά να τον δέχονται όπως είναι, χωρίς απαραίτητα να προσπαθήσουν να τον καταλάβουν. Εάν προσπαθούσαν, εκτός του ότι έπρεπε να αφιερώσουν χρόνο, έπρεπε να έρθουν και σε μια αντιπαράθεση με τον ίδιο τους τον εαυτό. Γιατί ως κοινωνικοί άνθρωποι, εφαρμόζοντας τις δικές τους κοινωνικές συμπεριφορές, δεν θα κατάφερναν να κατανοήσουν τη συμπεριφορά του. Η
εσωστρέφεια, που χαρακτηρίζει τον τρόπο ζωής του, είναι τέτοια που ο ίδιος νιώθει ότι βρίσκεται στη δική του παρέα -δεν προσδοκούσε από τους άλλους να τον καταλάβουν -απλά ζητούσε να συμμερισθούν την αυτοκατανόησή του. Μπορούσε να είναι μαζί με κάποιον όταν υπήρχε η σιωπηρή συμφωνία, ότι ο ένας συμμερίζεται την αυτοκατανόηση του άλλου. Οι εντυπώσεις του, εντυπώσεις ενός μοναχικού ατόμου αποτυπώνονταν πιο βαθιά και έντονα απ΄ότι σ΄ένα κοινωνικό άτομο, οι σκέψεις του ήταν πιο βαριές, πιο ιδιόμορφες και πάντα λίγο θλιμμένες. Εικόνες και εντυπώσεις, που μ΄ένα γέλιο σε μια ανταλλαγή σκέψης, θα μπορούσαν εύκολα να ξεχαστούν, απασχολούσαν τον Αλέξη υπερβολικά, κατακάθιζαν στην ψυχή, έπαιρναν μεγάλες διαστάσεις, γίνονταν περιπέτεια, αίσθημα. Παρότι στη μοναξιά ωριμάζει το πρωτότυπο, η τολμηρή και απόκοσμη ομορφιά, ωριμάζουν και τα αντίθετά τους: Η υπερβολή, το ασυνάρτητο, το αθέμιτο. Εικόνες και καθημερινά γεγονότα τον έφερναν σε αναταραχή, αλλάζοντας συχνά την ψυχική του διάθεση. Χωρίς το λογικό του να του δημιουργεί δυσκολίες, χωρίς να του προσφέρει υλικό για σοβαρή απασχόληση, διαπίστωνε πως όλα αυτά υπήρχαν μέσα του από φυσικού του και αυτή ακριβώς η αντίφαση τον ηρεμούσε. Δεν αισθανόταν μόνος, ούτε υπέφερε ζώντας μια ελλειμματική κατάσταση, όπως ένας άνθρωπος μόνος δίχως αφοσίωση, αγάπη, ζεστασιά αλλά κυρίως δίχως το πολύτιμο συναίσθημα ότι υπάρχει κάποιος στον κόσμο για τον οποίο είναι
σημαντικός. Ο μόνος, τα χρειάζεται όλα αυτά, αλλά δεν ξέρει πως να τα πάρει απο τους δίπλα του γιατί δεν έχει τρόπους να τους πλησιάσει και έτσι αργά ή γρήγορα όταν βρεθεί ανάμεσα στους άλλους θα αισθανθεί και πάλι μόνος.
Έβαλε τη μηχανή σε λειτουργία και, ασυναίσθητα, δίχως να το συνειδητοποιήσει, κατευθύνθηκε προς την πόρτα της κουζίνας που έβγαζε σε μια μικρή βεράντα, με σκοπό να την ανοίξει, να βγει έξω η γάτα. Κοντοστάθηκε μπροστά της και το πρόσωπό του σκοτείνιασε συνειδητοποιώντας ότι είχαν γίνει μεγάλες αλλαγές στη ζωή του τον τελευταίο καιρό. ούτε την απουσία της γάτας στο σπίτι δεν είχε προσέξει. Αν και διατηρούσε μια ουδέτερη στάση απέναντί τους-δεν ήταν καταρχήν σίγουρος ότι τις συμπαθούσε ή τις αντιπαθούσε-η διαμονή του με το τετράποδο του δημιούργησε μέσα του τέτοια συναισθηματική εναλλαγή. καταβάλοντας συχνά προσπάθειες να την καταλάβει. Ο λόγος βασικά ήταν ότι, εκτός του ότι η Λούση, η γάτα τους, ήταν μέλος της οικογένειας, η εμμονή της μητέρας του να τον παρομοιάζει μαζί της τον είχε αρχικά εξοργίσει αλλά μετά με τον καιρό συμπέρανε ότι δεν είχε νόημα να χαλάει τη διάθεσή του, υιοθετώντας παράλληλα μια αδιάφορη στάση απέναντι της. Όμως, από την άλλη μεριά, δεν μπορούσε να παραβλέψει το γεγονός ότι η συμπεριφορά της γάτας έχει ορισμένα χαρακτηριστικά που την κάνουν να ξεχωρίζει από τα άλλα εξημερωμένα ζώα. Το ζώο έχει καταφέρει ένα μοναδικά επιτυχημένο συμβιβασμό ανάμεσα στην εμπιστοσύνη προς τον ιδιοκτήτη του και στη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και της περιορισμένης κοινωνικότητάς του. Η μητέρα του, παρατηρώντας καθημερινά την ασυνήθιστα ιδιόμορφη συμπεριφορά και συχνά ανεξήγητη ιδιότροπη φύση της, κατέληξε στο συμπέρασμα – όπως η ίδια συνεχώς τόνιζε – της ομοιότητάς της με αυτή του Αλέξη.
Η συμβίωσή του μαζί της, ένας εμφανής εξαναγκασμός σύμφωνα με την άποψή της, την είχε αναγκάσει να προσπαθεί καθημερινά να κατανοήσει την συμπεριφορά του ώστε να επιτύχει μια αρμονική σχέση μαζί του. Όσο πιο συχνά τον παρατηρούσε τόσο έβλεπε την ανάγκη του να επιζητεί να μένει μόνος, ακόμη κι από τη μικρή του ηλικία, όταν αδιαφορούσε να βγαίνει έξω και να παίζει με τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Όσο μεγάλωνε, η ανάγκη του για μοναξιά ήταν πιο συχνή και η ανησυχία της μητέρας του πιο μεγάλη για το τι θα συμβεί όταν η ίδια θα κλείσει τα μάτια της. Η προοπτική μιας στενής σχέσης με φίλο ή κάποια κοπέλα που θα μπορούσε να έχει ο Αλέξης της φαινόταν όλο και πιο μακρινή όσο περνούσαν τα χρόνια. Το όριο μεταξύ μοναξιάς και μοναχικότητας ήταν δύσκολο να αναγνωριστεί από τη μητέρα του. Συχνά προσπαθούσε να πλησιάσει την όποια ανταλλαγή αγάπης μεταξύ τους. Οι περισσότεροι γονείς αγαπάνε τα παιδιά τους και μπορούν να νιώσουν μια ζεστασιά στην ψυχή τους όταν τα βλέπουν ή τα σκέφτονται και να εκδηλώνονται ανάλογα. Η εκδήλωση της αγάπης από τον Αλέξη γινόταν με διαφορετικό τρόπο. Στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στον τρόπο συμπεριφοράς που είχε κάποιος απέναντί του. Η αρχική προσέγγιση μαζί του σου δημιουργούσε την εντύπωση ότι χρειάζονταν να μαντεύεις κάθε φορά που του έλεγες κάτι, εάν τον πείραξε ή όχι. Εάν συνέχιζες, θα διαπίστωνες ότι και πάλι το ίδιο συνέβαινε, μια και ήταν ο κώδικας συμπεριφοράς του, το σημείο προσέγγισης μαζί του, που εάν το καταλάβαινες θα έβρισκες απέναντί σου έναν άνθρωπο όχι τόσο διαφορετικό όσο νόμιζες. Η μητέρα του, αν και ζούσε μαζί του χρόνια, δεν κατάφερε να το αντιληφθεί και ίσως είναι το μοναδικό που σκέφτεται με λύπη για κείνη. Η κατανόηση που έδειχνε απέναντί της επαρκούσε να δημιουργήσει τον κατάλληλο χώρο ώστε να είναι μαζί της, χωρίς να είναι αλυσοδεμένος με μητρική αγάπη. Υπήρχε μια δύσκολη συμβίωση που η βασική της αιτία­έστω και εάν πρόκειται για μια σχέση μητέρας και γιου-ήταν η απαίτηση να ζεις με κάποιον στον ίδιο χώρο δίχως να προσπαθείς να καταλάβεις ότι υπάρχουν άνθρωποι, όπως ο Αλέξης, ευτυχισμένοι με ένα διαφορετικό τρόπο ζωής από εκείνο που θεωρείς εσύ φυσιολογικό.
Έκλεισε την πόρτα της βεράντας της κουζίνας, σερβίρισε τον καφέ του απολαμβάνοντας την ωραία γεύση του και έδιωξε τις δυσάρεστες σκέψεις που πήγαν να γεμίσουν το μυαλό του. Ήταν πολύ πρωί. Είχε μπροστά του όλη την ημέρα. Του φάνηκε ότι ο χρόνος που είχε στη διάθεση του ήταν μεγάλος, αρκετός να κάνει όσα πράγματα ήθελε να κάνει. Πολλοί άνθρωποι σκέφτηκε δεν έχουν χρόνο, ο χρόνος τους δεν είναι αρκετός, μια και τα θέλω τους είναι πολλά και τα πρέπει ακόμα περισσότερα.
Τον τελευταίο καιρό ζει μόνος. Ο θάνατος της μητέρας του, τα διαδικαστικά της κηδείας της, τα επακόλουθα-τριήμερα, εννιάμερα, σαραντάμερα-ήταν δύσκολα για τον ίδιο. Έμενε καιρό στο σπίτι χωρίς να ξεμυτίσει καθόλου. Δεν σήκωνε το τηλέφωνο αλλά ούτε άνοιγε την πόρτα όταν του χτυπούσαν το κουδούνι­έστω αυτοί οι λίγοι που γνώριζε. Για πολλές μέρες έμεινε σταθερά προσκολλημένος στη σιωπή του. Δεν έβλεπε, ούτε μιλούσε σε άνθρωπο και σιγά σιγά άρχισε να αισθάνεται πιο δυνατός μέσα στη μοναξιά του, λες και οι περιορισμοί που έχει επιβάλει στον εαυτό του τον έχουν κατά κάποιο τρόπο εξευγενίσει, εξοικειώνοντάς τον και πάλι με τον άνθρωπο που είχε φανταστεί ότι είναι.
Πιστεύει ότι γεννήθηκε την κατάλληλη εποχή συνδυάζοντας με τον καλύτερο τρόπο το κύριο χαρακτηριστικό της, την αποξένωση, και από την άλλη τις άπειρες δυνατότητες μέσω τεχνολογίας να εργάζεται στο σπίτι του, χωρίς να είναι αναγκασμένος να βρίσκεται μαζί με άλλους ανθρώπους. Ο Αλέξης, ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής του, τελειώνοντας το γυμνάσιο έδωσε εξετάσεις και πέρασε ως προγραμματιστής στο καινούργιο τμήμα της πληροφορικής που είχε δημιουργηθεί στο πανεπιστήμιο του Πειραιά. Κατάφερε, από την αρχή κιόλας της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, να συνεργαστεί με μια εταιρεία λογισμικού η οποία με τη βοήθειά του ανέπτυξε ένα λογιστικό πρόγραμμα. Το πρόγραμμα είχε ανέλπιστα γρήγορη ανταπόκριση από τα λογιστικά γραφεία και ο Αλέξης βρέθηκε, χωρίς καν να το καταλάβει, να έχει ένα σταθερό ικανοποιητικό μισθό, που η εταιρεία τα κάλυπτε από τα χρήματα που πλήρωναν οι πελάτες για τη συντήρησή του. Δημιουργήθηκε μια επαγγελματική σχέση όπου η εταιρεία δεν ήταν υποχρεωμένη να έχει κάποιον ως μόνιμο υπάλληλο, και ο Αλέξης, εκτός του ότι ζούσε σχετικά άνετα με την αμοιβή του, δεν χρειαζόταν να πηγαίνει στα γραφεία της. Η επικοινωνία και η παράδοση της εργασίας του γινόταν μέσω του διαδικτύου και τα χρήματα πιστώνονταν αυτόματα στο λογαριασμό του. Έχει την εντύπωση ότι ζει στον παράδεισο αφού εκπληρώθηκε η μεγάλη του επιθυμία που είχε από μικρός, να μην είναι αναγκασμένος να βρίσκεται ανάμεσα σε κόσμο. .......