Το ανεξήγητο στα ανοιξιάτικα τα παιδικά τα ζάλα μου,
το κίτρινο φεγγάρι το λαξευμένο στα όνειρα μου, αναζητώ
στα φαράγγια τ’ ουρανού, στις θαλασσινές πηγές, στα
παιδικά τα παραμύθια.
Το αναζητώ ακόμα και στα όμορφα τα μάτια της
δασκάλας μου.
Με σοβαρότητα ώριμου άντρα την πλησίασα κάποιο
βράδυ και τις είπα. Κυρία θέλω να σας μιλήσω για κάτι
που έχω μέσα μου μα δεν μπορώ εδώ στη μέση του δρόμου.
Σας παρακαλώ μη με παρεξηγήσετε είμαι μαθητής σας
κοπέλι ακόμα μα όμως..
Εντάξει Γιάννη εδώ δεν θα μας δει κάποιος πες μου
λοιπόν τι είναι αυτό που θέλεις να μου πεις.
Κυρία ξέρω πως μικρός είμαι ακόμα μαθητής σας και ίσως
με τιμωρήσετε, όμως θέλω να σας πω, πως θαυμάζω το
υπέροχο σώμα σας, τα όμορφα τα μάτια σας, μα και τα
βελούδινα τα χείλη σας.
Τις νύχτες στα όνειρα μου θαρρώ πως μεγαλώνω αρκετά
και στα σοκάκια της ζωής είστε κοντά μου, πολύ κοντά
μου.
Ξέρω πως αύριο το πρωί στο σκολειό θα με τιμωρήσετε,
όμως να ξέρετε, δε με νοιάζει...
Πόσο έξω έπεσα, καμιά αντίδραση, εκτός από το γλυκό
προσωπάκι της. Ανταύγειες στην απόχρωση του κόκκινου
το κάλυψαν.
- Σ’ ευχαριστώ πολύ Γιάννη μου είπε κι’ εξαφανίστηκε.
Ακόμα πιο μεγάλη ήταν η έκπληξη μου όταν την
επομένη μέρα το πρωί μου άλλαξε θέση. Στο πρώτο θρανίο
με έβαλε, απέναντι από την έδρα δηλαδή, μα και κάτι
ακόμα, ποτέ μα ποτέ δεν με σήκωσε να πω το μάθημα.
Ποτέ μα ποτέ δε με χτύπησε με τη βέργα της σε αντίθεση
με τις προηγούμενες μέρες που καθημερινά σχεδόν τα
χέρια μου πρησμένα ήταν από τη βέργα της.
Βέβαια το πρώτο θρανίο “πειρασμός” ήταν, πρόδηλος ο
λόγος, γι’ αυτό και πολλά αγόρια το επιζητούσαν με
πάθος.
Διαολοκοπέλι με αποκαλούσαν πολλοί στο χωριό και
εδώ που τα λέμε άδικο δεν είχαν.
Αναρχικό, απείθαρχο, πειραχτήρι σκέτο, ανήσυχο
αγριοπούλι, μα και ευαίσθητο, παραπονιάρικο.
Πολλά διηγήματα – αληθινές ιστορίες – έχω γράψει
σε άλλα μου βιβλία. Ένα τεφτέρι από φύλα χαρτιού
ραμμένα με κλωστή με βοήθησε να θυμηθώ τα παιδικά τα
κατορθώματα μου, τα μεγάλα, τα πολλά.
Μια λέξη μόνο διαβάζω κι’ απόψε.“Μολεμένος” στην
κρητική διάλεκτο “Βρομιάρης” δηλαδή.
Θυμάμαι πως είναι μια ανέκδοτη ιστοριούλα με μπόλικο
αλατοπίπερο.
Εκείνο το βράδυ ο Μιχάλης ο καφετζής ετοίμαζε το λουξ
για να το ανάψει μιας και σε λίγο η νύχτα θα έκανε την
εμφάνιση της.
Το χωριό μου βέβαια δεν είχε ακόμα ηλεκτρικό ρεύμα.
Με είδε λοιπόν ο Μιχάλης κάποια στιγμή στην άλλη
άκρη της μικρής πλατείας του χωριού μου, που στα μάτια
μου τα χρόνια εκείνα φαινόταν όμορφη μα και αρκετά
μεγάλη και με κινήσεις των χεριών του μου έλεγε να πάω
γρήγορα κοντά του.
- Γιαννιό μου είπε ψιθυριστά, έχεις την ασφεντόνα μαζί
σου;
- Ναι του είπα κι’ εγώ ψιθυριστά.
- Για κοίταξε μου είπε απέναντι στο χάλασμα από το
παραθύρι τ’ ανοιχτό το χωρίς παραθυρόφυλλα, τι θωρείς;
Εγώ πήγα να βάλω τα γέλια μα με πρόλαβε κλείνοντας
μου το στόμα με το χέρι του. Κάποιος έκανε ότι έκανε και
ο γυμνός πισινός του φαινόταν καθαρά.
- Γιαννιό παίξε του μια να την ανεστοράται. Αυτός κάθε
βράδυ στο ίδιο μέρος έρχεται και μας βρωμίζει το μέρος ο
μολεμένος.
Άλλο που δεν ήθελα έβαλα στη σφεντόνα μου την
κατάληλη πέτρα και πλησίασα. Σιγά και μην αστοχούσα
εγώ χτύπαγα δεκάρες στα δέκα μέτρα.
Τέντωσα λοιπόν τα λάστιχα και η πέτρα μου άρχισε το
ταξίδι για τον στόχο της.
Ακούστικε τότε ένα δυνατό και παρατεταμένο Ωχχχ..
και ο μολεμένος εξαφανίστηκε μα και για πάντα.
Στο καφενείο βέβαια έγινε χαλασμός από τα γέλια.
Μια σταλιά παιδί ακόμα και στις κοπελιές τις όμορφες
του χωριού μου όλο και κάποιο παίνεμα είχα να πω, μια
μαντινάδα να γράψω για την κάθε μια.
Εγώ όμως στους δρόμους τ’ ουρανού περιπατούσα τις
νύχτες ψάχνοντας ανάμεσα από τα άστρα το δικό μου το
αυτοκόλλητο, αυτό που θα μου έλεγε πάντα.
“Σ’ αγαπώ”
Αξύπνητο μου όνειρο του χθες του τώρα,
το χρώμα των ματιών σου πώς να το δω,
στις καταιγίδες της ψυχής μου στη μπόρα,
φεγγάρι που δεν σε γνωρίζω μα σ’ αγαπώ.
Περίεργο μου όνειρο κανακεμένο,
χαμόγελο μου ερωτικό,
στης καρδιάς μου το δάσος χαμένο,
τραγούδι μου άφωνο, δραματικό.
Ζωγραφίζω τις νύχτες με άχρωμο χρώμα,
σε σταθμούς της ζωής ξεχασμένους,
μα το χαμόγελο σου δεν το είδα ακόμα,
κι’ αν με χίμαιρες παλεύω κι’ ανέμους.
Τα χνάρια σου ακολουθώ ένα ένα,
λαχτάρα μου κι’ εξαίσια προσμονή,
μα είναι με χιόνια καλά σκεπασμένα,
μοιραία του άχρονου χρόνου αναμονή.
Τα χείλη σου πώς να φιλήσω τ’ άγνωμα,
ελπίδα που γεννιέται μ’ αυταπάτες,
τα πεφταστέρια δώρα άδωρα,
οφθαλμαπάτες στις δικές μου στράτες.
Την όστρια χαϊδεύω που σ’ αγγίζει,
και μένω με μι’ αχλή παρηγοριά,
πώς να σε δω με ένα λύχνο που φεγγίζει,
και μια “Αργώ” που είναι ακόμα στα σκαριά.
Άχραντο όνειρο της άνοιξης και του χειμώνα,
ν’ αφουγκραστώ να το μπορούσα την πνοή σου,
απ’ τον φεγγίτη του δικού σου “Παρθενώνα”
να μπει η δική μου η ζωή μες τη δική σου.
Ήταν Θυμάμαι μέρα σκόλη στο καφενείο είχαν στήσει
το χορό, κι’ ήταν εκεί με μια ματιά της σα να μου έλεγε
για εκείνη ήμουν εγώ.
Ήταν σγουρόμαλλη πεταλουδίτσα κι’ ήμουν με μια
σφεντόνα κυνηγός, τα βόλια βρήκαν στόχο κι’ εγώ στις
άνοιξης τα ζάλα οδηγός.
Σ’ αγαπώ!
Παιδικά, ερωτικά παιχνίδια, στη σκιά του θεού έρωτα.
Λευκά πέταλα, από τα εντελβάις, τα άδολα μεταξένια
λουλούδια.
Σ’ αγαπώ!
Και ήταν τόσο αθώο…
Το πρώτο ραντεβού.
Βράδιασε περιμένω του φεγγαριού το ασημένιο φως.
Αφουγκράζομαι των αστεριών τους ήχους, τους
αγχωμένους παλμούς της καρδιάς μου.
Συνομιλώ για λίγο με τις ανάσες της σκέψης μου.
Τα βήματα της ανάλαφρα, διστακτικά.
Ντροπιάρικα χαμόγελα στη μεγάλη, την παρθένα ώρα.
Ένα δάκρυ κατηφορίζει για να ποτίσει το καυτό χώμα.
Η υπόσχεση, η ελπίδα των μελλοντικών ονείρων
σμιλεύεται στις γραμμές των χεριών, στην αιωνιότητα.
Λυκόφως. Οι χρωστήρες της νύχτας αναδεύουν τα
συμπαντικά χρώματα, βιάζονται να σκορπίσουν το
μαύρο.
Αντιφεγγίζει το λειψό φεγγάρι στις μελωδίες του
χρόνου.
Θρυμματισμένα, ανάκατα συναισθήματα της ερωτικής
αλήθειας, του ντροπιάρικου έρωτα, των οριζόντων της
ευτυχίας.
Το πολικό άστρο ένας τρεμάμενος κομήτης μπροστά
στη θέα της γυμνής Εύας.
Το δάκρυ της πούλιας ακατέργαστος πολύτιμος λίθος
για το πρωτόγνωρο, την απώλεια, τον πόνο, την ηδονή.
Παιχνίδια της αγίνωτης ζωής.
Ταξίδι στων λουλουδιών τα μονοπάτια, στο χαμόγελο του
φεγγαριού.
Το πρώτο σκίρτημα της εωθινής αύρας της παρθένας
αυγής.
Στο στερνό, το κρυφό, το απαγορευμένο από τ’ άστρα
και τα φεγγάρια ραντεβού.
Το πρώτο δάκρυ, το μοιραίο.
Τα μεταξένια φιλιά το χάδι μιας σύντομης, άδολης
αγάπης.
Το ξημέρωμα θαρρείς και άλλαξε θωριά, ο έρωτας στα
μάτια μου κι’ η ζωγραφιά της είναι εδώ, πιο όμορφη η
ζωή.
Μα είμαι ακόμα στο χωριό, αλλιώτικα τα ζάλα στα
καλντερίμια, τα σοκάκια του, στις γειτονιές τις
μοσχομυρωδάτες.
Ένα σταυρόλεξο να λύσω προσπαθώ, μα έχω χάσει το
κοντύλι το παλιό, στον τοίχο έχω κρεμάσει τη σφεντόνα
κι’ είναι καιρός στον ήλιο τα φτερά μου να στεγνώσω, να
μάθω κόντρα στον αέρα να πετώ μα στη μανία του
Χαντριανού βορρά παραπατώ.
Περνούν οι μέρες και θυμάμαι.
Θυμάμαι τα λόγια του Μιχάλη του καφετζή στους
γονείς μου ύστερα από την ηλεκτρική εγκατάσταση που
έκανα στη γιορτή της Παναγίας στο καφενείο του.
Και μη ξεχνάτε όπως σας είπα και άλλες φορές το Γιαννιό
δεν είναι για το χωριό, να το στείλετε να σπουδάσει.
Ένας λόγος ήταν, για να σπουδάσω έπρεπε να με
στείλουν στην πόλη που όμως η μητέρα μου έλεγε πως
είμαι τόσο ζωηρό παιδί που θα πνιγώ κάποια μέρα στη
θάλασσα ή θα ανατιναχτώ με κάποια αυτοσχέδια
τρακατρούκα σαν εκείνες που ρίχναμε το Πάσχα το βράδυ
της ανάστασης.
Για παράδειγμα έφερνε πάντα το σοβαρό τραυματισμό
μου με εκείνη τη σφαίρα, τον κάλυκα δηλαδή που
ανατινάχτηκε στο χέρι μου πριν δυο χρόνια περίπου με
αποτέλεσμα να το κάνει να μοιάζει με κακοτράχαλο
χωράφι.
Οι τρακατρούκες όπως είπαμε, ήταν σχετικά
ακίνδυνες, γιατί ήταν κατασκευασμένες με χαρτί.
Μάλιστα τις κρατούσαμε πολλές φορές από την μια γωνιά
και έσκαγαν στα χέρια μας.