Επιστολή συγγνώμης
(1876)
Χάρτφορντ, 14 Ιουνίου 1976
Απαντώ μετά από πολύ καιρό στο γράμμα σας, αγαπητή μου δε-
σποινίδα Χάριετ, μα δεν πρέπει να ξεχνάτε πως πέρασε εξίσου πο-
λύς καιρός μέχρι να το λάβω, κι έτσι είμαστε πάτσι, και κανείς από
τους δυο μας δεν πρέπει να θεωρηθεί πως έσφαλε.
Ειλικρινά δικός σας,
Σ. Λ. Κλέμενς, Μαρκ Τουέιν
Οι συνέπειες της ασυγκράτητης γλώσσας
(από μία αυτοβιογραφική υπαγόρευση του 1906)
Καθόλη τη διάρκεια των πρώτων δέκα ετών του έγγαμου βίου μου,
πρόσεχα συνεχώς και διακριτικά τον τρόπο που εκφραζόμουν όσο
βρισκόμουν στο σπίτι, κι έβγαινα έξω, για την ακρίβεια απομακρυ-
νόμουν, όταν οι καταστάσεις με ξεπερνούσαν, αναζητώντας λύτρω-
ση. Ο σεβασμός και η αποδοχή από την πλευρά της συζύγου μου
ήταν για μένα σημαντικότερα από το σεβασμό και την αποδοχή
ολόκληρου του υπόλοιπου ανθρώπινου γένους. Έτρεμα τη μέρα
που θα ανακάλυπτε το γεγονός ότι ήμουν απλώς ένας φοβισμένος
υποκριτής με καταπιεσμένο λόγο. Ήμουν τόσο προσεκτικός, για
δέκα χρόνια, που δεν είχα καμία αμφιβολία ότι είχα καταφέρει να
καταπνίξω τη γλώσσα μου. Κι έτσι, ήμουν τόσο χαρούμενος μέσα
στην ενοχή μου, σαν να ήμουν πραγματικά αθώος.
Μα, τελικά, μια άτυχη στιγμή με έκανε να εκτεθώ. Ένα πρωι-
νό, πήγα στο μπάνιο για να πλυθώ και να ξυριστώ, και ξέχασα την
πόρτα πέντε έξι εκατοστά ανοιχτή. Ήταν η πρώτη φορά που ξέ-
χασα να πάρω τα μέτρα μου κλείνοντάς την εντελώς. Αυτό ήταν
κάτι απαραίτητο, γιατί το ξύρισμα αποτελούσε πάντα μια σκληρή
δοκιμασία που σπάνια κατάφερνα να ολοκληρώσω χωρίς «λεκτι-
κή βοήθεια». Αυτή τη φορά, ήμουν απροστάτευτος, μα δεν το είχα
υποψιαστεί. Δεν αντιμετώπισα κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα με το
ξυράφι μου και κατάφερα να τα βγάλω πέρα απλά μουρμουρίζο-
ντας και γρυλίζοντας, χωρίς ιδιαίτερο θόρυβο ή ένταση, χωρίς ξε-
σπάσματα και γαβγίσματα. Ύστερα, φόρεσα ένα πουκάμισο. Τα
πουκάμισά μου είναι δική μου εφεύρεση. Ανοίγουν στο πίσω μέρος
και κουμπώνουν εκεί – όταν υπάρχουν τα κουμπιά. Αυτή τη φορά
όμως το κουμπί έλειπε. Αμέσως με πλημμύρισε ο θυμός κι άρχισα
να ξεστομίζω λόγια με ορμή και δύναμη. Μα δε με ένοιαζε, γιατί
η πόρτα του μπάνιου ήταν συμπαγής και, όπως πίστευα, κλειστή.
Όρμησα στο παράθυρο και πέταξα το πουκάμισο έξω. Προσγειώ-
θηκε πάνω στους θάμνους όπου οι περαστικοί που πήγαιναν εκκλη-
σία μπορούσαν να το θαυμάσουν, αν ήθελαν. Η απόσταση ανάμεσα
σε αυτούς και το πουκάμισο ήταν μονάχα δεκαπέντε μέτρα γρασι-
διού. Χωρίς να σταματήσω τη μουρμούρα και την γκρίνια, φόρεσα
ένα άλλο πουκάμισο. Και πάλι το κουμπί έλειπε. Άρχισα να βγαίνω
εκτός εαυτού και πέταξα κι αυτό το πουκάμισο έξω από το παρά-
θυρο. Ήμουν τόσο θυμωμένος, τόσο έξαλλος, που φόρεσα το τρί-
το πουκάμισο χωρίς να το ελέγξω. Και πάλι το κουμπί έλειπε, και
ακολούθησε, και αυτό το πουκάμισο, τους συντρόφους του, ταξι-
δεύοντας έξω από το παράθυρο. Ύστερα κορδώθηκα, συγκέντρωσα
τις δυνάμεις μου, και αφέθηκα ελεύθερος να εκφραστώ λες κι έκανε
έφοδο το ιππικό. Κάπου στη μέση αυτής της λεκτικής εφόδου, το
βλέμμα μου έπεσε στη μισάνοιχτη πόρτα και παρέλυσα.
Μου πήρε αρκετή ώρα να τελειώσω με το ξύρισμά μου. Παρέ-
τεινα το χρόνο αδικαιολόγητα, στην προσπάθειά μου να αποφασί-
σω τι θα ήταν καλύτερο να κάνω σε αυτήν την περίπτωση. Ήθελα
να ελπίζω ότι η κυρία Κλέμενς κοιμόταν, πράγμα απίθανο. Δεν
μπορούσα να το σκάσω από το παράθυρο. Ήταν στενό, μόνο τα
πουκάμισα χωρούσαν. Τελικά, αποφάσισα να περάσω με άνεση και
θάρρος μέσα από την κρεβατοκάμαρα, με ύφος κάποιου που δεν
είχε κάνει τίποτα μεμπτό. Διέσχισα τη μισή απόσταση επιτυχώς.
Δεν έστρεψα το βλέμμα μου προς αυτήν, κάτι τέτοιο δε θα ήταν
διόλου ασφαλές. Είναι πολύ δύσκολο να παριστάνεις ότι δεν έχεις
κάνει τίποτα όταν ισχύει ακριβώς το αντίθετο, και σιγά σιγά, καθώς
προχωρούσα, άρχισα να αμφιβάλλω για το αν τα κατάφερνα. Κα-
τευθυνόμουν προς την αριστερή πόρτα, που ήταν πιο μακριά από τη
γυναίκα μου. Αυτή η πόρτα δεν είχε ανοίξει ποτέ από την ημέρα που
χτίστηκε το σπίτι, μα στα μάτια μου τώρα φάνταζε σαν ευλογημέ-
νο καταφύγιο. Το κρεβάτι ήταν αυτό όπου τώρα είμαι ξαπλωμένος
πάνω του και υπαγορεύω αυτές τις ιστορίες, κάθε πρωί, με τόση
ηρεμία. Ήταν αυτός ο ίδιος παλιός περίτεχνος σκαλιστός μαύρος
βενετσιάνικος σκελετός, το πιο άνετο κρεβάτι που έχει φτιαχτεί
ποτέ, με αρκετό χώρο για ολόκληρη οικογένεια, με σκαλιστούς αγ-
γέλους που δεσπόζουν στις στριφογυριστές κολόνες, με κεφαλάρι
και ποδαρικό που προσφέρουν στους κοιμώμενους απόλυτη ηρεμία
κι ευχάριστα όνειρα. Αναγκάστηκα να σταματήσω στη μέση του
δωματίου. Δεν είχα τη δύναμη να συνεχίσω. Ήμουν βέβαιος ότι
δυο μάτια με κοιτούσαν επικριτικά, ότι ακόμη και οι σκαλισμένοι
άγγελοι με κοιτούσαν με εχθρικό βλέμμα. Ξέρετε πώς είναι όταν
είστε σίγουροι ότι κάποιος πίσω σας σας κοιτάζει επίμονα. Οφείλετε
να γυρίσετε προς το μέρος του, δεν μπορείτε να κάνετε αλλιώς. Έτσι
κι εγώ στράφηκα προς τα κει. Το κρεβάτι ήταν τοποθετημένο όπως
και τώρα, με το κάτω μέρος του να βρίσκεται εκεί όπου θα έπρεπε
να βρίσκεται το κεφαλάρι. Αν είχε τοποθετηθεί όπως θα έπρεπε, το
ψηλό κεφαλάρι θα με είχε κρύψει. Όμως το ποδαρικό του κρεβα-
τιού δεν προσέφερε αρκετή προστασία, γιατί φαινόμουν από πάνω.
Ήμουν εκτεθειμένος. Εντελώς απροστάτευτος. Έστρεψα το βλέμ-
μα μου, μην μπορώντας να κάνω διαφορετικά... Και η ανάμνηση
αυτού που αντίκρισα παραμένει ζωντανή, μετά από τόσα χρόνια.
Πάνω στα λευκά μαξιλάρια, είδα το κεφάλι με τα μαύρα μαλ-
λιά, αυτό το νεανικό και όμορφο πρόσωπο. Και μέσα σ’ αυτά τα
ευγενικά μάτια, είδα κάτι που δεν είχα δει ποτέ ξανά. Άστραφταν
και βρόνταγαν από αγανάκτηση. Ένιωσα να καταρρέω. Ένιωσα
να συρρικνώνομαι και να εξαφανίζομαι, κάτω από το αιχμηρό της
βλέμμα. Μπροστά σ’ αυτήν την πυρκαγιά που απειλούσε να κατα-
στρέψει τα πάντα, έμεινα σιωπηλός περίπου για ένα λεπτό, αν και
μου φάνηκε σαν να πέρασε πάρα πολύς καιρός. Τότε, τα χείλη της
συζύγου μου μισάνοιξαν και από μέσα βγήκε το τελευταίο σχόλιο
που έκανα ενώ βρισκόμουν στο μπάνιο. Τα λόγια, τα είπε τέλεια
μα η έκφρασή της ήταν βελούδινη, αταίριαστη, διόλου πειστική,
άστοχη, αφελής, αστεία, υπερβολικά άτονη κι εντελώς ακατάλληλη
για τόσο σπουδαία λόγια. Σε ολόκληρη τη ζωή μου δεν είχα ακούσει
ποτέ κάτι τόσο ασυντόνιστο, δυσαρμονικό, δυσανάλογο και ανακό-
λουθο, όσο αυτά τα σκληρά λόγια με αυτήν την απαλή μουσική.
Προσπάθησα να συγκρατηθώ και να μη γελάσω γιατί ήμουν ένοχος
και χρειαζόμουν ευσπλαχνία κι έλεος. Προσπάθησα να μην ξεσπά-
σω σε γέλια και τα κατάφερνα... Μέχρι που είπε, με σοβαρό ύφος
«Ορίστε, τώρα ξέρεις πώς είναι ν’ ακούς κάτι τέτοιο».
Τότε έγινε η έκρηξη και θραύσματα της ύπαρξής μου εκτοξεύ-
τηκαν σφυρίζοντας στον αέρα. Και είπα «Ω, Λίβι, αν αυτό που
είπα ακούγεται έτσι, τότε δε θα το ξανακάνω ποτέ!».
Ύστερα άρχισε κι εκείνη να γελά. Είχαμε ξελιγωθεί και συνεχί-
σαμε να γελάμε μέχρι που εξαντληθήκαμε σωματικά και συμφιλι-
ωθήκαμε ψυχικά.