Κανδήλα Αιτωλοακαρνανίας, 1974
«Αυτά να τα ξεχάσεις, παπά! Όχι σ’ εμένα!»
Χτύπησε το χέρι της στο τραπέζι, τα ποτήρια αναπήδησαν, χύθηκε λίγο απ’ το νερό του ανέγγιχτου ποτηριού της στο κεντημένο τραπεζομάντιλο.
Στα μάτια της έλαμπαν οι αστραπές που έριχνε έξω ο ουρανός.
«Σκατόκαιρος!» μουρμούρισε.
Ο παπάς γέλασε.
«Μπα; Βλέπω σε πειράζει τώρα ο καιρός! Ξεσυνήθισες. Τόσα χρόνια πέρασες στην πόλη, τα ξέχασες όλα. Τα παλιά εννοώ, στο βουνό.»
«Τίποτα δεν ξέχασα, και γι’ αυτό ήρθα. Σ’ το είπα.»
Την πλησίασε. Ήταν ακόμα όμορφη, προκλητικά όμορφη. Άπλωσε το χέρι του, το ακούμπησε στον ώμο της. Εκείνη το σκέπασε με τη χούφτα της, το χάιδεψε.
Τα μάτια της, μάτια φιδιού, στένεψαν καθώς φωτίστηκαν από τις αστραπές που έλαμπαν έξω. Πήρε το χέρι του, το ακούμπησε στο στήθος της σφίγγοντάς το για λίγο, κι έπειτα άφησε ένα χάδι στο πρόσωπό του.
«Είναι ακόμα όμορφος, όπως και τότε! Ένας άγγελος με ψυχή διαβόλου, μαύρη! Όποιος τον γνώρισε όπως εγώ, το ξέρει καλά!»
Αφέθηκε στα χάδια του, παραδόθηκε. Μικρά βογγητά έβγαιναν από το στόμα της, η ανάσα της πνιχτή. Ρίγος τη διαπέρασε καθώς τα χέρια του κυλούσαν πάνω στο κορμί της, η ανάσα του την έκαιγε. Κι όπως τα χείλη του σκέπαζαν με βιάση τα δικά της, άφησε γι’ αργότερα όσες σκέψεις τριγύριζαν στο νου της.