Πολλά χωριά, βουνά, δάση, ρημοκκλήσια και πύργοι έχουν τα στοιχειά τους, κι αν καλοξετάσουμε το πράμα έχει και κάθε σπίτι από ένα στοιχειό! Αλλού είναι αρρώστια, αλλού θάνατος, αλλού μεθύσι, κι αλλού κάποιος άλλος δαίμονας που φαρμακώνει τ’ αγέρι εκεί που θαρρείς πως βασιλεύει η καλοπέραση κ’ η καλοτυχιά.
Στο νησιώτικο χωριό που θα σας πάρω, το στοιχειό του τόπου είτανε για πολλά χρόνια ο Καπετάν Γιώργης. Τώρα ο δύστυχος συχωρέθηκε, κι αφήκε κατόπι του άλλο στοιχειό.
Λοιπόν ας γυρίσουμε ως είκοσι χρόνια πίσω, κι ας πάμε σε κείνα τάγια τα χώματα. Ας σταθούμε στ’ ακρωτήρι που μια φορά στεκότανε μια περήφανη πολιτεία, με τις αρμάδες της, με τα κάστρα της και με τις μαρμαρένιες κολόννες. Τι θρούβαλα γένηκαν όλα! Η Ακρόπολις κατάντησε Τάμπια μ’ ένα καλυβάκι απάνω, μέρος της χώρας έγινε Κοιμητήριο, και τάλλο χωράφια τριγυρισμένα με ασβεστόπετρες. Πόσες φορές πήγαινα τ’ αποβρόχια σε κείνα τα μέρη να μαζέψω σαλιάγκους, ή καυκαλήθρες, και γύριζα με φούχτα γεμάτη σκουριασμένες αντίκες και σπασμένα λυχνάρια!
Το καθαυτό χωριό θα το βρούμε στο πλάγι, πάνω στο βουναράκι. Όποιο παραθύρι κι αν ανοίξης εκεί απάνω, ανοίγει κ’ η καρδιά σου, γιατί από τα δεξιά έχεις θάλασσα όσο φτάνει το μάτι, αντικρύ σου τον κόρφο, πέρα τα βουνά στολισμένα εδώ και κει με χωριά, στ’ αριστερά τον κάμπο με τις ελιές, κ’ ένα ποτάμι στη μέση. Ίσια ίσια τον κάμπο που ξέπεσε μια φορά ο Ορφέας, και κρέμασε τη λύρα του σε μια Ιτιά, κι από τότες κελαϊδούσαν εκεί τ’ αηδόνια με γλύκα που ταίρι δεν είχε, ως πέρσι πρόπερσι, που έκοψαν τις ιτιές οι Τούρκοι, και ξεγυμνώθηκε το ποτάμι, κ’ έφυγαν τα καημένα ταηδόνια ύστερα από τριάντα αιώνων κελάιδημα.
Ας έρθουμε τώρα στον Καπετάν Γιώργη. Φανταστήτε ένα μεσόκοπο με ανάστημα μέτριο, κανονικό πρόσωπο, μα τόσο λιοκαμμένο που θα τον παίρνετε για αράπη! Και τι λέω πρόσωπο! Όλο του το κορμί τέτοιο είτανε, γιατί άλλα παρά κουρελλιασμένα ρούχα δεν έβαζε. Του δίνανε φορέματα, κι αυτός κάθιζε κοντά σ’ ένα βράχο, τά ’κοβε κομμάτια κομμάτια, τά ’δενε πάλι με σπάγους, και τά ’βαζε! Ποτές δε μας είπε γιατί τό ’κανε αυτό? μα όλοι μας το ξέραμε, και να σας το πω τώρα και σας: είταν τρελλός!
Ο Καπετάν Γιώργης μιλούσε γλώσσα
όλους διόλου δική του, πού και πού καταλάβαινες λέξη, μα οι πιώτερες κατρακυλούσαν από τα χείλη του σαν πετραδάκια και πέφτανε χάμω. Φαίνουνταν πάντα σοβαρός και βυθισμένος σε συλλογές. Ως και το γέλοιο του, (και γελούσε πολύ σπάνια), είχε μια παράξενη σοβαρότητα, σα νά ’λεγε, «Έννοια σου, κερά Χαρά, το ξέρω πως είσαι Ψεύτρα, και δε με γελάς».
Δεν ερχότανε στο χωριό παρά σαν πεινούσε. Και φυσικά του έδινε ο κόσμος. Η καθαυτό φωλιά του είταν όξω, στους τέσσερεις τους ανέμους, κατά την παλιά την πολιτεία. Εκεί αγαπούσε να τριγυρίζη, και μά την αλήθεια, σαν τον έβλεπα κάποτες μέσα στα χαλάσματα, θαρρούσα πως είτανε φάντασμα κανενός προγόνου που σηκώθηκε να κλάψη τα τωρινά χάλια του τόπου του.
Μα ποιος είταν ο Καπετάν Γιώργης; Ποτές δεν μπόρεσα να μάθω από τους πατριώτες μου, και σαν τονε ρωτούσα τον ίδιο, γύριζε το πρόσωπό του προς τη θάλασσα και μουρμούριζε ακατανόητα λόγια. Ο Καπετάν Γιώργης θα έμενε μυστήριο παντοτεινό, α δεν ερχότανε μια μέρα ένας γρίπος να τραβήξη στον κόρφο μέσα, κι α δεν κατέβαινα και γω στην ακρογιαλιά ν’ αγοράσω ψάρια.
Γρίπος! Μεγάλη δουλειά!