Το σημείωμα
Η Αγάπη, μέσα σε ένα πρωινό, μάζεψε τα πράγματά της από το σπίτι που συγκατοικούσαμε και με εγκατέλειψε. Έφυγε πριν προλάβω να γυρίσω σπίτι μας. Έφυγε χωρίς να καταλάβω τι ετοίμαζε. Διάλεξε αναμφισβήτητα την χειρότερη μέρα για να το κάνει. Ήταν η μέρα των γενεθλίων μου, έκλεινα τα τριάντα. Ξεχωριστά γενέθλια!
Έλειπα από το σπίτι πολλές ώρες. Είχα φύγει πιο νωρίς απ’ ότι συνήθιζα. Το περιοδικό που εργαζόμουν, μου είχε αναθέσει την πρώτη “σοβαρή” δουλειά. Έπρεπε να θίξω ένα λεπτό ζήτημα αλλά ταυτόχρονα σύνηθες στην εποχή μας. Όφειλα να προσεγγίσω με ομαλό τρόπο μια άστεγη, χωρισμένη και κακοποιημένη μητέρα, τριάντα δύο χρόνων, τη Σταυρούλα. Μια ξεχωριστή ηρωίδα, που τον τελευταίο καιρό αγωνιζόταν να επιβιώσει σε κάποια κακόφημα στενάκια της Αθήνας και πάλευε καθημερινά να βρει τρόπους ώστε να μπορέσει να κάνει μια καινούρια αρχή. Σκοπός της ήταν να καταφέρει να πάρει πίσω την δίχρονη κορούλα της, η οποία το τελευταίο διάστημα μεγάλωνε σε κάτι μακρινούς συγγενείς, μιας και ο μπαμπάς της δεν υπήρχε.
Το να μένεις στον δρόμο σε κάνει σπουδαίο. Τα βιώματα που αποκτάς, η καθημερινή προσπάθεια για επιβίωση, είναι κάτι παραπάνω από ηρωική. Πρέπει όλοι τους, να ανταπεξέλθουν στην έλλειψη φαγητού και νερού, οι καιρικές συνθήκες, τα λιγοστά ρούχα, η έλλειψη ποιοτικού ύπνου. Πράγματα που εμείς θεωρούμε αυτονόητα στην καθημερινότητά μας. Ο δρόμος είναι ένα μεγάλο σχολείο γι’ αυτούς τους ανθρώπους που η ζωή δεν τους φέρθηκε με απλοχεριά. Εμείς οι υπόλοιποι, τους οφείλουμε ένα χαμόγελο κάθε φορά που τους βλέπουμε καθισμένους ή ξαπλωμένους σε ένα κρύο πεζοδρόμιο στα μέσα του χειμώνα.
Η συνέντευξη διήρκησε τέσσερις ώρες. Μιλούσε ακατάπαυστα, για την ζωή της πριν μείνει άστεγη, για τις δουλειές που έκανε για να μπορεί να προσφέρει στην κόρη της τα βασικά αγαθά, τον τρόπο που ο σύζυγός της την παράτησε για κάποια άλλη γυναίκα, αλλά και για την ζωή που ζει τώρα. Παρ’ όλες τις δυσκολίες διατηρούσε ευφάνταστο χιούμορ. Δεν την διέκοψα στιγμή, την άφησα να μιλάει, ήθελα να βγάλει όλα όσα είχε μέσα της.
Επέστρεψα στα γραφεία του περιοδικού κρατώντας στο μυαλό μου την μορφή της Σταυρούλας. Τα λόγια της με είχαν συνεπάρει. Κάθισα στο γραφείο μου, έπρεπε να τελειώσω μερικές απομαγνητοφωνήσεις από προηγούμενες δουλειές, ώστε να τις έχω έτοιμες για την ερχόμενη βδομάδα. Είχα αποφασίσει να μην αφήσω καμία εκκρεμότητα για το Σαββατοκύριακο. Ήμουν μόνος μου σε ολόκληρο τον όροφο, επικρατούσε μια γλυκιά ασυνήθιστη ηρεμία, δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να μου αποσπάσει την προσοχή.
Γύρισα στο σπίτι στις εννέα το βράδυ, έπειτα από δέκα ώρες εξαντλητικής δουλειάς. Ήξερα ότι με το που θα γύριζα θα με περίμενε η Αγάπη, με μια τούρτα στα χέρια και αυτό το τεράστιο χαμόγελό της, που μόνο στο πρόσωπό της ταιριάζει, να με κοιτάει κατάματα με γουρλωμένα μάτια και να θέλει να με πει ειρωνικά ‘’παππού’’.
«Κοριτσάρα! επέστρεψα.», φώναξα από την πόρτα, με μια χαζοχαρούμενη φωνή που συνήθιζα να κάνω κάθε φορά που επέστρεφα σπίτι.
Δεν πήρα απάντηση. Περπάτησα τον στενό διάδρομο. Το σπίτι ήταν άδειο, η Αγάπη έλειπε. Ο ήχος από την βροχή που μόλις είχε ξεκινήσει, έμοιαζε να πέφτει μέσα στο σπίτι. Σάστισα! Περίμενα όλη την ημέρα γι’ αυτή την στιγμή. Δεν με είχε ειδοποιήσει πως θα λείπει. Δεν έπρεπε να λείπει. Έχω τα γενέθλιά μου. Πρέπει να είναι εδώ. Μόνο εκείνη ήθελα, να χαλαρώσουμε αγκαλιά, βλέποντας μια ταινία.
Πλησίασα το γραφείο μου ώστε να ακουμπήσω τον υπολογιστή. Κατευθύνθηκα προς την κουζίνα, σκέφτηκα πως ίσως πετάχτηκε στο ζαχαροπλαστείο να μου αγοράσει τούρτα. Θα έπινα μια μπύρα και θα την περίμενα στον καναπέ να της κάνω εγώ έκπληξη.
Ακουμπώντας το χέρι μου στην πόρτα του ψυγείου, παρατήρησα πως υπήρχε ένα σημείωμα, με τον γραφικό χαρακτήρα της Αγάπης. Γραμμένο, σε ένα μικρό ροζ χαρτάκι, από ένα σημειωματάριο που είχαμε κολλημένο στο ψυγείο για να γράφουμε κάποιες βασικές υποχρεώσεις, προκειμένου να μην τις ξεχνάμε. Αυτή την φορά δεν μου υπενθύμιζε να πάμε για ψώνια. Έγραφε:
«Αλκιβιάδη μου, δεν νιώθω καλά τον τελευταίο καιρό! ΑΝΤΊΟ…
Υ.Γ. Χρόνια πολλά!».
Η λέξη «αντίο» ήταν γραμμένη με κεφαλαία γράμματα!
Με προσφώνησε με το βαφτιστικό μου, τα πράγματα σίγουρα ήταν σοβαρά. Το Αλκιβιάδης το χρησιμοποιούσα μόνο όταν ήθελα να κρατήσω απόσταση από κάποιον. Εκείνη πάλι με αποκαλούσε έτσι μονάχα όταν ήταν θυμωμένη!
Μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα της καθώς έγραφε το σημείωμα. Ήμουν μπροστά εκείνη την στιγμή. Ετοιμαζόμουν να φύγω για την δουλειά, εκείνη μπήκε στη κουζίνα, ξεκόλλησε διστακτικά το χαρτάκι και το ακούμπησε στον πάγκο. Δεν πήγε το μυαλό μου σε κάτι τέτοιο. Ήταν σκυθρωπή, φαντάστηκα πως ήταν απ’ τον ύπνο. Κρατώντας ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο, ολοκλήρωσε το γράψιμό της και κατευθύνθηκε στην τουαλέτα. Με κοίταξε με το στραβό ειρωνικό χαμόγελο που είχε μονίμως χαραγμένο στο πρόσωπό της. Έπειτα έφυγα για την δουλειά...
Η Αγάπη ήταν ένα υπέροχο πλάσμα. Λευκό δέρμα, λεπτοκαμωμένη και σχετικά κοντούλα. Όμορφα χαρακτηριστικά προσώπου, με γωνίες, καθαρό, αψεγάδιαστο. Με μεγάλα, σκούρα καστανά μάτια και φυσικά, μακριά, καστανά, μεταξένια μαλλιά. Δεν χαμογελούσε συχνά, είχε όμως το πιο όμορφο και ταυτόχρονα εκνευριστικό ύφος. Το ανέκφραστο πρόσωπό της ξεγελούσε. Είχε μια εξαιρετική ψυχή που λίγοι μπόρεσαν να διακρίνουν. Ήταν χύμα και σικάτη όταν έκρινε πως χρειαζόταν. Δεν ακολουθούσε μόδες, δεν πήγαινε με την μάζα, είχε δικό της στυλ στα ρούχα. Διατηρώντας ένα ανυπέρβλητο χιούμορ. Ποτέ δεν έδινε σημασία σε κακεντρεχή σχόλια, της πέρναγαν απαρατήρητα, αδιάφορα. Δυναμικός χαρακτήρας αλλά με παιδική ψυχή. Την ερωτευόταν εύκολα κανείς με την πρώτη ματιά.
Γνωριστήκαμε σε μια καφετέρια που συχνάζαμε από παλιά με τον Τάκη. Κανονίσαμε ένα γρήγορο καφέ μετά την δουλειά, είχαμε να βρεθούμε αρκετές μέρες μιας και το φόρτο εργασίας είχε αυξηθεί και για τους δύο. Εγώ τότε εργαζόμουν σε μια διαφημιστική εταιρία. Εκείνοι γνωρίζονταν από το φροντιστήριο. Ήταν ένα χρόνο μικρότερή μας. Ο Στέφανος έχασε κάθε επαφή μαζί της όταν τελειώσαμε το Λύκειο.
? Σε πειράζει να έρθει μαζί και μια φίλη που έχω να δω καιρό; με ρώτησε στο τηλέφωνο ένα τέταρτο πριν φτάσουμε στην καφετέρια!
? Τι φίλη;
? Φίλη είναι, όχι γκόμενα, έχω να την δω από το Λύκειο. Μίλησα και με τα παιδιά, δεν έχουν πρόβλημα.
? Κατάλαβα!
Κλείσαμε το τηλέφωνο και είχα για αρκετά λεπτά στο μυαλό μου πώς θα είναι η καινούρια φίλη του Στέφανου.
Οι φίλες του Στέφανου δεν ήταν ό,τι καλύτερο για εμένα. Δεν ταίριαζαν με την ιδιοσυγκρασία μου. Σε αντίθεση με εκείνον που τις έβρισκε πολύ διασκεδαστικές. Μου φαίνονταν επιφανειακές, κορίτσια χωρίς προσωπική ταυτότητα. Πράγμα που με έκανε να μην θέλω να πάω τελικά για καφέ με τον φίλο μου.