1.Εισαγωγή
1.1. Σημασία των μηρυκαστικών στην επισιτιστική ασφάλεια
Η πρωτεΐνη είναι ένας από τους περισσότερο περιοριστικούς παράγοντες στην ανθρώπινη διατροφή, η ζήτηση για την οποία αυξάνεται επί του παρόντος με άνευ προηγουμένου ρυθμό, λόγω της αύξησης τόσο του παγκοσμίου πληθυσμού όσο και των επιπέδων εισοδήματος (Henchion et al., 2017). Αυτή η αυξανόμενη ζήτηση είναι ζήτηση κυρίως για υψηλής ποιότητας ζωική πρωτεΐνη (Henchion et al., 2017). Η αυξημένη ζήτηση για πρωτεΐνη ζωικής προέλευσης αναμένεται να εξακολουθήσει, λόγω συνέχισης της αύξησης του ανθρωπίνου πληθυσμού, όπως προβλέπεται βάση στοιχείων του ΟΗΕ (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών), καθώς και λόγω άλλων κοινωνικοοικονομικών παραγόντων (Henchion et al., 2017).
Η παγκόσμια κτηνοτροφική παραγωγή έχει αυξηθεί σημαντικά από τη δεκαετία του 1960, καθώς η παραγωγή βοείου κρέατος υπερδιπλασιάστηκε, ενώ ταυτόχρονα η παραγωγή κρέατος κοτόπουλου αυξήθηκε κατά σχεδόν δέκα φορές (Thornton, 2010). Επίσης, μεγάλη αύξηση υπήρξε και στην παραγωγή χοιρινού κρέατος (Thornton, 2010). Αυτές οι αυξήσεις οφείλονται και στην αύξηση της παραγωγικότητας των ζώων αλλά κυρίως στην αύξηση του αριθμού εκτρεφόμενων ζώων (Thornton, 2010). Η αύξηση της παγκόσμιας ζωικής παραγωγής τα τελευταία τριάντα χρόνια οφείλεται στην αύξηση εκτροφής κυρίως μονογαστρικών ειδών (όπως οι χοίροι και τα πουλερικά) τα οποία ανταγωνίζονται τον άνθρωπο για τροφή, ενώ η αύξηση εκτροφής μηρυκαστικών ειδών (όπως βοοειδή, κατσίκες και πρόβατα) τα οποία δεν ανταγωνίζονται απευθείας με τον άνθρωπο για τροφή ήταν μικρότερη (Thornton, 2010).
Τα μηρυκαστικά ζώα είναι ένας ανανεώσιμος και πολύτιμος πόρος για τη διατροφή του ανθρώπου και αποτελούν σημαντικό μέρος της παγκόσμιας ζωικής παραγωγής (Cholewinska et al., 2021). Μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στην παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια, μετατρέποντας ζωοτροφές που είναι ακατάλληλες για ανθρώπινη κατανάλωση σε πρωτεΐνες υψηλής αξίας για τη διατροφή του ανθρώπου (Wu et al., 2021). Διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο στην επισιτιστική ασφάλεια καθώς σε παγκόσμιο επίπεδο προμηθεύουν το 51% της συνολικής πρωτεΐνης από τον κτηνοτροφικό τομέα, εκ των οποίων το 67% από κρέας και το 33% από γάλα (FAO & NewZealand Agricultural Greenhouse Gas Research Centre, 2017). Αυτά τα προϊόντα προέρχονται περίπου κατά 91% από αγελάδες, 11% από βουβάλια και 9% από αιγοπρόβατα (FAO & New Zealand Agricultural Greenhouse Gas Research Centre, 2017).
Αν και η παραγωγή κρέατος και γάλακτος από αιγοπρόβατα αποτελεί μικρό μέρος της παγκόσμιας παραγωγής, η αιγοπροβατοτροφία κατέχει έναν σημαντικό τομέα για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη στις αναπτυσσόμενες χώρες και υποστηρίζει μια ποικιλία κοινωνικών και οικονομικών λειτουργιών σε ολόκληρο τον κόσμο (Win et al., 2020). Η παραγωγή αιγοπροβάτων είναι συχνά η μοναδική δυνατότητα σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές και είναι συχνά θεμελιώδης για τη διατήρηση των κοινωνικών δραστηριοτήτων (de Rancourt et al., 2006).
Στην Ελλάδα, περίπου το ένα τέταρτο της ακαθάριστης αξίας της γεωργικής παραγωγής αντιπροσωπεύεται από τη ζωική παραγωγή, η οποία αντιστοιχεί μεν σε μικρό ποσοστό του ΑΕΠ (Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος) αλλά ο ρόλος της στην εθνική οικονομία είναι σημαντικότατος και η συμβολή της στη διατήρηση του κοινωνικού ιστού της χώρας είναι πολύ σπουδαία (Λαλιώτης, 2018). Στην Ελλάδα εκτρέφονται μόνο 530 χιλιάδες βοοειδή (77 εκατομμύρια στην ΕΕ, Ευρωπαϊκή Ένωση), περισσότερα από 8 εκατομμύρια πρόβατα (62 εκατομμύρια στην ΕΕ) και περίπου 4.5 εκατομμύρια αίγες (12 εκατομμύρια στην ΕΕ) (ΕΛΣΤΑΤ, 2019; EUROSTAT, 2019). Έτσι, ο σημαντικότερος κλάδος της ζωικής παραγωγής στην Ελλάδα είναι η αιγοπροβατοτροφία, αφού ανάμεσα στις χώρες της ΕΈ η Ελλάδα είναι πρώτη σε αριθμό εκτρεφόμενων αιγών και τέταρτη σε αριθμό εκτρεφόμενων προβάτων (Λαλιώτης, 2018). Ακόμα είναι αξιοσημείωτο ότι η Ελλάδα κατέχει στην ΕΈ τη δεύτερη θέση στον συνολικό αριθμό γαλακτοπαραγωγών προβάτων και την τρίτη θέση στη συνολική ετήσια παραγωγή πρόβειου γάλακτος (Γελασάκης, 2016). Επίσης, ο κλάδος της αιγοπροβατοτροφίας στην Ελλάδα, συγκρινόμενος με τους άλλους κλάδους της κτηνοτροφίας, παρουσιάζει τον μεγαλύτερο βαθμό αυτάρκειας και πολλά προϊόντα αυτού του κλάδου είναι υψηλής προστιθέμενης αξίας (Λαλιώτης, 2018).
1.2. Χρησιμοποίηση των κτηνοτροφικών ψυχανθών στη διατροφή των μηρυκαστικών
Στους ζωικούς οργανισμούς οι πρωτεΐνες του σώματός τους δεν βρίσκονται σε σταθερή κατάσταση, αλλά διασπώνται συνεχώς σε αμινοξέα και συντίθενται από αυτά (πρωτεϊνικός κύκλος) και περίπου το 20-40% των αμινοξέων που απαιτούνται από τον οργανισμό πρέπει να παρέχονται από τη διατροφή (Rubio, 2000). Σχετικά με την εκμετάλλευση των αιγών υπάρχουν φυλές ευπροσάρμοστες σε ζεστές, υγρές και δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες που αναπτύσσονται καλά ακόμα και αν το διαιτητικό σχήμα είναι κακό, βασιζόμενο σε μη καλλιεργήσιμα εγκαταλειμμένα εδάφη, όχθες ποταμών, επικλινείς και λοφώδεις περιοχές όπου η καλλιέργεια ή η ζωική παραγωγή είναι αδιανόητη (Hossain, 2021). Όμως στην εκμετάλλευση των προβάτων η διατροφή έχει τον σημαντικότερο ρόλο στη συνολική παραγωγικότητα (Νικολακάκης, 2006). Επίσης, σε κάποιες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, στις πιο εύφορες πεδινές περιοχές για την παραγωγή αιγοπροβάτων έχουν καθιερωθεί ορισμένα εντατικά συστήματα (de Rancourt et al., 2006).
Τα συστήματα διατροφής των αγροτικών ζώων στις μεσογειακές χώρες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε ζωοτροφές χαμηλής ποιότητας και στη χρήση ως ζωοτροφών υπολειμμάτων των καλλιεργειών (Yanez-Ruiz et al., 2009). Αυτές οι ζωοτροφές είναι συνήθως ελλιπείς σε Ν (άζωτο) και έχουν χαμηλή πεπτικότητα, που περιορίζει την αποτελεσματικότητα της χρήσης των θρεπτικών συστατικών (Yanez-Ruiz et al., 2009). Οπότε στις μεσογειακές χώρες είναι προφανής η ανάγκη χρησιμοποίησης πρωτεϊνικών συμπληρωμάτων στη διατροφή όλων των αγροτικών ζώων. Ο σχεδιασμός κατάλληλων και ειδικών συμπληρωμάτων για τις ζωοτροφές χαμηλής ποιότητας που χρησιμοποιούνται στη διατροφή γενικά των αγροτικών και ειδικότερα των μηρυκαστικών ζώων στις μεσογειακές χώρες είναι ιδιαίτερα δύσκολος λόγω της δυνητικά μεγάλης ποικιλίας των χρησιμοποιούμενων ζωοτροφών (Yanez-Ruiz et al., 2009). Επίσης, στη σύγχρονη προβατοτροφία αυξάνει συνεχώς η εκμετάλλευση κτηνοτροφικών μονάδων με μικρό αριθμό ζώων τα οποία όμως έχουν μεγάλη παραγωγή, αλλά για να καλυφθούν οι υψηλές διατροφικές ανάγκες αυτών των ζώων σε θρεπτικά συστατικά είναι απαραίτητη η χορήγηση συμπυκνωμένων ζωοτροφών (Ζαγοράκης, 2014).
Τα φρέσκα, αποξηραμένα, αλευροποιημένα ή ενσιρωμένα ψυχανθή χορτονομής είναι εξαιρετικά κατάλληλα για χρήση ως χονδροειδείς ζωοτροφές στη διατροφή αγροτικών ζώων λόγω της περιεκτικότητάς τους τόσο σε πρωτεΐνες όσο και σε βιταμίνες και μεταλλικά στοιχεία (Vasiljevic et al., 2009). Δεδομένου ότι τα ψυχανθή είναι πλούσια σε πρωτεΐνες (15-23%), ειδικά στα φύλλα (πάνω από 25%), είναι η πιο σημαντική πηγή ακατέργαστης πρωτεΐνης σε χονδροειδείς ζωοτροφές (Vasiljevic et al., 2009). Οι χορτονομές ψυχανθών κατέχουν σημαντική θέση στην παραγωγή μηρυκαστικών στη δυτική Ευρώπη και σε σύγκριση με τις χορτονομές οι οποίες αποτελούνται εξολοκλήρου από αγρωστώδη οδηγούν σε ενισχυμένο ρυθμό ανάπτυξης και απόδοση γάλακτος (Dewhurst et al., 2009). Οι καρποί διαφόρων κτηνοτροφικών ψυχανθών, εξαιτίας της υψηλής θρεπτικής αξίας τους, εύκολα μπορούν να ενσωματωθούν στη διατροφή όλων των αγροτικών ζώων και να συνεισφέρουν αποτελεσματικά στην παραγωγή ασφαλών και ποιοτικών ζωοκομικών προϊόντων (Κοτσάμπαση κ.ά., 2016).