Τα Πιτ Μπουλ δε Δαγκώνουν
Ο Φιλ καθόταν στην καφέ πολυθρόνα, στο γραφείο της ψυ-
χολόγου του. Ήταν ένα μικρό γραφείο με ένα απαλό γαλά-
ζιο στους τοίχους, μικρές κορνίζες υπήρχαν κρεμασμένες,
μία έδειχνε την εικόνα μιας παραλίας και άλλες δυο έγρα-
φαν στίχους από ποιήματα. Ένα μικρό ενυδρείο βρισκόταν
στα δεξιά του, με μικρά πολύχρωμα τροπικά ψάρια. Ανάμε-
σά τους ξεχώριζε ένα ψάρι-κλόουν με τις άσπρες ρίγες του
να κολυμπάει πάνω από μια ανεμώνη. Ένα μικρό ηφαίστειο
βρισκόταν στο κέντρο του ενυδρείου και μικρές μπουρμπου-
λήθρες έβγαιναν από την κορυφή του, πολύ μικρές για να
μην ενοχλούν τα ψάρια. Ο Φιλ είχε χαθεί στις σκέψεις του
και χάζευε το ενυδρείο με τα τροπικά ψάρια σ’ αυτή τη μικρή
φυλακή που ήταν τόσο όμορφα διακοσμημένη. «Φιλ, έρχεσαι
στο γραφείο μου δυο χρόνια τώρα και προσπαθώ σκληρά να
σε βοηθήσω με την κατάθλιψη, αλλά πάνω απ’ όλα πρέπει να
έχεις εσύ την θέληση να βγεις από αυτήν την κατάσταση…
Πρέπει, εσύ, ο Φιλ, να είσαι δεκτικός στην ψυχοθεραπεία και
να θέλεις την αλλαγή». Ο Φιλ γύρισε το βλέμμα του προς την
δρα Άννα. Τα χάπια τού έφερναν ζαλάδα και δεν μπορούσε
να σκεφτεί πολύ καθαρά για να απαντήσει. «Άννα, σ’ ευχαρι-
στώ και ξέρω ότι έχεις δίκιο σ’ αυτά που μου λες… Απλά δε
βρίσκω κανένα κίνητρο για να προσπαθήσω… Το μόνο που
θέλω, είναι να αδειάσω το μυαλό μου, να ξεχάσω τα πάντα
και, πάνω από όλα, να φέρω πίσω εκείνη!» Η δρ Άννα ανα-
στέναξε και ένωσε τις παλάμες της επάνω στο γραφείο της.
«Φιλ, πάνε δυο χρόνια πλέον που η αδερφή σου δεν είναι πια
μαζί μας. Λυπάμαι… Αλλά αν η Λόρα ήταν εδώ, μαζί μας,
σε αυτό το δωμάτιο, τώρα, δε νομίζεις ότι θα ήθελε να βρεις
ξανά τον παλιό σου εαυτό;» Ο Φιλ άρχισε να δακρύζει, τα γι-
γάντια χέρια του άρχισαν να σκουπίζουν τα δάκρυα κάτω από
τα πρησμένα μάτια του. «Δεν έχω πια κανέναν άλλο, και δεν
ήμασταν απλά αδέρφια αλλά δίδυμα. Κάθε μέρα την περνού-
σαμε μαζί και, σαν παιδιά, μοιραζόμασταν την ίδια κουκέτα
και… Και την μάθαινα…» Ο Φιλ ξέσπασε σε λυγμούς ενώ
η δρ Άννα σηκώθηκε για να του δώσει χαρτομάντιλα. Τον
πλησίασε και τον ακούμπησε με το δεξί της χέρι στον ώμο.
Ανάμεσα στα πολλά τατουάζ που είχε στο σώμα του, κάτω
από τον ώμο που ακουμπούσε η δρ Άννα υπήρχε ένα τατουάζ
με έναν άγγελο και πιο κάτω το όνομα «Λόρα». «Φιλ, έχω
ακούσει για ένα καινούργιο πρόγραμμα που είναι, νομίζω,
ακριβώς ό,τι σου χρειάζεται. Ξέρεις το καταφύγιο σκύλων
απέναντι από το κατάστημα του Τσέστερ;» ρώτησε εκείνη. Ο
Φιλ σήκωσε το βλέμμα του προς τη δόκτορα και είπε με απο-
ρία: «Ναι, γιατί; Τι σχέση έχει αυτό με τη θεραπεία μου;» Η
δρ Άννα πλησίασε κοντά στο πρόσωπό του. «Πολλοί άνθρω-
ποι βρίσκονται στη δική σου θέση και νιώθουν ότι έχουν χά-
σει κάθε στήριγμα από τη ζωή τους. Το καταφύγιο αυτό έχει
βγάλει ένα καινούργιο πρόγραμμα υιοθεσίας σκύλων για να
βοηθήσει ανθρώπους σαν κι εσένα, με κατάθλιψη. Μπορείς
να φιλοξενήσεις ένα σκυλί στο σπίτι σου για ένα μήνα και αν
νομίζεις ότι τα πάτε καλά και σε βοηθάει, τότε υπογράφεις
τη φόρμα και ο σκύλος γίνεται δικός σου. Δεν έχεις τίπο-
τα να χάσεις. Οποιαδήποτε στιγμή νομίζεις ότι δεν είναι για
σένα, μέσα σε αυτόν το μήνα, μπορείς να γυρίσεις το σκυλί
πίσω στο καταφύγιο». Ο Φιλ κούνησε αρνητικά το κεφάλι
του. «Όχι, Άννα, δεν μπορώ να το κάνω! Εδώ δεν μπορώ να
προσέξω εμένα, πόσο μάλλον ένα σκυλί. Και δεν ξέρω τίπο-
τα από σκύλους». Η δρ Άννα του χαμογέλασε. «Έχουν γίνει
πολλές έρευνες γι’ αυτό το πρόγραμμα. Δουλεύει! Πιστεύω
θα δουλέψει μια χαρά και σε σένα. Το μόνο που σου ζητάω
είναι να προσπαθήσεις και, αν όχι για εσένα, κάντο για τη
Λόρα». Η ψυχολόγος είχε παίξει σωστά το χαρτί της. Πάτησε
εκεί ακριβώς που έπρεπε και, επιτέλους, ο Φιλ μετά από λίγα
δευτερόλεπτα σκέψης έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει, Άννα,
θα σε ακούσω. Βάλε με στο πρόγραμμα. Θα το κάνω. Θα το
κάνω για τη Λόρα!» Η Άννα του χάρισε το λευκό χαμόγελό
της. Τη χαροποίησε πολύ αυτή η απάντηση. Σηκώθηκε και
γύρισε πίσω στο γραφείο της. Έβαλε τα χέρια της πάνω στο
πληκτρολόγιο και άρχισε να γράφει. «Λοιπόν, Φιλ, μεθαύριο,
στις έντεκα το πρωί να είσαι στο καταφύγιο σκύλων για να
παραλάβεις τον καινούριο σου φίλο και να συμπληρώσεις τα
απαραίτητα έγγραφα. Θα σου πρότεινα, μέχρι τότε να αγο-
ράσεις τα απαραίτητα που χρειάζεται ένα σκυλί. Εγώ θα σε
ξαναδώ την επόμενη εβδομάδα, ίδια μέρα και ώρα». Ο Φιλ
σηκώθηκε, φόρεσε την κόκκινη ζακέτα του, έπειτα χαιρέτησε
την ψυχολόγο, την ευχαρίστησε και βγήκε έξω.
Μισή ώρα αργότερα, η πόρτα του σπιτιού του Φιλ ξε-
κλείδωσε κι εκείνος μπήκε μέσα. Το πρώτο πράγμα που τον
ενόχλησε ήταν η δυσοσμία που ερχόταν από την κουζίνα.
Πλέον τα σκουπίδια κυριαρχούσαν παντού στο χώρο: Πε-
ριτυλίγματα, αποφάγια, άδειες κονσέρβες και άπλυτα πιάτα
είχαν μετατρέψει την κουζίνα του σε μια βρωμερή χωματερή.
Έβγαλε τα παπούτσια του και κατευθύνθηκε ξυπόλυτος προς
το σαλόνι. Κάθισε στον παλιό του καναπέ που ήταν γεμά-
τος λεκέδες. Μπροστά του, στο καφέ μικρό ξύλινο τραπε-
ζάκι, υπήρχε μια μεγάλη ποικιλία από χάπια: για τον ύπνο,
αγχολυτικά, αντικαταθλιπτικά, ηρεμιστικά… Και δυο άδεια
μπουκάλια από ρούμι ακριβώς δίπλα. Ο Φιλ έπιασε το ένα
και το γύρισε ανάποδα. Το κούνησε πάνω κάτω μερικές φο-
ρές για να βεβαιωθεί ότι είναι άδειο. «Να πάρει η οργή!»
φώναξε δυνατά. Άφησε το μπουκάλι κάτω κι έτριψε το κε-
φάλι του. Είχε πονοκέφαλο. Μόνο το αλκοόλ και τα χάπια
μπορούσαν να τον ηρεμήσουν πλέον. Απέναντί του υπήρχε
μια μισοσκισμένη αφίσα στον τοίχο. Έδειχνε δυο άντρες, δύο
πυγμάχους, τον έναν αντίκρυ στον άλλο. «Μην το χάσετε!
Πέμπτη 10 Ιούλιου ο πρωταθλητής Φιλ Τζόουνς, ο Ρουκέτας,
εναντίον του Σιδερένιου Τζόε Βιλκολ!» Το μέρος όπου εικο-
νιζόταν ο Φιλ στην αφίσα ήταν σχισμένο και μόνο τα πόδια
του φαίνονταν. Άρπαξε από μπροστά του το κουτάκι με τα
χάπια για τον ύπνο, ξεβίδωσε το καπάκι και έριξε μερικά στη
χούφτα του. Δεν πρόσεξε καν αν ήταν δύο ή τρία. Τα έβαλε
στο στόμα του και τα κατάπιε βιαστικά. Έπρεπε να κοιμηθεί.
Η συνεδρία με την ψυχολόγο τού είχε φέρει μεγάλη σύγχυση
και ήθελε να χαλαρώσει. Ξάπλωσε στον παλιό καναπέ, με το
γιγάντιο σώμα του ίσα ίσα να χωράει. Κοίταξε πάνω σ’ ένα
μικρό τραπεζάκι τη φωτογραφία της οικογένειάς του και επι-
κεντρώθηκε στην αδερφή του. Την κοιτούσε συνεχόμενα για
δύο λεπτά και μετά έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να
κοιμηθεί και να χαθεί από τις σκέψεις του.
Την επόμενη μέρα το πρωί, μετά από ένα μικρό πρωι-
νό που περιλάμβανε κέικ, χάπια και καφέ, βρισκόταν στην
στάση του λεωφορείου λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι του.
Η μέρα ήταν ζεστή και ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό του
καθώς περίμενε το λεωφορείο Νο 22 για να πάει στο κέντρο
της πόλης όπου βρίσκονται τα καταστήματα. Μια γριά γυ-
ναίκα καθόταν ακριβώς δίπλα του, στο πρόσωπο της υπήρ-
χε ζωγραφισμένο ένα ανάποδο χαμόγελο και κοιτούσε τον
άντρα με μισό μάτι. «Ξέρεις, νεαρέ μου, κάτι τέτοιες μέρες,
με τόση ζέστη, δεν είναι κακή ιδέα ένα ντουζ. Σαν μάνα σου
σ’ το λέω. Και κόψε και λίγο αυτό το μούσι, είναι πολύ ατημέ-
λητο». Εκείνος γύρισε αργά το βλέμμα του στη γυναίκα. Είχε
ενοχληθεί από την παρατήρησή της, πάνω από όλα γιατί είχε
δίκιο. «Ναι, ευχαριστώ… Υποθέτω…» είπε διστακτικά ο Φιλ.
Η γριά γυναίκα τον έβαλε σε σκέψεις. Η αλήθεια είναι ότι
δεν πρόσεχε καθόλου την υγιεινή του, δεν τον ενδιέφερε ιδι-
αίτερα, αλλά δεν ήθελε να ενοχλεί και τους γύρω του. Απο-
φάσισε να μην πάρει το λεωφορείο, σηκώθηκε και ξεκίνησε
να περπατάει προς το κέντρο της πόλης. Δεν ήθελε να τον
σχολιάσουν οι υπόλοιποι επιβάτες. Έβαλε τα χέρια στις τσέ-
πες του τζιν παντελονιού του, κατέβασε το κεφάλι κάτω και
βήμα βήμα προχώρησε. Λίγα λεπτά αργότερα το λεωφορείο
Νο 22 πέρασε από μπροστά του κι εκείνος διέκρινε τη γριά
που πριν καθόταν μαζί του στην στάση να κάθεται σε μια
θέση δίπλα σε παράθυρο. Η γριά τού έγνεψε με το κεφάλι
καθώς το λεωφορείο περνούσε από μπροστά του ενώ αυτός
απλά την κοίταξε. Μικρά μαγαζιά βρίσκονταν παντού γύρω
του. Δυστυχώς ήξερε πολλούς από τους ιδιοκτήτες αλλά και
πολλοί άνθρωποι γνώριζαν το Φίλ χωρίς να τους γνωρίζει
αυτός. Έβαλε την κουκούλα του και συνέχισε να προχωρά με
κατεβασμένο κεφάλι. Δεν είχε όρεξη για κουβέντα, ούτε καν
για ένα «γεια».
Επιτέλους βρισκόταν έξω από το κατάστημα που έψα-
χνε. Η επιγραφή έλεγε: «Ο παράδεισος των κατοικίδιων,
είδη για σκύλους, γάτες και τρωκτικά». Έπιασε το πόμολο
και άνοιξε την πόρτα. Μόλις μπήκε μέσα στο κατάστημα πα-
ρατήρησε την μεγάλη ποικιλία σε σκυλοτροφές. Εκατοντά-
δες κονσέρβες και μεγάλα τσουβάλια με ξηρά τροφή κατα-
λάμβαναν πάνω από τον μισό χώρο του καταστήματος. Οι
τοίχοι ήταν βαμμένοι κίτρινοι και παντού υπήρχαν αφίσες
που διαφήμιζαν προϊόντα για σκύλους και γάτες. Ένα ρολόι
σε σχήμα γάτας τράβηξε το ενδιαφέρον του Φιλ: Η ουρά
της γάτας λειτουργούσε σαν εκκρεμές πηγαίνοντας ρυθμι-
κά δεξιά και αριστερά. «Φιλ! Φιλ, ο Ρουκέτας! Εσύ είσαι;»
ακούστηκε μια φωνή γεμάτη ενθουσιασμό από τον πάγκο
του καταστήματος. Ο Φιλ είδε έναν εύσωμο άντρα με καφέ
ποδιά να τον κοιτάει όλο έκπληξη, μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο
στο πρόσωπό του. Ο πωλητής φορούσε γυαλιά και είχε ένα
μικρό μαύρο μουστάκι πάνω από τα χείλη του. «Εεε … Ναι,
εγώ είμαι…» είπε ο Φιλ, με όχι ιδιαίτερη χαρά που κάποιος
τον αναγνώρισε. Ο πωλητής μεμιάς βγήκε έξω από τον πά-
γκο του καταστήματος και κατευθύνθηκε με γρήγορο βήμα
προς το μέρος του Φιλ. Του έσφιξε το χέρι και τον χαιρέτησε.
«Τιμή μου! Μεγάλη μου τιμή, κύριε Ρουκέτα! Έχω δει όλους
σας τους αγώνες! Λυπάμαι πολύ που αποσυρθήκατε. Θα σας
ξαναδούμε ποτέ ξανά στο ρινγκ;» Ο Φιλ απάντησε με θλίψη
στην φωνή του: «Λυπάμαι φίλε μου, αυτές οι μέρες ανήκουν
στο παρελθόν. Πλέον είμαι ένας άρρωστος άνθρωπος και
δεν έχω καν αγωνιστικό δελτίο». Το χαμόγελο από το πρό-
σωπο του πωλητή έσβησε αμέσως. «Ωωω.. Λυπάμαι που το
ακούω και εύχομαι μια γρήγορη ανάρρωση, κύριε Ρουκέτα…
Αλήθεια, πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω;»