1.Ιστορική αναδρομή του θεσμού του Λιμενικού Σώματος
Στο λιμένα του Πειραιά την εποχή του Θεμιστοκλή, εκτός των κληρωτών αρχόντων, οι οποίοι ως αγορανόμοι, σκευοφύλακες, αστυνόμοι και μετρονόμοι, είχαν τον έλεγχο του εμπορίου. Από επιγραφικές αναφορές είναι βεβαιωμένη η ύπαρξη του «επιμελητού επί τον λιμένα», ο οποίος «είχε δικαιοδοσίαν συγχρόνου λιμενάρχου, ούτινος τα εκτελεστικά όργανα εκαλούντο όπως και σήμερον λιμενοφύλακες».
Στο εξελληνισμένο Βυζάντιο των Ισαύρων, των Μακεδόνων και των Κομνηνών το απλό γραφείο που επόπτευε όλα τα θέματα του εμπορικού ναυτικού, αποχωρίζεται από τον Δρουγκάριο των πλωίμων ή τον Έπαρχο και αναδεικνύεται σε χωριστό «Σεκρέτον της θαλάσσης», που με σύγχρονους όρους αντιστοιχεί σε χωριστό Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή μετεξέλιξη που θυμίζει σύγχρονες καταστάσεις και η οποία αφορά σε μεγάλο βαθμό την περιφερειακή λιμενική διοίκηση.
Ειδικότερα οι πηγές έχουν διασώσει την ύπαρξη στα λιμάνια αρχόντων με τον τίτλο «κομήτων αβυδικών», των οποίων τα καθήκοντα, τους ταυτίζουν με τους σημερινούς λιμενάρχες.
Είχαν ως αρμοδιότητα την αστυνόμευση του λιμένος και των εμπορικών πλοίων, τον έλεγχο των επιβατών και φορτίων, την εξακρίβωση της πλοιοκτησίας, την καταγραφή και καταμέτρηση των πλοίων, τον έλεγχο των ναυαγίων, την αναγνώριση των πλοιάρχων και την είσπραξη των λιμενικών τελών. Ορισμένες φορές ανελάμβαναν και καθήκοντα «κομερκιαρίου», αρμοδίου για την είσπραξη των τελωνειακών δασμών (κομμέρκιον). Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας δεν υπάρχει το «Σεκρέτο της θάλασσας», όπως ονομαζόταν το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας στα Βυζαντινά χρόνια, και οι «Αβυδικοί άρχοντες» δηλαδή οι βυζαντινοί Λιμενάρχες. Παρά όμως την αδυναμία της τουρκικής διοίκησης να δημιουργήσει αντίστοιχους θεσμούς, οι Έλληνες μέσω της τοπικής αυτοδιοίκησης κατόρθωσαν κατά τόπους
να συνεχίσουν τα καθήκοντα των προαναφερόμενων «αρχόντων». Το έργο αυτό επιτέλεσαν αιρετοί ή κληρωτοί κατά τόπους άρχοντες, εύποροι γέροντες ναυτικών οικογενειών, που ανάλογα ονομάζονταν «Επίτροποι και Φύλακες» στην Ύδρα, «Επιστάτες του γιαλού» και «Σανιτάδες» στη Σύρο, «Γραμματικοί των Σπετσών» και αρμόδιοι για τα «Λιμεναρχικά» δημογέροντες των Βορείων Σποράδων.
Οι άνθρωποι αυτοί δημιούργησαν ένα καθεστώς ευνομίας και ευταξίας στο χώρο της ραγδαίας αναπτυσσόμενης ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, έθεσαν δε τις βάσεις, ώστε να υλοποιηθεί η θεσμοθέτηση μιας ιδιαίτερης νομοθεσίας και μιας διοικητικής μονάδας ελέγχου της εμπορικής ναυτιλίας, με την ίδρυση του Ελληνικού κράτους.
Έτσι μέσα από μία συνεχή παράδοση, συνειδητοποιήθηκε η ανάγκη να υπάρξει ένας διοικητικός φορέας, που σκοπό θα είχε τη λήψη των αναγκαίων νομοθετικών μέτρων, την εποπτεία και τον έλεγχο των πλοίων, των λιμένων, των λιμενικών έργων, αλλά και των θεμάτων που θα αφορούσαν τη ναυτική εργασία.
Πράγματι, το νέο συγκροτούμενο κράτος από την εποχή που Κυβερνήτης ήταν ο Καποδίστριας, ακολούθως την περίοδο της Αντιβασιλείας και μέσα στα πρώτα χρόνια της Βασιλείας του Όθωνα, νομοθέτησε επί θεμάτων που αφορούσαν την εμπορική ναυτιλία με σκοπό την ανάπτυξή της. Συγκεκριμένα την 3-2-1828 καταρτίζεται ο πρώτος Οργανισμός εμπορικής ναυτιλίας, με το ΙΣΤ Ψήφισμα της 20ης Αυγούστου 1828 παραχωρούνται ευρύτατες αρμοδιότητες στους
Λιμενάρχες, ενώ ο Σπυρίδωνας Τρικούπης αναλαμβάνει στις 8-7-1829 τη νεοσύστατη Γραμματεία του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων και Εμπορικού Ναυτικού.
Λίγο αργότερα το 1834 και το 1836 εκδίδονται τα Β.Δ. της 4-1-1834 «Περί Οργανισμού των Λιμενικών Αρχών» και 15-12-1836 «Περί αστυνομίας της εμπορικής ναυτιλίας», τα οποία είναι τα πρώτα βασικά νομοθετήματα, που αναφέρονται στη διοίκηση και αστυνομία των πλοίων, των λιμένων και παραλίων και η ισχύς τους διήρκεσε επί 120 περίπου χρόνια.
Την ίδια εποχή η διοίκηση των λιμένων και ο έλεγχος των πλοίων
κατά τόπους ασκείται από Λιμενάρχες, προερχόμενους από το εμπορικό ναυτικό, με 10ετή ναυτική υπηρεσία, οι οποίοι με τις αποφάσεις τους έθεσαν τις βάσεις της νομολογίας περί της άσκησης διοίκησης στους λιμένες.
Η χώρα, που μέχρι τότε (1853) εκτείνεται μέχρι τη Θεσσαλία διαιρείται σε τέσσερα παράλια τμήματα, ενώ οι αξιωματικοί των λιμένων σε τρεις τάξεις: Λιμενάρχης με βαθμό Πλοιάρχου, Υπολιμενάρχης με βαθμό Υποπλοιάρχου και Επιστάτης λιμένος με βαθμό Σημαιοφόρου.
Βασικό πρόβλημα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν η επί των
Ναυτικών Γραμματεία, οι Έλληνες Πρόξενοι και οι Αξιωματικοί του
Πολεμικού Ναυτικού ήταν η διατήρηση της ελληνικής σημαίας στα πλοία των Ελλήνων πλοιοκτητών που ευρίσκοντο σε περιοχές υπό την κατοχή της Τουρκίας. Επιπρόσθετα είχαν να αντιμετωπίσουν τη δυσπιστία των Τούρκων, την ύποπτη συμπεριφορά των μεγάλων Δυνάμεων και τις ευκολίες που παρείχαν στη ναυσιπλοΐα οι σημαίες της Ρωσίας και της Τουρκίας.
Οι συνθήκες αυτές οδήγησαν στη δημιουργία θέσεων αξιωματικών στις ελληνικές προξενικές αρχές, οι οποίοι θα ασχολούνταν με θέματα εμπορικής ναυτιλίας. Είναι οι πρόδρομοι των σημερινών Προξενικών Λιμεναρχείων ή Έδρες των Ναυτιλιακών Ακολούθων (Ε.Ν.Α.)