Όταν τα τζιτζίκια πεθαίνουν
Ο Πλάτωνας, σε έναν μύθο του, γράφει ότι όταν γεννήθηκαν οι
Μούσες κι έφεραν για πρώτη φορά στον κόσμο τη μουσική, κά-
ποιοι από τους ανθρώπους που ζούσαν τότε γοητεύτηκαν τόσο
που, σαν να ήταν μαγεμένοι, άρχισαν να τραγουδούν συνεχώς,
χωρίς να σταματάνε καθόλου ούτε για να φάνε ούτε για να πιουν
και χωρίς να καταλαβαίνουν ότι έτσι σωνόταν η ζωή τους. Λίγο
καιρό μετά, αφού πέθαναν αυτοί οι άνθρωποι, από τις ψυχές
τους βγήκαν τα τζιτζίκια που οι Μούσες τούς είχαν δώσει αυτό
το χάρισμα: Να μη χρειάζονται ούτε νερό ούτε τροφή για να ζή-
σουν, ώστε να μπορούν να κάνουν αυτό που αγαπούσαν τόσο
πολύ όταν ήταν άνθρωποι και να τραγουδούν συνεχώς. Όταν
πεθαίνουν λοιπόν, τα τζιτζίκια πηγαίνουν στις Μούσες και τους
φέρνουν τα νέα από τον κόσμο, ποιοι από τους ανθρώπους που
ζουν τις δοξάζουν και ποια από τις εννιά ο καθένας. Και κάθε
μια δείχνει μεγαλύτερη αγάπη και προστατεύει αυτούς που δο-
ξάζουν τη λατρεία της. Η Τερψιχόρη όσους δοξάζουν τον χορό,
η Ερατώ αυτούς που τιμούν και δοξάζουν τον έρωτα, η Κλειώ
αυτούς που καταπιάνονται με την ιστορία και πάει λέγοντας.
Τέλος, τα τζιτζίκια πλησιάζουν και την Καλλιόπη που είναι η με-
γαλύτερη και την Ουρανία που είναι η δεύτερη και τους λένε τα
ονόματα εκείνων που δοξάζουν τη φιλοσοφία, τη μουσική τέχνη
που βρίσκεται κάτω από τη δική τους ιερή προστασία. Και τότε,
όταν ακούν τα νέα, αυτές χαίρονται και τραγουδούν με την πιο
ωραία φωνή.
Βαλέριος
Εκείνο το ήσυχο ανοιξιάτικο βράδυ, από τον κήπο μιας πο-
λυτελούς έπαυλης που βρισκόταν λίγο έξω από το Παρίσι, αντη-
χούσαν μουσικές, φωνές και χειροκροτήματα. Πολύς κόσμος
είχε μαζευτεί εκεί, για ν’ ακούσει μια σειρά διαλέξεων που αφο-
ρούσαν την ποίηση, οι οποίες δόθηκαν με αφορμή το παγκόσμιο
βραβείο ποίησης που είχε κερδίσει ο ποιητής με το ψευδώνυμο
Μισέλ Ζερμαίν. Η λαμπερή τελετή κράτησε μέχρι πολύ αργά και
ο ποιητής φιλοξενήθηκε στην έπαυλη από τον ιδιοκτήτη της,
που ήταν στενός φίλος του, μια νύχτα που όλοι όσοι ήταν πα-
ρόντες μέθυσαν από τους στίχους, από τα όμορφα λόγια που
άκουσαν και από το κρασί που έρεε άφθονο στα ποτήρια τους.
Το επόμενο βράδυ όμως δεν ήταν το ίδιο. Οι πόρτες της έπαυλης
έκλεισαν για το κοινό και τους δημοσιογράφους, και δόθηκε μια
γιορτή πιο ιδιωτική, στην οποία πήραν μέρος μόνο οι στενότε-
ροι φίλοι του ποιητή. Κάποιοι συγγραφείς και κάποιοι μουσικοί,
κάποιοι ηθοποιοί, κάποιοι λόγιοι και κάποιοι ακόμα. Ήταν λοι-
πόν γύρω στα δώδεκα άτομα που είχαν μαζευτεί εκεί το επόμενο
βράδυ, στις 23 Μαΐου, γύρω από ένα μακρόστενο τραπέζι που θα
μπορούσε να είναι γεμάτο με όλων των ειδών τα φαγητά. Μα οι
καλεσμένοι δεν είχαν ιδιαίτερη όρεξη ούτε για φαγητό ούτε για
ποτό. Τόσο πολύ είχαν πιει την προηγούμενη βραδιά, που δεν
ήθελαν ούτε να φάνε ούτε να πιουν άλλο, μα περισσότερο είχαν
όρεξη για συζήτηση. Άλλωστε, ήταν όλοι τους από τους ανθρώ-
πους που απολαμβάνουν πολύ τις συζητήσεις και τους λόγους,
και ήταν ενθουσιασμένοι που τους είχε παρουσιαστεί αυτή η ευ-
καιρία, να βρεθούν στο ίδιο τραπέζι όλοι αυτοί μαζί.
«Ας μην πιούμε πολύ απόψε» είχε πει κάποιος. «Όποιος θέλει
βέβαια ας πιει, αλλά όχι τόσο ώστε να μην μπορεί να συζητήσει».
«Ναι, αυτό να κάνουμε» είπε ένας άλλος. «Και για όποια ή
όποιον από μας μεθύσει, να σκεφτούν για αυτόν οι υπόλοιποι
μια τιμωρία».
«Μα τι;» είπε ένας τρίτος. «Λέτε να υπάρχει για κάποιον από
μας χειρότερη τιμωρία από το να μην ακούσει αυτά που θα ει-
πωθούν εδώ σήμερα; Λέω λοιπόν αυτή να είναι η τιμωρία για
όποιον μεθύσει. Να μη μάθει από κανέναν από τους παρευρι-
σκόμενους όλα αυτά που ειπώθηκαν από τη στιγμή που μέθυσε
και ύστερα».
Όλοι, με γέλια, συμφώνησαν λέγοντας πως η τιμωρία ήταν
σκληρή αλλά δίκαιη και τότε τον λόγο πήρε ο Μισέλ Ζερμαίν.
«Αγαπημένοι μου φίλοι» είπε σηκώνοντας το ποτήρι του,
μα τη στιγμή εκείνη κάποιος από το προσωπικό της έπαυλης
τον πλησίασε και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Αυτός άκουσε και
ύστερα είπε πρόσχαρα: «Μα ναι, βέβαια, φυσικά και να περάσει».
«Ω, έχουμε κι άλλους καλεσμένους, λοιπόν;» παρατήρησαν
κάποιοι.
«Ναι» απάντησε ο Μισέλ Ζερμαίν. «Οι περισσότεροι ίσως
δεν τον γνωρίζετε, μα η αλήθεια είναι πως είναι μια πολύ ευχά-
ριστη έκπληξη για μένα γιατί, αν και τον προσκάλεσα, δεν περί-
μενα πως θα ερχόταν».
«Ποιος είναι λοιπόν, Μισέλ;» ρώτησε η Πηνελόπη Κλερ, η
πασίγνωστη αστέρας του πενταγράμμου. «Έλα, πες μας, μη μας
κρατάς σε αγωνία».
Μα, πριν ο Ζερμαίν προλάβει ν’ απαντήσει, ακούστηκαν
βήματα και όλοι είδαν την ψηλόλιγνη σιλουέτα ενός άντρα να
ξεπροβάλλει από την άκρη του κήπου και να πλησιάζει την εύ-
θυμη συντροφιά τους. Η σιλουέτα αυτή κρατούσε από το χέρι
ένα παιδί.
Όλοι αυτοί οι αστέρες και οι διάσημοι καλεσμένοι είχαν
στρέψει την προσοχή τους σε αυτούς τους δύο και καθώς πλησί-
αζαν τους ακολουθούσαν με τα βλέμματά τους.
«Φίλοι μου, να σας συστήσω τον Βαλέριο Σουάλοου» ακού-
στηκε η φωνή του Ζερμαίν. «Κατά τη γνώμη μου είναι ο μεγαλύ-
τερος εν ζωή φιλόσοφος».
Ο Βαλέριος χαμογέλασε γλυκά στα μέλη της συντροφιάς
γνέφοντάς τους ευγενικά με το κεφάλι του. Πλησίασε τον Ζερ-
μαίν, ο οποίος είχε σηκωθεί για να τον προϋπαντήσει και του
έσφιξε το χέρι δίνοντάς του συγχαρητήρια για τη νίκη του και
ύστερα, ξαφνικά, η κόρη του οικοδεσπότη, η οποία είχε κάνει
τρέχοντας τον γύρο του τραπεζιού, έπεσε με φόρα στην αγκα-
λιά του. Το εικοσιτριάχρονο κορίτσι φαινόταν να γνωρίζει πολύ
καλά αυτόν τον άγνωστο που ο Ζερμαίν είχε παρουσιάσει με
τόσο μεγάλη άνεση σαν τον μεγαλύτερο φιλόσοφο εν ζωή.
«Μου έλειψες πολύ, Βαλέριε» του είπε.
«Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω, Στέφανι» απάντησε εκείνος.
Τώρα πια, είχε πλησιάσει αρκετά ώστε οι παρευρισκόμενοι
να μπορούν να διακρίνουν καλύτερα τα χαρακτηριστικά του.
Είχε μακρύ πρόσωπο κι έξυπνα κι ανέμελα μάτια. Ήταν αδύνα-
τος και δύσκολα θα μπορούσε κανείς να μαντέψει την ηλικία
του. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι πενήντα ή εξήντα χρονών.
Το παιδί που τον ακολουθούσε ήταν ένα κοριτσάκι, όχι πάνω
από οχτώ ετών. Ο Βαλέριος τη σύστησε ως ανιψιά του και της
ζήτησε να καθίσει δίπλα στη Στέφανι.
«Πώς σε λένε;» ρώτησε χαμογελαστή η Στέφανι το κορίτσι.
«Έλενα» είπε η μικρή, η οποία φαινόταν να ντρέπεται. Η
Στέφανι όμως είχε ενθουσιαστεί μαζί της. Της μιλούσε πολύ γλυ-
κά και την έκανε γρήγορα να αισθανθεί άνετα.
Εντωμεταξύ, ο Βαλέριος είχε καθίσει ανάμεσα στον κύριο
Μπομπατόν, τον πατέρα της Στέφανι, και τον Ζερμαίν.
«Φίλοι μου» είπε χαμηλόφωνα, ώστε να μην τον ακούσουν
οι υπόλοιποι. «Μην πιείτε πολύ, γιατί μετά τη γιορτή πρέπει να
μιλήσουμε ιδιαιτέρως για κάτι σημαντικό».
Τότε, σηκώθηκε η Πηνελόπη Κλερ και είπε: «Λοιπόν, φίλοι
μου, ας καλωσορίσουμε τα νέα μέλη της συντροφιάς μας. Ακού-
στε με όμως, γιατί νομίζω πως έχω μια ιδέα. Λέω λοιπόν, καθώς
είμαστε αρκετοί, για να μη μιλάμε σε παρέες των πέντε ή των έξι
ατόμων, να κάνουμε κάτι άλλο. Καθένας από μας, ή έστω όσοι
θέλουν, να παρουσιάσουν στους υπόλοιπους κάτι το οποίο έμα-
θαν ή άκουσαν για την Αρχαία Ελλάδα και το θεωρούν όμορφο.
Και οι υπόλοιποι να τους ακούσουμε. Άλλωστε, και το ποίημα
του φίλου μας, το οποίο βραβεύτηκε, μιλάει για τον Σωκράτη.
Ας πούμε λοιπόν ό,τι ξέρει ο καθένας για την Αθήνα, για τον Σω-
κράτη και για εκείνη τη χώρα την τόσο δοξασμένη, μα και την
τόσο ταλαιπωρημένη και την τόσο αδικημένη. Νομίζω πως θα
ήταν ένας όμορφος τρόπος να περάσει έτσι η βραδιά μας, γιατί
σίγουρα θα ακούσουμε και θα μάθουμε πολύ όμορφα πράγματα.
Άλλωστε, όλοι όσοι βρίσκονται εδώ, έχουν λεπτό γούστο και
μπορούν να εκτιμήσουν ό,τι είναι ωραίο. Λέω λοιπόν, αν συμφω-
νείτε κι εσείς, να κάνουμε αυτό που είπα».
Η πρόταση της Πηνελόπης βρήκε σύμφωνους όλους τους
παρευρισκόμενους, οι οποίοι την αποδέχτηκαν με ενθουσιασμό.
«Κύριε Σουάλοου» είπε κάποιος στον Βαλέριο «μη νομίζετε
ότι θα γλιτώσετε. Ο Μισέλ σάς χαρακτήρισε ως τον μεγαλύτερο
φιλόσοφο, οπότε να ξέρετε ότι έχουμε υψηλές προσδοκίες από
εσάς».
Και ο Βαλέριος χαμογέλασε και συμφώνησε ότι θα μιλούσε.
«Ποιος θα μιλήσει όμως πρώτος;» αναρωτήθηκε μια διάση-
μη ηθοποιός.
«Ω, κανονικά πρέπει να μιλήσει η Πηνελόπη» είπε κάποιος
άλλος «γιατί αυτή έκανε την πρόταση. Άλλωστε και το όνομά
της είναι ελληνικό, αν δεν κάνω λάθος».
«Πολύ καλά» είπε η Πηνελόπη Κλερ. «Θ’ αρχίσω εγώ, όμως
δεύτερος θα είστε εσείς, κύριε Τουφόν».
«Πολύ ευχαρίστως» είπε ο Νικολά Τουφόν, ο διάσημος συγ-
γραφέας. «Η αλήθεια είναι ότι έχω κάτι υπόψη μου. Κάτι αρκετά
ενδιαφέρον».
«Φυσικά θα μιλήσω κι εγώ» είπε ο κύριος Ρουσώ, ο πιο δη-
μοφιλής ίσως δικηγόρος της Γαλλίας εκείνη την εποχή.
«Κι εγώ» είπε η κυρία Φρερεζάκ, η οποία δίδασκε αγγλική
ποίηση στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης και, παρόλο που ήταν
πάνω από εβδομήντα χρονών, δεν έχανε ποτέ το κέφι της για
ζωή.
«Εντάξει λοιπόν, κανονίστηκε» είπε η Πηνελόπη. «Θα μιλή-
σω πρώτη εγώ και ύστερα ο Νικολά. Μετά ο κύριος Ρουσώ, έπει-
τα η Μινέρβα και τέλος ο κύριος Σουάλοου. Φυσικά και όποιος
άλλος επιθυμεί. Η συμμετοχή είναι ανοιχτή».