Μπόραθ, Το Μυστικό Όπλο – Κεντρική τριλογία
Καμπουρόπουλος Γιάννης
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing



ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ:
Σ Υ Ν Ω Μ Ο Σ Ι Α
Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΚΑΤΟΥ
«Αγόρι μου... Έλα κοντά μου…»
Σαν ψίθυρος ακούστηκε η γυναικεία φωνή, όπως ξεπρόβαλλε η μορφή της θολή,
ονειρική. Μια γλυκιά θαλπωρή εκπέμπονταν στο μέρος του νεαρού και διαχέονταν σε κάθε μόριο του αέρα.
«Μητέρα...»
«Έλα στην αγκαλιά μου!»
Δύο καλλίγραμμες σκιές απλώθηκαν, δύο λεπτά, όμορφα χέρια, μια πλατιά αγκάλη, το μητρικό μπούστο που γέμιζε με αγάπη κάθε αίσθησή του.
«Μα έχεις πεθάνει, μητέρα!»
«Δεν με γνώρισες, παιδί μου. Ποτέ σου δεν έμαθες ποιά είμαι. Ποτέ.»
Κι όπως απομακρυνόταν η σκιά και γινόταν ένα με το άπειρο, εκείνος έμοιαζε να χάνεται μέσα σε ένα τοπίο στο χρώμα της γης, πιο πολύ θυμίζοντας το δερματικό σημάδι στο μέτωπό του - διακρίνονταν ακόμη κι οι ρυτίδες. Τρόμαξε απ’ αυτή τη δύναμη σαν να τον καλούσαν τα πάντα γύρω του, σα να τον ήξεραν και να τον προκαλούσαν. Ένιωσε μονάχα μια ανεξήγητη απελπισία, μπολιασμένη από την αδιέξοδη λαχτάρα της ανήμπορης απώλειας. Πριν καν ανοίξει τα χείλη του, ακούστηκε ανάστροφη η φωνή του, αγωνιώδης, έντονη:
«Λοριάθ! Λοριάθ!»
Ένα γερό σκούντημα ξύπνησε απότομα τον νεαρό Ράμπαρ Τόαν, κάνοντάς τον να
πεταχτεί μισοζαλισμένος. Τον μούδιαζε η νύστα του, μόρφασε· χρειάστηκε μερικές στιγμές για να αντιληφθεί πως αντί για εκείνο το γαιώδες κενό, βρισκόταν στην ασφάλεια του δωματίου του, στο σπίτι του, στη φάρμα του πατέρα του, Σκόρες Τόαν. Τον είδε να στέκει από πάνω του, αναμαλλιασμένος και ανήσυχος.
«Μικρέ, σήκω γρήγορα!»
«Πατέρα; Τι έγινε;»
Όσο να σηκωθεί, ο πατέρας του χάθηκε στο διάδρομο, έψαχνε, άνοιγε ερμάρια· ήχοι μεταλλικοί ακούγονταν, κι ύστερα κάτι σαν ύφασμα.
«Μια άκατος έπεσε στα χωράφια. Γρήγορα! Και βρες το πυροσβεστικό κανόνι!»
Τα λόγια αυτά βρόντηξαν σαν κεραυνοί μέσα στο αγουροξυπνημένο του μυαλό.
Σηκώθηκε άγαρμπα, παραπατώντας, έβαλε άτσαλα ένα επανωφόρι λεπτό, αντιθερμικό, και πήρε το κανόνι με τη μικροσυμπιεσμένη μεταλλόσκονη, ένα πυροσβεστικό μέσο, ειδικό για μηχανήματα και συστήματα ψύξης επαγωγικών συμπιεστών. Βγήκαν έξω τρέχοντας, ακόμη δεν είχε ξημερώσει.
«Γαμώτο, άρπαξε φωτιά. Ίσα που τους προλαβαίνουμε!» έκανε λαχανιασμένος ο Σκόρες Τόαν.
Κατευθύνθηκαν σ’ ένα σημείο των μακρόστενων χωραφιών, όπου φωσφορίζοντες
κίτρινοι καπνοί είχαν τυλίξει μια άκατο πόλης. Όταν έφτασαν, είδαν τα υαλο-μεταλλικά στέγαστρα των μικροϋγραντήρων να έχουν ξηλωθεί και σπάσει βάναυσα και τους αγωγούς ιοντικών σωματιδίων να πετούν σπίθες ολόγυρα, ανάμεσα από καλλιέργειες που είχαν ήδη απανθρακωθεί από μια φωτιά που σιγόκαιγε κάτω από την κοιλιά της ακάτου.
«Πατέρα, καίγονται και τα υγρά περιαγωγής των αντιδραστήρων, θα γεμίσουμε
δηλητηριώδη αέρια!» είπε ο Ράμπαρ, που πλέον είχε ξυπνήσει για καλά.
Τα δύο ανδροειδή υπηρεσίας της φάρμας είχαν φτάσει εκεί πριν απ’ αυτούς, και ρουφούσαν τα τοξικά αέρια, με κάτι μικρές χειραντλίες.
Περιεργάστηκαν καλύτερα την κατάσταση, παρά τους καπνούς που εισέβαλλαν στα
ρουθούνια τους και τά ’καναν να τσούζουν. Πρώτος αντέδρασε ο Σκόρες Τόαν.
«Φόρα τη μάσκα σου και δώσ’ μου το πυροσβεστικό κανόνι!»
Φόρεσε κι ο ίδιος τη μάσκα του κι έβαλλε με το κανόνι ευθεία στη μηχανή της ατράκτου, από μια σχετική απόσταση ασφαλείας, μέχρι να αδειάσει όλη η γόμωσή του. Ύστερα από λίγο, ένα λευκό νέφος φανέρωνε οτι η φωτιά έσβησε εντελώς. Πέταξε το άχρηστο κανόνι στο πλάι.
«Στο θάλαμο!» φώναξε.
Πλησίασαν με κίνδυνο να καούν από τις αναθυμιάσεις των μηχανών και διέκριναν κάποιον άνδρα, μόνο του, εγκλωβισμένο και γερμένο ελαφρά προς τα δεξιά. Φορώντας ειδικά γάντια, ο Σκόρες έπιασε ένα σημείο όπου είχε σπάσει το περίβλημα και απομάκρυνε τα φύλλα μόνωσης του θαλάμου, ενώ ο νεαρός, πιο ευέλικτος, ήδη σκαρφάλωνε στον στρεβλωμένο κλωβό. Κατάφερε κι έπιασε τον ανήμπορο άνδρα, τον δυσκόλεψε όμως πολύ το βάρος του. Είχε ακόμη τις αισθήσεις του - βόγγηξε κιόλας, καθώς ένιωθε αυτό το νεανικό
χέρι να τον κρατά γερά, κι ανταπέδωσε με ένα δυνατό σφίξιμο της λύτρωσης.
«Τ- Τι έγινε;» ρώτησε ξέπνοα.
«Κρατηθείτε πάνω μου!» Έγειρε στο μέρος του, με κόπο.
«Να είσαι καλά, νεαρέ.»
Διαπίστωσε πως ο άγνωστος ήταν ένας αρκετά εύσωμος και βαρύς άνδρας, κοπίαζε να τον μετακινήσει και να τον τραβά σταθερά, ώστε να μην τον καταπονεί. Αχρηστευμένοι κρέμονταν οι αντικραδασμικοί σάκοι, ματωμένοι από το πληγιασμένο του πρόσωπο και τα γδαρμένα χέρια, όλα γεμάτα ρινίσματα γυαλιού των θρυμματισμένων υαλοπινάκων.
Κόλωσε για μια στιγμή, δεν ήξερε τι τραύματα εσωτερικά μπορεί να είχε. Ο Σκόρες τον είδε κι έσπευσε αμέσως να τον βοηθήσει, έκανε κι ο ίδιος ο τραυματίας ό,τι μπορούσε για να τους διευκολύνει και έτσι τον ανέσυραν μέσα από τον σπασμένο θάλαμο. Τον ξάπλωσαν κάτω· ο Ράμπαρ πονούσε στη μέση του, από την προσπάθεια που κατέβαλλε. Ο Σκόρες φώναξε και τα δύο ανδροειδή υπηρεσίας και όλοι μαζί έκαναν με τα χέρια τους ένα υποτυπώδες φορείο για να τον μεταφέρουν στο σπίτι, όσο γινόταν με μεγαλύτερη προσοχή και να μην τον καταπονούν. Όπως προβλεπόταν από την Μέριμνα Μεταφορών, κάθε επιβατική άκατος διέθετε ένα πολύ ανθεκτικό πομπό διαμόρφωσης βραχέων με ξεχωριστό κωδικό, ώστε να γνωστοποιούνται στην αστυνομία και τις ομάδες βοήθειας οι ακριβείς συντεταγμένες κάθε ατυχήματος. Με το που συνετρίβη η άκατος, ο πομπός έστειλε αυτομάτως το σήμα του· σε λίγο θα κατέφταναν η αστυνομία και η ασθενοφορική άκατος.
Τον ξάπλωσαν στον χώρο υποδοχής. Παρ’ όλο που υπέφερε, είχε το κουράγιο να
χαμογελάσει ανακουφισμένος.
«Ήμουν τυχερός αυτή τη φορά.»
«Ησυχάστε, κύριε, όλα καλά. Σε λίγο θα σας διακομίσουν.» αποκρίθηκε ο Σκόρες Τόαν, προσπαθώντας να ελέγξει τις ανάσες του.
Σκούπισε τον ιδρώτα του, τον κοίταξε καλά-καλά και συνοφρυώθηκε.
«Με το συμπάθειο, κάπου σας έχω ξαναδεί. Είστε αθλητής, μήπως;»
Μα αμέσως ο άνδρας έβηξε και μόρφασε απ’ τον πόνο, οπότε ο τραχύς αγρότης δεν επέμεινε.
«Πάω να φέρω νερό. Ράμπαρ, μείνε μαζί του.»
Με το που έφυγε, ο άγνωστος άλλαξε αμέσως ύφος και διάθεση, ηρέμησε πάλι και στράφηκε στον Ράμπαρ.
«Σ’ ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ και τους δύο.»
Μίλησε πολύ ήρεμα, καμία σχέση με πρωτύτερα, χωρίς βραχνάδα και μορφασμούς.
Έμοιαζε διαφορετικός, ωστόσο ίδια αγριωπός, με το αίμα να του έχει λερώσει το πρόσωπο. Το βλέμμα του σταμάτησε θολό στο σημάδι του μετώπου του νεαρού, παρατηρώντας το θαρρείς εμμονικά, παρά τους πόνους που ένιωθε και το τσούξιμο στις κόγχες των ματιών του από το αίμα και τους καπνούς. Το ένα του πόδι είχε τσακιστεί άσχημα, ιστοί ξεπρόβαλλαν από το σχισμένο και λερωμένο παντελόνι του. Χωρίς να επέμβει στο τραύμα, ο Ράμπαρ του καθάριζε μονάχα το πρόσωπο από το αίμα και τα κομμάτια γυαλί.
«Τι είναι αυτό στο μέτωπό σου, νεαρέ μου;»