Η Ιδέα ως Δημιουργική Πράξη - Πραξεολογία μορφοδοσίας (design) υλοποιήσιμων ιδεών
Κουζέλης Αθανάσιος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Η αντίληψη της ιδέας ως πράξης
Η ιδέα ως προϊόν της νόησης αντλεί τον προσδιορισμό της από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και γραμματεία, βάσει των οποίων αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία η θεωρία της. Κατά κύριο λόγο αυτή οφείλεται στον Έλληνα φιλόσοφο Πλάτωνα, ο οποίος υποστήριξε ότι το τυπικό και γενικό περιεχόμενό της δεν είναι αυτονόητο, αλλά αποτελεί μια υπόθεση μύησης και μεταρσίωσης της ανθρώπινης διάνοιας, μέσω της οποίας η ουσία της συλλαμβάνεται με την μορφή ενός υπερβατικού εκμαγείου που διαμορφώνει το είδωλο των φθαρτών υλι-κών δημιουργημάτων. Στους διαλόγους του, η ύπαρξη των ιδεών συναρτήθηκε αφ’ ενός με την γνωσιολογική εμπειρία των αισθητών πραγ-μάτων, και αφετέρου με την οντολογική αντίστοιχη για την ύπαρξή τους.
Ο Πλάτων θέλοντας να διαφυλάξει το αγαθό της γνώσης και της αντικειμενικής αλήθειας από ιδεολογήματα που την απέρριπταν, καταδικάζοντας τον άνθρωπο σε μια μόνιμη άγνοια που τελικά οδηγεί στον αγνωστικισμό, υποστήριξε ότι τα αντικείμενα της γνώσης, δηλαδή οι ιδέες που μπορούν να οριστούν υπάρχουν, αλλά δεν πρέπει να ταυτίζονται με τίποτε στον αισθητό κόσμο διότι προϋπάρχουν σε έναν νοητό κόσμο, πέραν του χώρου και του χρόνου.
Στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει το θεωρητικό ζήτημα της ιδέας, βασίστηκε στην έννοια του κατηγορήματος της κρίσεως, την οποία είχε εισάγει ο Σωκράτης στους διαλόγους του. Διαπιστώνοντας ότι με την λογική βεβαιώνουμε το ίδιο αντικείμενο για διαφορετικά υποκείμενα, η σημασία του αντικειμένου ως κατηγορήματος αντλεί την αλήθειά της από την αναφορά της στην ιδέα του υποκειμένου. Επειδή κατά την θεώρησή του οι ιδέες συνιστούν τέλειες, άφθαρτες και αμετάβλητες νοητές οντότητες, δύνανται να αναφέρονται σε αυτές όλα τα
ατελή, φθαρτά και μεταβλητά αισθητά πράγματα. Τουτέστιν, οι ιδέες δεν μπορούν να αναχθούν σε κάτι άλλο και να αποτελέσουν υποκείμενα μιας συνηθισμένης κατηγόρησης, αλλά συνιστούν έσχατες και αυθυπόστατες οντολογικές και νοηματικές εστίες θεμελίωσης της πραγματικότητας και της γνώσης.1
Προκειμένου να γίνονται κατανοητές οι ιδέες ως εστίες θεμελίωσης κατ’ αρχήν της ανθρώπινης γνώσης, ο Πλάτων έθεσε επίσης και μια βασική προϋπόθεση: ότι το ατελές (αισθητά πράγματα) δεν μπορεί ποτέ από μόνο του να μας οδηγήσει στη γνώση του τέλειου (ιδέα). Ως βάση γι’ αυτή την κατανόηση των ιδεών χρησιμοποίησε την Πυθαγόρεια αντίληψη ότι η θέα των ιδεών είναι πληρέστερη όσο περισσότερο η ψυχή ελευθερώνεται από το σώμα και τις αισθήσεις. Τούτο οφείλεται στο ότι η ανθρώπινη ψυχή συγγενεύει με το θείο, το αθάνατο, το αόρατο, ενώ το σώμα συγγενεύει με το γήινο, το ορατό και το φθαρτό.
Για την τεκμηρίωση της θεωρίας του περί των ιδεών ο Πλάτων χρησιμοποίησε επίσης τον μύθο της ανάμνησης, που παρουσιάζεται στον διάλογο του Μένωνα. Σύμφωνα με αυτόν τον μύθο, η ανθρώπινη ψυχή πριν ενσαρκωθεί γνώρισε τις ιδέες στην καθαρότητά τους. Με την είσοδό της, όμως, στο σώμα και την υποταγή της στους φυσικούς νόμους, η ψυχή λησμόνησε αυτά που γνώριζε. Επομένως, η απόκτηση γνώσεως στον πραγματικό κόσμο ερμηνεύεται τελικά, ως διαδικασία αναμνήσεως, όπου μόνο οι φυσικές ομοιότητες των πραγμάτων μπορούν να βοηθήσουν το νου στην προσπάθεια του να επαναφέρει την τέλεια γνώ-ση.2
Με βάση την θεωρία του Πλάτωνα, όλα τα αισθητά πράγματα ορίζονται από το σύνολο των ιδιοτήτων τους. Επειδή όμως οι ιδιότητές τους αλλάζουν συνεχώς, γι’ αυτό τον λόγο η οντολογική τους κατάσταση θεωρείται ως ‘εν τω γίγνεσθαι’. Δεδομένου ότι οι ιδιότητες συνιστούν στην πράξη ειδοποιητικά χαρακτηριστικά, μόνο οι ιδέες είναι εκείνες που ορίζουν την ουσία κάθε όντος, προσδιορίζοντάς το αποφασιστικά, καθοριστικά και μονοσήμαντα. Υπό αυτήν την έννοια, οι ιδέες όντας από την φύση τους ανώλεθρες και αναλλοίωτες, δεν οφείλουν την ύπαρξή τους στις συνεχείς αλλαγές των ιδιοτήτων των αισθητών πραγμάτων, διότι είναι ικανές να συντηρούν εξ ορισμού από μόνες τους την ύπαρξή τους.
Ο Πλάτωνας στον διάλογο ‘Πολιτεία’ προέβη επίσης και σε μια ιεράρχηση των όντων με βάση την θεωρία του περί των ιδεών, επεξηγώντας την με το παράδειγμα της οντότητας της κλίνης. Σε αυτή την ιεράρχηση ο φιλόσοφος κατατάσσει στο υψηλότερο επίπεδο της δημιουργίας την ιδέα που εκφύεται από τον Θεό (φυτουργός), ενώ στο αμέσως χαμηλότερο επίπεδο είναι η κατασκευή της από τον τεχνίτη ξυλουργό (δημιουργός) και στο κατώτερο η μίμησή της από τον ζωγράφο (μιμητής).
Σύμφωνα με αυτό το παράδειγμα και δεδομένης της οντολογικής διάκρισης τόσο ο ζωγράφος όσο και ο ξυλουργός κατατάσσονται στον μιμητικό κόσμο. Τουτέστιν αυτό σημαίνει ότι τοποθετούνται τρείς βαθμούς μακριά από τα ‘όντως όντα’3, διότι ο ζωγράφος δεν κατασκευάζει ένα κρεβάτι αποβλέποντας στην ιδέα του, όπως κάνει ο ξυ-λουργός4, αλλά απλώς στο είδωλό της. Υπ’ αυτή την έννοια η καλλιτεχνική εργασία καταλήγει να γίνεται μια ‘μίμηση μιμήσεως’ διότι ως δημιουργική τέχνη συνιστά μια σύνθεση ειδώλων.
Στην αναφερόμενη οντολογική ερμηνεία της κλίνης ο ζωγράφος απέχει από την αλήθεια καθώς την ζωγραφίζει όπως αυτή παρουσιάζεται στις αισθήσεις του και αλλάζει ανάλογα με την οπτική γωνία που την βλέπει, (είτε την βλέπει από πλάγια, είτε την βλέπει από μπροστά, ενώ το πραγματικό αντικείμενο δεν αλλάζει). Αυτή η μιμητική δραστηριότητα συνιστά μια απομίμηση ενός φαντάσματος, και όχι της αλήθειας, διότι έχει εφευρεθεί για να αναπαριστά τα όντα, όχι όπως είναι, αλλά όπως αυτά φαίνονται.5 Επίσης ο ζωγράφος προσπαθεί να κάνει τα πράγματα να φαίνονται διαφορετικά απ’ ότι είναι, επιδιώκοντας να τα κάνει καλύτερα απ’ ότι είναι για να ευχαριστήσει τον θεατή. Ως εκ τούτου καταφεύγει στο να επιλέγει ουσιαστικά, ανάμεσα στην ευχαρίστηση και την αλήθεια, με αποτέλεσμα να διαχωρίζεται οντολογικά το πραγματικό από το φαινομενικό.6
Στον ίδιο διάλογο αναφέρεται ότι οι ιδέες δεν υποδηλώνουν απλά και μόνο ορισμένα όντα, αλλά τα αναδεικνύουν και ως υποδείγματα για τον άνθρωπο. Γι’ αυτόν το λόγο τα αισθητά φαινόμενα δεν αποτελούν παρά μια ατελή ομοίωση των ιδεών, παραμένοντας πάντα κατώτερα των τελευταίων όσον αφορά τον οντολογικό τους χαρακτήρα. Ο Πλάτων, προκειμένου να συνδέσει την ιδέα με το υλικό πράγμα χρησιμοποίησε τον όρο της μέθεξης, που σημαίνει ότι κάθε πράγμα μετέχει στη γενική ουσία της ιδέας. Αν, για παράδειγμα, ένα πράγμα είναι ωραίο, είναι έτσι μόνο και μόνο επειδή εμφανίζονται σ’ αυτό ιδιότητες που ενυπάρχουν στην ιδέα του ωραίου.
Ο Πλάτων είχε επίγνωση πως δεν υπάρχει τρόπος να αποδείξει την προέλευση των ιδεών. Γι’ αυτό δεν δίστασε να προτείνει τις ιδέες ως ‘υπόθεση’, δηλαδή ως μια βασική αρχική παραδοχή στο πεδίο της νό-ησης.7 Θεώρησε ότι η ‘υπόθεση’ των ιδεών δεν μπορεί να αποδειχθεί, μπορεί όμως να γίνει πειστική και αποδεκτή αν φανούν τα πλεονεκτήματά της. Με αυτή την παραδοχή τεκμηρίωσε την φιλοσοφική επιδίωξή του να εφαρμοστεί η θεωρία της ιδέας σε κάθε τομέα του επιστητού.
Χαρακτηριστικό για την υποθετική ουσία των ιδεών είναι το παράδειγμα που αναφέρεται στον διάλογό του ‘Φαίδων’ όπου ερμηνεύεται η σχέση της ιδέας του ωραίου με την ωραιότητα ενός πράγματος : ‘Όταν κάποιος μου λέει ότι η ωραιότητα ενός πράγματος οφείλεται στο ζωηρό του χρώμα ή στο σχήμα του ή σε κάτι παρόμοιο, αφήνω κατά μέρος τέτοιου είδους εξηγήσεις γιατί όλες με μπερδεύουν και κρατώ για τον εαυτό μου μόνο αυτή την απλή, άτεχνη και ίσως αφελή εξήγηση: τίποτα άλλο δεν κάνει αυτό το πράγμα ωραίο παρά μόνο η παρουσία ή η συμμετοχή της ιδέας του ωραίου. Αυτή μου φαίνεται ότι είναι η ασφαλέστερη απάντηση που μπορώ να δώσω στον εαυτό μου και στους άλλους. Και νομίζω ότι αν στηριχτώ σ? αυτήν δεν διακινδυνεύω ποτέ να πέσω, αλλά, όποτε τίθεται η ερώτηση, για μένα είναι αρκετή η απάντηση ότι τα ωραία είναι ωραία διά μέσου της ιδέας του ωραίου’.8
Σύμφωνα με την θεώρησή του μόνο μέσω της γνώσης των ιδεών μπορούμε να φτάσουμε στη γνώση του αληθινού πράγματος. Στο ερώτημα με ποιον τρόπο μπορούμε να φτάσουμε στη γνώση των ιδεών, η πλατωνική θεωρία μας έχει κληροδοτήσει με τρεις διαφορετικές εκδοχές. Κατ’ αρχήν, μπορούμε να γνωρίσουμε τις ιδέες μέσω της νοητικής εποπτείας των, δηλαδή της σύλληψης της ουσίας τους και των ιδιοτήτων τους. Κατά δεύτερον, μπορούμε να γνωρίσουμε τις ιδέες μέσω της ανάμνησης. Δηλαδή όταν δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε τις ιδέες μέσω των αισθήσεων, αυτές μας παρέχουν αφορμή να τις θυμηθούμε ως προϋπάρχουσες στην σκέψη καθαρές και αληθείς μορφές της γνώσης. Με τις αφορμές του αισθητού, αλλά κυρίως με την αντίληψη, η νόηση πλησιάζει τις ιδέες ψάχνοντας την αλήθεια, δηλαδή την στέρηση της λήθης που σημαίνει ανάμνηση. Ο τρίτος τρόπος να προσεγγίσουμε την ιδέα είναι η μέθοδος της διαλεκτικής. Σύμφωνα με αυτήν, οι αρχικές υποθέσεις αναιρούνται σταδιακά με την μέθοδο των ερωταπαντήσεων έως ότου μέσω της νόησης να βρεθεί η καθαρή μορφή των πραγμάτων και των ιδιοτήτων τους.9 Εν γένει, η ιδέα στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία κατανοήθηκε ως ένας αυτούσιος προσδιορισμός, μέσω του οποίου η θέασή της ως ‘είδους’ ταυτίστηκε με την αισθητή της παρουσία. Με βάση αυτή την οντολογική ερμηνεία της ιδέας η διάνοια οδηγείται στα πράγματα που δηλώνονται από τις ιδέες μέσα από την υποθετική τους λειτουργία, που σημαίνει ότι εκλαμβάνονται ως αληθείς έως ότου αποκαλυφθούν στην αντικειμενική πραγματικότητα. Γι’ αυτόν τον λόγο κάθε ιδέα που στερείται ‘είδους’ κατατάσσεται στα ‘μη όντα’, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι μια τέτοια ιδέα είτε δεν έχει ουσία, είτε δεν είναι υπαρκτή ως οντότητα. Το ζήτημα της ιδέας πέρα και έξω από την ανθρώπινη αίσθηση και αντίληψη δέχτηκε μια θεωρητική επαναπροσέγγιση αργότερα κατά τον 17ο αιώνα από τον Rene Descartes, όταν διερεύνησε το αυτούσιο της ιδέας βασιζόμενος στην στωική αντίληψη ότι ως ιδέα θεωρείται μόνο ότι γίνεται αντιληπτό με τη νόηση, γεγονός το οποίο ταυτίζεται με τον συνειδητό εσωστρεφή υποκειμενισμό της ουσίας της. Σύμφωνα με την
προσέγγισή του η ουσία της ιδέας ταυτίζεται με την λειτουργία του ανθρώπινου λογισμού, μέσω της οποίας η παραγωγή των ιδεών αποδεσμεύεται από την μεταφυσική της βάση, ακολουθώντας την έμφυτη λογική ικανότητα του ανθρώπου, που δίχως άλλο λειτουργεί ως μέσον και φορέας μετάβασης της ιδέας στον υπαρκτό εξωτερικό υλικό κόσμο. Για τον Descartes, η ιδέα είναι ένας τρόπος σκέψης. Δεδομένου του τρόπου σκέψης, μια ιδέα νοείται ως τρόπος (μια περίπτωση) ύπαρξης σκέψης, ή μια ιδέα είναι ένας τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται ένα παράδειγμα σκέψης. Στο βαθμό που οι ιδέες είναι τρόποι, αυτές κατά-λαμβάνουν την χαμηλότερη βαθμίδα στην οντολογική κλίμακα του Descartes. ‘Η φύση μιας ιδέας’, όπως αναφέρει στο φιλοσοφικό έργο του ‘Meditationes de prima Philosophia’,‘από μόνη της δεν απαιτεί καμία επίσημη πραγματικότητα, εκτός από αυτό που προέρχεται από την σκέψη μου, της οποίας είναι ένας τρόπος. Στην πραγματικότητα, στο βαθμό που οι ιδέες (θεωρούνται) απλώς (ως) τρόποι σκέψης, δεν υπάρχει καμία αναγνωρίσιμη ανισότητα μεταξύ τους: όλες φαίνεται να προέρχονται από μέσα μου με τον ίδιο τρόπο’.10