Όλα ξεκίνησαν ένα πρωινό του Σεπτέμβρη. Η Ροδάφνη, επέστρεφε από το σχολείο. Τελείωνε την ογδόη. Ήταν καλή μαθήτρια. Αγαπούσε τα γράμματα, αλλά η γιαγιά Αρτέμιδα είχε διαφορετική άποψη. Πίστευε πώς οι γυναίκες είναι γεννημένες για νοικοκυροσύνη και τα γράμματα χαμένες ιδεολογίες. Δεν υπολόγιζε την ψυχή της κόρης της. Την πούλησε να σώσει το τομάρι της. Αδίστακτη.
Φουλ του ρίγα, κύριέ μου. Η μπάσα φωνή της Αρτέμιδας. Φουλ του άσου, κυρία μου! Και της τα μάζεψε όλα.
Εκείνος ο άνδρας, ήταν ο παππούς του Σωσίπατρου. Εκείνο το βράδυ είχε διαλέξει να περάσει την ώρα του σε ένα φθηνό μπαρ, μεθώντας. Είχε χάσει πρόσφατα και την σύζυγό του. Ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Ήθελε, να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί.
Τι λες φιλαράκο; Θέλεις να δοκιμάσεις την τύχη σου; Τον πλησίασε ένας από τους θαμώνες πού τον παρατηρούσε. Και πώς θα γίνει αυτό; Ρώτησε και ήπιε μια γουλιά από το ποτό του. Ήδη, είχε αρχίσει να νιώθει τη ζάλη να διαπερνά τα σωθικά του. Ξέρεις από χαρτιά; Τον ρώτησε ο άλλος στα ίσα. Όχι η ξερή απάντηση. Θέλεις να μάθεις; Δεν έχεις να χάσεις και τίποτα τον παρότρυνε ο θαμώνας. Γιατί, όχι; Τον ακολούθησε στο τραπέζι πού καθόταν η Αρτέμιδα.
Τα βλέμμα τους διασταυρώθηκαν. Η αγέλαστη γυναίκα είχε το σκοπό της. Σίγουρη για τη νίκη της, δεν δίστασε να πουλήσει στο τέλος και την κόρη της. Θα ξεμπέρδευε μια και καλή και θα ζούσε μόνη και ελεύθερη να ζωντανέψει το γερασμένο της κορμί.
- Θέλεις να κάνουμε μια ανταλλαγή; Η Αρτέμιδα έσβησε το τσιγάρο της πού παραλίγο να κάψει τα ακροδάχτυλά της.
- Τι είδους ανταλλαγή;
- Να μου δώσεις πίσω τα λεφτά και να σου δώσω την κόρη μου.
- Τι είναι αυτά πού λες; Σαν βόμβα πού σκάει στο κέντρο της πόλης και οι κάτοικοι τρέχουν να σωθούν. Δεν έφταιγε η ζάλη του πιοτού, είχε πιεί πολλούς πικρούς καφέδες να συνέλθει.
- Κάτι απλό… Έδειχνε ατάραχη.
- Δεν ντρέπεσαι; Μάνα είσαι εσύ; Την έφτυσε στο πρόσωπο.
Τότε κι εκείνη σκαρφίστηκε κάτι πού ήταν σίγουρη πώς μόλις το άκουγε θα την έπαιρνε στα σοβαρά.
- Κι αν, σου έλεγα, πώς η ζωή μου κρέμεται από μία κλωστή; Θα με πίστευες; Η φωνή της γλύκανε.
- Τι εννοείς; Με την απορία έντονη στα μάτια.
- Άκου… Εδώ και καιρό γνωρίζω, κάτι. Δεν έχω τολμήσει να το ξεστομίσω… Θα πονέσει το πουλάκι μου… Δεν κάνει, δεν πρέπει… Είμαι εγωίστρια, δεν το αρνούμαι. Έκανε μία παύση, αναστέναξε και συνέχισε. Το πιοτό κατέστρεψε τα σωθικά μου. Είχα ορκιστεί να το κόψω… Δίστασα… Ξεροκεφαλιές… Έχω την καταραμένη αρρώστια… Ξεστόμισε στο τέλος. Τον σύζυγό μου, τον έχασα. Δεν είναι κρίμα, να μείνει ορφανή, η Ροδάφνη μου; Σκούπισε, τα δήθεν βουρκωμένα της μάτια. Φαίνεσαι άνθρωπος εμπιστοσύνης. Θα περάσει καλά, μαζί σου. Μην με στεναχωρείς. Απόσωσε το μονόλογό της.
- Σταμάτα, σε παρακαλώ. Θέλω να είναι ευτυχισμένη η κοπέλα και δίπλα σου, απ’ ό,τι φαίνεται, περνάει μαύρη ζωή. Σηκώθηκε από την καρέκλα και με μια κίνηση βρέθηκε προς την έξοδο.
Ακολούθησε και η άλλη, με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. Τύψεις, ενοχές; Ούτε καν την άγγιξαν. Τέτοια ώρα θα διαβάζει, βρήκε να σχολιάσει, όταν έφθασαν στο σπίτι. Της αρέσει η ησυχία και το μυαλό της είναι πιο ξεκάθαρο, καθώς ξεκλείδωσε τη πόρτα. Η Ροδάφνη, καθόταν στο τραπέζι με ανοιχτά τα βιβλία. Σε ζητάνε, η αγριοφωνάρα της Αρτέμιδας. Η κοπέλα, τρόμαξε. Κοιτούσε ντροπιασμένη τον άγνωστο άνδρα.
Δεν έκανε κίνηση να σηκωθεί. Κάθισε, εκείνος, δίπλα της. Έμειναν μόνοι για να κουβεντιάσουν. Συμφωνείς; Την ρώτησε εντέλει. Πότε φεύγουμε; Αναρωτήθηκε ρίχνοντας ένα τελευταίο βλέμμα στους μισογκρεμισμένους τοίχους. Αύριο, της χαμογέλασε.
Γυναίκες… Ποτέ δεν μπορείς να προσδιορίσεις τον χαρακτήρα τους. Σκάβουμε με φτυάρια στη ψυχή τους και τι βρίσκουμε;
Ελαττώματα. Ακόμα και να μην προσπαθούμε να τις αδικήσουμε, στα βάθη του υποσυνείδητού μας, υπάρχει ένας καθαρός υποβιβασμός. Κάπως έτσι, σκέφτομαι για την Αρτέμιδα. Παθητική, ματαιόδοξη και υποτακτική. Με το ίδιο θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε και την Ροδάφνη. Αλλά, με λιγότερες κατηγορίες.
Η μάνα έχει ανάγκη να ξεκουράσει το γερασμένο της κορμί. Δεν υπολογίζει τις συνέπειες. Θέλει να ζει, σε αυτοτέλεια και αυτοκυβέρνηση. Γι’ αυτό, πραγματοποιεί με οποιονδήποτε τρόπο τις πιο κρυφές της απαιτήσεις. Εγωίστρια, καθώς είναι, θέτει ως κύριο σκοπό την αγάπη της, προς τον ναρκισσισμό. Δεν λογαριάζει, δεν συγχωρεί. Ο άνδρας της, την εγκατέλειψε με μωρό παιδί στην αγκαλιά. Χάθηκαν τα ίχνη του. Οι γείτονες γελούσαν με την ξεπεσμό της. Έπρεπε να οπλιστεί, να κερδίσει… Να επιστρέψει ο σύζυγος και να είναι εκείνη πού θα τον διώξει.
Σφάλμα; Δεν το νομίζω… Εάν, άφηνε την ψυχή της πιο ανοιχτή στους λοιπούς, να μην κρυβόταν πίσω από τα επιφανειακά τείχη. Εάν, δεν επιβαλλόταν τόσο αντίθετα στην κοινωνία, να μην ήταν τόσο αποτυχημένη.