Στις παραμονές του πολέμου, μετά τον τορπιλισμό της Έλλης τον Αύγουστο του 1940, άρχισε η προετοιμασία. Πολίτες επιστρατεύονταν στην αεράμυνα, όπου εκπαιδεύονταν ως τραυματιοφορείς και πυροσβέστες, ενώ οι γυναίκες ως νοσοκόμες.
Στα σχολεία προστέθηκε μάθημα αεράμυνας, κατασκευάστηκαν καταφύγια και τοποθετήθηκαν σειρήνες προειδοποίησης εμφάνισης εχθρικών αεροπλάνων. Στη Λάρισα τέτοιες σειρήνες τοποθετήθηκαν στην ταράτσα της Εθνικής Τράπεζας, στο 2ο Δημοτικό Σχολείο στο Φρούριο, στο 3ο Δημοτικό Σχολείο, στο Γυμνάσιο Αρρένων, στον σιδηροδρομικό σταθμό, στο αεροδρόμιο και σε άλλα σημεία. Η ιταλική αεροπορία πραγματοποίησε ασθενικές επιθέσεις στη Λάρισα και τον Βόλο, χωρίς τις καταστροφικές συνέπειες που είχαν οι βομβαρδισμοί σε άλλες περιοχές. Ο σεισμός των 6,3 της κλίμακας Ρίχτερ την 1η Μαρτίου 1941 με τους 40 νεκρούς και τους 100 τραυματίες προκάλεσε περισσότερες καταστροφές και θύματα απ’ ότι η ιταλική αεροπορία. Πολλοί Λαρισαίοι άστεγοι κατέφυγαν τότε στο Συκούριο και στην Αγιά με μεταφορικά μέσα που παραχωρήθηκαν από αγγλικές στρατιωτικές δυνάμεις και παρέμειναν εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου.
Η αδυναμία της ιταλικής αεροπορίας σε συνδυασμό με τις νίκες του ελληνικού στρατού στο αλβανικό μέτωπο φαίνεται ότι οδήγησαν σε εφησυχασμό τους κατοίκους της Λάρισας. Η Διοίκηση της παθητικής αεράμυνας, ανησυχώντας γι’ αυτό το φαινόμενο, εξέδωσε «οδηγίαι προς τον άμαχονπληθυσμόν», τον οποίο και παρότρυνε να ενδιαφερθεί περισσότερο για την κατασκευή οικιακού ή γειτονικού καταφυγίου ή ορύγματος, καθώς «ο κίνδυνος του βομβαρδισμού υφίσταται ανά πάσαν στιγμήν ημέρας τε και νύκτας».
Ενώ οι στρατιώτες μάχονταν στο πολεμικό πεδίο, οι γυναίκες, οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά, που έμειναν πίσω, έπρεπε να εξασφαλίσουν τη διατροφή τους, συνεχίζοντας τη δουλειά στα χωράφια. Καθημερινά μάθαιναν τα νέα από το μέτωπο μέσω των εφημερίδων που τους διάβαζε στο καφενείο ο δάσκαλος ή κάποιος εγγράμματος άνθρωπος. Παράλληλα, προσπαθούσαν να στηρίξουν τον αγώνα των ανδρών με παροχές σε είδη υπόδησης, φαρμακευτικό υλικό, φαγητό και χρήματα.