Ψίθυροι ενός Κοχλία
Καλοβούλου Ι. Λουκία
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Εισαγωγή
Η Χριστίνα Παπαδάκη στέκεται για ώρα στο μπαλκό-
νι με το βλέμμα καρφωμένο στη στροφή του δρόμου, απ’
όπου τη χαιρέτησε για ακόμη μία φορά ο σύζυγός της.
Τώρα, η τελευταία του φράση, της φέρνει δάκρυα στα
μάτια. «Αγάπη μου, όταν γυρίσω θα σε βρω με παρέα.
Θα έχουμε και το παιδί μας μαζί». Ο τρόπος που είπε
«το παιδί μας», και ας μην είναι δικό του, μίλησε στην
ψυχή της.
Σουρουπώνει και πιάνει ψύχρα. Αναγκάζεται να μπει
μέσα στο άδειο διαμέρισμα. Ο σύζυγός της θα απουσιά-
σει για έξι ολόκληρους μήνες. Είναι η πρώτη φορά μετά
τον γάμο τους που μένει μόνη. Μόνη με το μωρό και τις
αναμνήσεις της.
Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, που της άφησαν ένα ανα-
πάντητο ερώτημα: Άραγε, έτσι έπρεπε να γίνουν; Έκανε
το καλύτερο για το παιδί που θα φέρει στον κόσμο;

Οι αδελφές
Η Χριστίνα έχει μία αδελφή δέκα χρόνια μεγαλύτερή
της. Την Αλεξάνδρα.
Τα κορίτσια διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, τόσο στην
εμφάνιση όσο και στον χαρακτήρα. Η Αλεξάνδρα είναι
μελαχρινή με καστανά εκφραστικά μάτια και η Χριστίνα
κατάξανθη με πράσινο βλέμμα. Η μεγάλη είναι μετρημέ-
νη, σοβαρή, μελετηρή. Σε αντίθεση με τη μικρή που εί-
ναι ονειροπόλα, ευκολόπιστη, αδιάφορη για τα μαθήματα
αλλά γεμάτη ζωή.
Όσο μεγαλώνουν τόσο μεγαλώνει και ο προβληματι-
σμός των γονιών τους.
«Ιωάννα», ρωτάει τη γυναίκα του ο πατέρας, «τι θα
κάνουμε μ’ αυτό το παιδί; Τι θα κάνει στη ζωή του; Η
μεγάλη μας κόρη να ακολουθεί τα δικά σου βήματα και
να σπουδάζει Ιατρική, και αυτό να μη θέλει να ανοίξει
ένα βιβλίο;»
Και η μητέρα δίνει πάντα την ίδια στερεότυπη απά-
ντηση προσπαθώντας να κρύψει τη δική της ανησυχία:
«Υπάρχει χρόνος αγάπη μου. Μπορεί να πήξει το μυα-
λουδάκι της».
Δε φοβάται την εργασία η μικρή, το διάβασμα απε-
χθάνεται. Πώς όμως να τους εξηγήσει πως το βρίσκει
ανούσιο και άχρηστο; Άλλα πράγματα την ενδιαφέρουν.
Ο αθλητισμός, το σχέδιο, το τραγούδι. Ενδιαφέροντα που
σε καμία περίπτωση δε βρίσκουν σύμφωνους τους γονείς.
Τελευταία τη βλέπουν να εντυπωσιάζεται με την καλλι-
τεχνική φωτογράφηση και ο πατέρας παρακινείται να τη
δελεάσει με μία προσφορά.
«Χριστίνα, αν μας υποσχεθείς πως θα διαβάζεις πε-
ρισσότερο και πως θα βελτιώσεις τους βαθμούς σου, θα
σου πάρουμε για τα Χριστούγεννα τη φωτογραφική μη-
χανή που τόσο πολύ σου αρέσει».
Ο πατέρας κρατά την υπόσχεσή του και η μικρή από
τη στιγμή που αποκτά την πανάκριβη Yashica που είχε
ματιάσει στη βιτρίνα, μεταμορφώνεται στην κυριολεξία.
Οι βόλτες περιορίζονται και οι βαθμοί βελτιώνονται. Ζη-
τάει από τους γονείς να την πηγαίνουν στην εξοχή τα
Σαββατοκύριακα. Εστιάζει σε ό,τι την εντυπωσιάζει και
το απαθανατίζει με τη μηχανή της. Ξανά και ξανά. Προ-
σπαθεί να βελτιώσει τις λήψεις της. Ήταν να μην το πάρει
απόφαση να δώσει γενικές εξετάσεις με το σύστημα των
Δεσμών. Δε θέλει όμως να περάσει στο Πανεπιστήμιο. Το
όνειρό της είναι να σπουδάσει φωτογραφία. Η τύχη είναι
με το μέρος της, καθώς εκείνη την ίδια χρονιά ψηφίζεται
ο νόμος πλαίσιο. Ο νόμος που πραγματεύεται την ίδρυση
των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, των ΤΕΙ.
Μεταξύ άλλων τμημάτων ιδρύεται και το τμήμα φωτο-
γραφίας
Η αλλαγή στη συμπεριφορά της μικρής ως προς το
διάβασμα ικανοποιεί τον πατέρα. Αυτό όμως δεν τον
εμποδίζει να εκφράζει συχνά-πυκνά τη δυσαρέσκειά του
για την επιλογή της κόρης τους να μην πάει στο Πανεπι-
στήμιο.
«Ιωάννα, δε γίνεται η μια μας κόρη να είναι απόφοι-
τος Πανεπιστημίου και η άλλη των ΤΕΙ».
«Αγάπη μου, μη συγκρίνεις τα κορίτσια μας. Ας εί-
μαστε ευχαριστημένοι που τουλάχιστον αποφάσισε να
διαβάσει. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τη
στηρίξουμε στην επιλογή της».
Όταν ήταν μικρές οι αδελφούλες ζηλεύονταν πολύ.
«Εσύ είσαι η μεγάλη. Μην τα βάζεις με το μικρό.
Άφησέ την να παίξει με τις κουκλίτσες σου», έλεγαν στην
Αλεξάνδρα, που είχε τις κούκλες για στολίδι στην εταζέ-
ρα πάνω από το κρεβάτι της. Χρειαζόντουσαν γιατρό μό-
λις τις έπιανε στο χέρι η Χριστίνα, αλλά όλο δεν πειράζει
και δεν πειράζει της έλεγαν οι γονείς.
Επί πλέον, η μεγάλη θεωρούνταν υπεύθυνη για οτι-
δήποτε συνέβαινε μεταξύ τους. Η Αλεξάνδρα ποτέ δεν
ξέχασε πως κάποια μέρα την είχαν μαλώσει άδικα, γιατί
δήθεν δεν πρόσεχε τη μικρή στην παιδική χαρά. Τότε είχε
ακούσει τα εξ αμάξης από τη μητέρα τους. Θυμάται πως
καθόταν σ’ ένα παγκάκι και κοίταζε τη Χριστίνα που
έκανε κούνια, όταν τη χαιρέτησε μία γειτόνισσα. Αμέσως
μετά η καλοθελήτρια γειτόνισσα επισκέφθηκε τους γο-
νείς για να τους αποκαλύψει πως δήθεν η Χριστίνα ήταν
μόνη της στις κούνιες. Για χρόνια τα λόγια της μητέρας
συνέχιζαν να ηχούν στα αυτιά της Αλεξάνδρας: «Είσαι
τελείως ανεύθυνη; Γιατί άφησες μόνο του το μικρό;»
Και από τότε η Αλεξάνδρα αναρωτήθηκε ατελείωτες φο-
ρές με πικρία: Γιατί οι γονείς πίστεψαν την ξένη γυναίκα
και όχι εμένα; Γιατί; Γιατί ξέχασε η γειτόνισσα να πει
πως ήμουν κι εγώ εκεί; Κάπως έτσι όμως, γνώρισε τους
καλοθελητές και τη χαιρεκακία τους.
Με το πέρασμα του χρόνου, καθώς μεγαλώνουν τα
κορίτσια, η μικρή ξανθομαλλούσα γίνεται ολοένα πιο να-
ζιάρα και σκερτσόζα. Της επιτρέπονται και της συγχω-
ρούνται πολύ περισσότερα, απ’ ό,τι στην Αλεξάνδρα στην
αντίστοιχη ηλικία. Κάτι που οδηγεί τη σκέψη της μεγάλης
πως το στερνοπαίδι είναι το αγαπημένο των γονιών.
Έλα όμως, που και η μικρή έχει παράπονο. Ποτέ δεν
παύουν οι γονείς να τη συγκρίνουν με τη μεγάλη αδελφή:
«Η Αλεξάνδρα ήταν πρώτη στη τάξη της. Διάβαζε μέχρι
αργά. Συμμάζευε πάντα τα πράγματά της. Ποτέ δε μας
αντιμίλησε όπως εσύ». Όλα τα καλά τα κάνει εκείνη και
η ίδια τίποτε! Και η ζήλεια της φθάνει στο αποκορύφωμα
όταν η Αλεξάνδρα φεύγει για να σπουδάσει Ιατρική στη
Γαλλία. Τη ζηλεύει που γλίτωσε από τους καταπιεστι-
κούς γονείς και την αποχαιρετάει λέγοντας: «Πόσο τυχε-
ρή είσαι; Αλίμονο σε μένα που πρέπει να μείνω μαζί τους
για άλλα δέκα χρόνια».
Θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να συνειδητοποιήσουν
την αγωνία των γονιών για την ανατροφή τους. Και ακόμη
περισσότερος μέχρι να αναγνωρίσουν πόσο δίκαιες ήταν
κάποιες φορές οι παραινέσεις τους.
Οι αδελφές παύουν να ζηλεύονται μόνο όταν η Χρι-
στίνα αρχίζει να κάνει τα δικά της σχέδια για το μέλλον.
Τότε η σχέση τους περνάει σε άλλο επίπεδο. Εκμυστη-
ρεύεται στην Αλεξάνδρα τα όνειρά της και εκείνη νιώθει
περηφάνεια που επιτέλους έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη
της.
Με τον καιρό, η τρυφερότητα και ο θαυμασμός αντι-
καθιστούν το αίσθημα της ζήλειας. Συζητούν πια μεταξύ
τους χωρίς περιστροφές.
«Αλεξάνδρα, φταίει που ήσουν το πρότυπο, που με
τίποτε δεν μπορούσα, αλλά και δε μ’ ενδιέφερε να μοιά-
σω».
«Και εσύ Χριστινάκι, ήσουν πάντα το κοριτσάκι τους,
η αγαπημένη τους κορούλα. Εγώ δεν ένιωσα ποτέ το χαϊ-
δεμένο τους».
Η μεγάλη αδελφή πάει τη σκέψη της ένα βήμα πιο
πέρα: «Άμα ποτέ αποκτήσω δικά μου παιδιά, θα είμαι
πολύ προσεχτική. Δε θα κάνω τις διακρίσεις που έκαναν
οι γονείς μας…».
Η Αλεξάνδρα ξέρει πόσο αγαπάει η Χριστίνα το τρα-
γούδι. Από την πρώτη κιόλας χρονιά που έφυγε για σπου-
δές, της φέρνει ή της στέλνει κασέτες και δίσκους βινυλίου
Γάλλων τραγουδιστών. Σχεδόν πάντα της γράφει και της
μεταφράζει τους στίχους. Η μικρή ακούει τα τραγούδια
ξανά και ξανά στο κασετόφωνο ή στο πικάπ. Τα αποστη-
θίζει με περισσή ευκολία, αφού το μάθημα των γαλλικών
είναι από τα λίγα μαθήματα που αγάπησε στο γυμνάσιο.
Σιγά-σιγά αποκτάει τη συνήθεια να εκφράζεται τραγου-
διστά. Ανάλογα με την περίσταση, επιλέγει τους κατάλ-
ληλους στίχους και τους σιγοψιθυρίζει. Τη λύπη της τη
σιγοτραγουδάει, αλλά τον θυμό και τη χαρά της τα εκ-
φράζει με όλη τη δύναμη της ψυχής της.
Οι γονείς που δεν καταλαβαίνουν, ούτε τα λόγια