ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΣΤΟ ΔΙΑΔΡΟΜΟ ΠΟΥ ΕΝΩΝΕ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΣΚΑΛΑ με το μακρόστενο υπνοδωμάτιο της γκρι μοντέρνας μονοκατοικίας Σ επικρατούσε άκρα ησυχία. Αν και ήταν αργά το μεσημέρι, τίποτε δε μαρτυρούσε την ανθρώπινη παρουσία πίσω από τους τοίχους της. Η μέρα έδινε μια συνηθισμένη εικόνα του χειμώνα ακριβώς μέσα στην καρδιά του και παρά το ότι άρχισε κλεφτά κλεφτά να μεγαλώνει, εν τούτοις νύχτωνε γύρω στις έξι το απόγευμα. Οι λάμπες του δήμου έξω από το σπίτι παρέμεναν φωτισμένες όλη τη μέρα κάνοντας τους κατοίκους της ακριβής συνοικίας στα βόρεια προάστια να διαμαρτύρονται συνεχώς που πλήρωναν φουσκωμένους λογαριασμούς. Ελάχιστα αυτοκίνητα περνούσαν εκείνη την ώρα και αυτά είχαν κατεβασμένα τα τζάμια τους για να προστατευτούν από το κρύο και το ψιλόβροχο που έπεφτε εδώ και ώρα, σχηματίζοντας μια θολή κουρτίνα μπροστά στα μάτια των οδηγών.
-Διάολε, πόσο μπορεί ν’ αντέξει κάποιος αυτή τη μούχλα; Μόνο να μη πέσει κανένα χιόνι απόψε. Η διεύθυνση του ραδιοσταθμού δεν ανέχεται απουσίες τέτοιες μέρες. Τη σκαπούλαρα μία, δύο αλλά θα με μαρκάρουν και άντε βγες από το μάτι τους. Πρόσεχε μάπα, μουρμούρισε απειλητικά μέσα από τα αραιά δόντια του ο οδηγός του παλιού TOYOTA CELICA που έκοψε ταχύτητα. Δίπλα του μια μηχανή μεγάλου κυβισμού με τον αναβάτη της πέρασε σαν σφαίρα. Ο νεαρός οδηγός που πρόλαβε να δει μέσα από την κάσκα, τον αγνόησε επιδεικτικά ρίχνοντάς του μια μούντζα και πετώντας του με δύναμη το κύπελλο του καφέ που κρατούσε. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ο καφές που είχε απομείνει μέσα έπεσε με δύναμη στο τζάμι δημιουργώντας του σύγχυση και μεγαλώνοντας το θυμό του. Η μηχανή μαρσάρισε, κάνοντας δυνατό θόρυβο, μπροστά του και εξαφανίστηκε. Η ταχύτητα με την οποία έτρεχε, έκανε τον οδηγό του ΤOYOTA να κάνει δυσοίωνες προβλέψεις. Για κακή τύχη του οδηγού της μηχανής, οι προβλέψεις αυτές αποδείχτηκαν βάσιμες. Τραγικά βάσιμες. Λίγο πριν στρίψει στο φανάρι αριστερά, είδε το χάρο κατάματα καθώς έπεσε με ορμή πάνω στην προπορευόμενη νταλίκα που καθυστερημένα άναψε αριστερό φλας αλλά έστριψε εντελώς απρόσμενα δεξιά. Τα απομεινάρια του οδηγού και της μηχανής δεν τα είδε ο οδηγός του ΤΟΥΟΤΑ γιατί πλάκωσε η Τροχαία και σταμάτησε η κυκλοφορία. Από μισόλογα διπλανών οδηγών έμαθε τα κακά μαντάτα. Η καλή του διάθεση χάλασε εντελώς και μετάνιωσε για το βρίσιμο που έριξε χαμηλόφωνα στον οδηγό. Αψηφώντας το κρύο και το ψιλόβροχο που εξακολουθούσε να πέφτει, έβαλε το σκούφο στο ξυρισμένο κεφάλι και βγήκε ακουμπώντας πάνω στην πόρτα, ενώ άναβε τσιγάρο. Το βλέμμα του έπεσε ασυναίσθητα στην γκρι μονοκατοικία που ξεχώριζε με τη μοντέρνα αρχιτεκτονική της. Μακάρισε την τύχη του, φτύνοντας τον κόρφο του, που δεν βρισκόταν στη θέση του μηχανόβιου, αλλά το τσίμπημα που ένιωσε στο στήθος τον προειδοποίησε ότι εξακολουθούσε να διατηρεί την ευαισθησία του που μόλις είχε ενεργοποιηθεί.
«Θα μπορούσε να ήταν γιος μου. Πώς ένας γονιός δέχεται μια τέτοια είδηση; Είναι βέβαιο ότι μέχρι να πεθάνει, δεν ξεπερνάει την απώλεια» κατάφερε να σκεφτεί, ρουφώντας μέχρι μέσα βαθιά στα κουρασμένα του πνευμόνια, τον καπνό. Σήκωσε το ξυρισμένο του κεφάλι και παρακολούθησε την πορεία που έκαναν τα διάφανα δαχτυλίδια του κουνώντας το πέρα δώθε. Του φάνηκαν σαν τραγικές μαριονέτες, όπως η μοίρα του νεαρού άντρα που πέρασε μπροστά του και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα πέρασε κάτω από τις ρόδες της μπροστινής του νταλίκας. Τότε ακριβώς ήταν που παρατήρησε με περισσότερη προσοχή το σπίτι που βρισκόταν πίσω του. Το χρώμα και η αρχιτεκτονική του τον παρέπεμπαν σε πλουσιόσπιτο. Αυτό που τον παραξένεψε ήταν τα κλεισμένα παντζούρια του και η κάπως παρατημένη τεράστια αυλή του που μόλις φαινόταν από τον ψηλό τοίχο. Υπέθεσε ότι ήταν ακατοίκητη και δεν ξαναασχολήθηκε, αφού είχε πλακώσει η αστυνομία, το ασθενοφόρο και ένα μικρό βαν τηλεοπτικού συνεργείου. Εν τούτοις, το μυαλό του δούλεψε κάνοντας περίεργους συνειρμούς.
«Και αν ο οδηγός ήταν ιδιοκτήτης αυτού του σπιτιού; Θα ήταν μια πιθανότητα. Να σηκώθηκε βιαστικά, να άργησε στη δουλειά του, να πήρε τη μηχανή και να βιάστηκε να προσπεράσει για να βγει μπροστά. Συνηθισμένο φαινόμενο ένας αργοπορημένος οδηγός, μια νευρική συμπεριφορά και ένα μοιραίο λάθος.
«Στην Ελλάδα βρισκόμαστε» σκέφτηκε απελπισμένα και πέταξε το αποτσίγαρο μακριά. Αυτό πήγε και χώθηκε ανάμεσα στη σχάρα του υπονόμου που βρισκόταν στην άκρη του δρόμου δεξιά του. Κοίταξε με προσοχή τη σειρά αυτοκινήτων μπροστά του και έκανε έναν πρόχειρο υπολογισμό για να αποφύγει και άλλη καθυστέρηση. Εκανε νόημα στον επόμενο οδηγό να κάνει λίγο πιο πίσω και έκανε κ’ αυτός με τη σειρά του όπισθεν βάζοντας το αμάξι στην άκρη δεξιά. Κλείδωσε αυτόματα και απομακρύνθηκε με την τσάντα στον ώμο. Κόβοντας από τα κοντινά σοκάκια, θα έβγαινε στην κεντρική λεωφόρο που οδηγούσε στον Πειραιά. Αν ήταν τυχερός, στην καλύτερη περίπτωση θα έβρισκε ταξί για να πάει στη δουλειά. Το ραδιόφωνο που δούλευε ήταν μια πιο απλή βερσιόν ενημέρωσης. Δεν χρειαζόταν, ευτυχώς, να έχει προσεγμένη εμφάνιση. Όλα εξαρτιόνταν από την εμπειρία, τις ειδησεογραφικές πηγές και το μπλα μπλα. Η μέρα αυτή ξεκινούσε με τις χειρότερες προοπτικές. Ένας απρόσεκτος άτυχος οδηγός, μια ακόμη αργοπορία στη δουλειά και μια χαώδης κυκλοφορία μπροστά του. Μόλις είχε δημιουργηθεί το πρώτο αδιέξοδο της εβδομάδας.
ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΤΗΣ ΤΡΟΧΑΙΑΣ ΕΣΚΥΨΕ ΝΑ πει κάτι στο αυτί του επικεφαλής και μετά άφησε τη δουλειά της έρευνας του ατυχήματος στους υπόλοιπους και βάζοντας το μπλοκ σημειώσεων στη τσέπη του, απομακρύνθηκε από τον τόπο του ατυχήματος. Είχε προηγουμένως ρίξει μια ματιά στα στοιχεία του θύματος καθώς βρήκε την αστυνομική του ταυτότητα στην απομέσα τσέπη του δερμάτινου μπουφάν του και είχε διαπιστώσει ότι η οδός του σπιτιού του ήταν ακριβώς αυτή όπου βρισκόταν. Τον παραξένεψε ο τρόπος που πήγε και χώθηκε κάτω από τις ρόδες της νταλίκας ο νεαρός, ενώ ο δρόμος είχε κίνηση και το σπίτι του βρισκόταν πολύ κοντά στον τόπο ατυχήματος. Αφού πήρε την άδεια από τον επικεφαλής της ομάδας κοίταξε τα νούμερα. Δεν άργησε να σταθεί το βλέμμα του στην γκρι μοντέρνα μονοκατοικία που είχε τραβήξει προηγουμένως το βλέμμα του οδηγού του ΤΟΥΟΤΑ. Στάθηκε ακριβώς απέξω, την περιεργάστηκε και κοίταξε πάλι τον αριθμό διαπιστώνοντας ότι ο πιθανός ιδιοκτήτης του ήταν ο νεαρός, νεκρός οδηγός. Προσπάθησε ν’ ανοίξει τη σιδερένια συμπαγή πόρτα βάζοντας όλη του τη δύναμη μέχρι που αυτή υποχώρησε καθώς ήταν ξεκλείδωτη. Ψυχή στον μεγάλο, παραμελημένο κήπο. Εκανε το γύρο του κτιρίου και είδε ότι σε κάποιο σημείο η μάντρα ήταν μισοκατεστραμμένη. Οι βροχές και ο χρόνος είχαν φθείρει ένα μέρος της, εκεί που δεν έπεφτε ήλιος. Ο μισός τοίχος είχε πιάσει βρύα απλώνοντας ένα περίεργο πράσινο χρώμα πάνω στο σοβά. Προχώρησε πάλι προς την είσοδο, τίναξε τα χέρια του από τους λιγοστούς σοβάδες και με γρήγορο, πολύ γρήγορο βήμα ανέβηκε τα λιγοστά σκαλιά. Τα πλαϊνά παράθυρα ήταν ερμητικά κλειστά και μόνο ένα, ίσως της τουαλέτας, ήταν ανοιχτό. Πλησίασε και κοίταξε μέσα. Το σπίτι ήταν χαμηλό αλλά καλό για το δικό του ύψος. Μια χοντρή σήτα του απαγόρευε τη θέα. Έχωσε τη μούρη του στο μικρό τετράγωνο πλαίσιο του παραθύρου και το μόνο που κατάφερε να αποκομίσει απ’ αυτή την προσπάθεια ήταν να ρυθμίσει τα ρουθούνια του σύμφωνα με τη μυρωδιά της μούχλας που προερχόταν από το εσωτερικό. Μύρισε δυνατά, επανειλημμένα και χωρίς να πιέσει ιδιαίτερα την όσφρησή του. Τόσο έντονη ήταν η δυσοσμία.
Εκανε στο πλάι. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό συμπέρανε ότι σε περίπτωση που δεν του άνοιγε κανείς, θα ζητούσε τη βοήθεια της αστυνομίας. Μόνο αυτή ήταν αρμόδια να παραβιάσει την πόρτα οποιουδήποτε σπιτιού, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Κανείς άλλος. Χτύπησε παρατεταμένα το κουδούνι που έγραφε πάνω με καλλιγραφικά γράμματα «Σταματόπουλος». Δεν πήρε απάντηση. Ξαναχτύπησε. Τίποτε. Ηταν απόλυτα εμφανές ότι το σπίτι ήταν άδειο. Μια λεπτομέρεια του ξέφευγε. Είχε διαβάσει το μικρό όνομα του μοτοσικλετιστή και την οδό του σπιτιού. Το επώνυμο δεν το πρόσεξε. Κάλεσε αμέσως τον επικεφαλής και τον ενημέρωσε για τον τόπο όπου βρισκόταν, για να μη φανεί ότι του ξέφευγε το επίθετο.
-Ο νεαρός με τη μηχανή προηγουμένως Αλέξανδρος λέγεται; Θύμησέ μου το επίθετο σε παρακαλώ συνάδελφε, διατηρεί μια κατοικία στα εκατό μέτρα από τον τόπο του δυστυχήματος.
Προφανώς ο άλλος του το είπε και τον διέταξε να φύγει από ‘κει και να γυρίσει στο αυτοκίνητο υπηρεσίας. Γινόταν πανικός από τους οδηγούς που κορνάριζαν εκνευρισμένοι για την καθυστέρηση. Δεν πτοήθηκε. Είχε μάθει αυτό που ήθελε. Ο οδηγός της μηχανής έμενε στο σπίτι αυτό χωρίς καμία αμφιβολία. Προχώρησε και βγήκε βιαστικά από τη σιδερένια πόρτα κλείνοντάς την πάλι. Περνώντας πάλι μπροστά από το σπίτι για να συνεχίσει στην ευθεία και να καταλήξει στο αμάξι της υπηρεσίας, ένιωσε μια έντονη θλίψη στη σκέψη της απώλειας. Η ακριβή κατασκευή του σπιτιού κάθε άλλο παρά θαυμασμό του προκαλούσε. Δεν θάθελε με τίποτε να βρεθεί στη θέση της οικογένειας του νεαρού.
«Να τα βράσω τα λεφτά και την προκοπή του. Ένα μπαμ και κάτω. Εικοσιέξι ήταν. Πόσο πιο νέος;”
Έφτασε στον τόπο του δυστυχήματος την ώρα που τέλειωνε η καταγραφή του ατυχήματος και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε, ενώ έβγαιναν από το ασθενοφόρο ασθμαίνοντας οι τραυματιοφορείς να μαζέψουν το σώμα του νεαρού. Απέφυγε να κοιτάξει, όπως κάνει καθένας που θέλει να αποφύγει αυτό που τον πονάει, αλλά από την άλλη εκτίμησε ότι αυτή είναι η φύση της δουλειάς του. Είδε να τον τοποθετούν μέσα στον ειδικό προστατευτικό σάκο και έναν από τους αστυνομικούς να τηλεφωνεί. Αυτό που άκουσε και κράτησε καλά ήταν η βραχνιασμένη φωνή του επικεφαλής αστυνομικού που ρωτούσε:
-Ναι. Ο κύριος Σταματόπουλος; Ο ίδιος; Καλούμε από το αστυνομικό τμήμα της Νέας Ερυθραίας. Έχετε ένα γιο που ονομάζεται Αλέξανδρος, εικοσιέξι ετών και οδηγεί μηχανή μάρκας ΗΟΝDA CBR χιλιάρα μαύρη;
Τη συνέχεια δεν έμεινε να την ακούσει. Μάντευε τη δύσκολη θέση του άλλου. Όταν πια έφυγε το ασθενοφόρο και ήρθε η Οδική Βοήθεια να παραλάβει τη διαλυμένη μηχανή, άκουσε τη φωνή του επικεφαλής να του λέει:
-Λοιπόν, φύγαμε. Έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε. Ξέχνα το αυριανό ρεπό. Θα σε χρειαστώ για την υπόθεση.
-Πάντως, στο σπίτι δεν υπήρχε κανένας. Ο νεαρός, αν έμενε ακόμη εκεί, το είχε λίγο παρατημένο το σπίτι. Αυτό πρόλαβα να δω από το παράθυρο του μπάνιου. Μύριζε και απαίσια, εκτός των άλλων, σχολίασε βλέποντας τον επικεφαλής να τον κοιτάζει με μισό μάτι.
-Αυτά θα τα δούμε με την αστυνομία. Μόνο αυτή μπορεί να μπει στο σπίτι χωρίς άδεια. Κανονικά όμως πρέπει να δοθεί η άδεια από τους γονείς. Δεν πολυκαταλαβαίνω τι στο διάκο ήθελες εσύ.. τον επέπληξε.
-Δεν ήθελα να παρέμβω με τέτοιο τρόπο. Εξαναγκάστηκα, αφού δεν απαντούσε κανείς. Έκρινα σωστό ότι θα μπορούσα να ενημερώσω τους δικούς του από κοντά, αφού είδα ότι το σπίτι του βρισκόταν εδώ κοντά, πήγε να δικαιολογηθεί.
-Καλά, καλά, θα τα πούμε. Φύγαμε για την υπηρεσία, είπε ο επικεφαλής εμφανώς προβληματισμένος για το θέμα αυτό. Τότε τους πλησίασε η συνάδελφος που τους συνόδευε και του έδειξε ένα διπλωμένο χαρτί, λεκιασμένο από τη λάσπη που γλίτσιαζε το δρόμο.
-Το βρήκα πεταμένο, κοντά στη μηχανή την ώρα που τον έπαιρναν. Δεν ξέρω, μπορεί και να μην είναι τίποτε.. Δείτε το παρακαλώ κύριε διοικητά.. του είπε και του το έδωσε προσεκτικά.
Εκείνος έβαλε ένα γάντι που είχε στην τσέπη του και το άνοιξε. Επρόκειτο για επικυρωμένο αντίγραφο πτυχίου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών που συνόδευε με στραπατσαρισμένο συνδετήρα ένα τυπικό βιογραφικό με τα στοιχεία του νεαρού.
-Κλασική περίπτωση άνεργου που προφανώς πήγαινε ν’ αφήσει βιογραφικό. Μπορεί όμως και όχι. Την πάτησε ο μικρός. Φύγαμε για την Υπηρεσία, καλώς. Τα προτελευταία λόγια που είπε ο επικεφαλής ήταν σα να τα έλεγε στον εαυτό του. Ο νεαρός υφιστάμενός του τα εξέλαβε σαν ένα είδος μνημόσυνου στον άτυχο νεαρό και ένιωσε να τον διαπερνάει μια ανατριχίλα κάτω από το υπηρεσιακό αδιάβροχο που φορούσε, παγώνοντας τη σάρκα του και τρυπώντας την μέχρι κάτω. Τόσο, που τον ακινητοποίησε για ένα δευτερόλεπτο, σα να μη λειτουργούσαν τα αντανακλαστικά του. Από εκείνη τη στιγμή και με αφορμή το συμβάν, έβγαλε το πιο χρήσιμο για τη μετέπειτα ζωή του, συμπέρασμα: «Πρέπει να εκτιμάς τον κίνδυνο νωρίτερα από το κακό συμβάν».