Το Άγγιγμα του Έρωτα
Ντιούδης Χρήστος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


1.
Η ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
«Με αυτήν την ταχύτητα, μια λάθος κίνηση και όλα τελείωσαν
για εμάς» λέει ο Θέμης, ο οδηγός του αυτοκινήτου, στον Αν-
δρέα που βρίσκεται στη θέση του συνοδηγού και στο Θαλή που
κάθεται στα πίσω καθίσματα.
«Τι θέλετε να κάνετε προτού πεθάνετε;» τους ρωτάει ο Θέ-
μης προσπαθώντας να ακούγεται μακάβριος.
«Θέμη, σοβαρέψου, αυτά δεν είναι αστεία!» τον επιπλήττει
ο Θαλής με το Θέμη όμως να μην του δίνει σημασία.
«Εγώ θα ήθελα να αποκτήσω το δικό μου κλαμπ» λέει ο Αν-
δρέας με την απάντησή του να εντυπωσιάζει τον Θέμη.
«Εσύ, Θαλή, τι θα ήθελες να κάνεις;» ρωτάει ο Θέμης.
«Δεν ξέρω δεν το έχω σκεφτεί ποτέ» του απαντάει ο Θαλής
ενοχλημένα.
«Πες την πρώτη σκέψη που περνάει από το μυαλό σου» τον
προτρέπει ο Ανδρέας.
«Σκάστε! Το αγαπημένο μου τραγούδι!» λέει ο Θέμης δια-
κόπτοντας απρόσμενα τις σκέψεις του Θαλή, τη στιγμή που το
τραγούδι Breath του συγκροτήματος The Prodigy ξεκινάει να
μεταδίδεται από τα ηχεία του αυτοκινήτου. Ο Θέμης, ενθουσι-
ασμένος, αυξάνει την ένταση του ήχου μέχρι του σημείου που
δεν πάει άλλο. ‘’Breath the pressure, come play my game I΄ll test
ya. Psycho-somatic addict-insane. Come play my game…’’ τρα-
γουδάει ο Keith Flint, καθώς τα ηχεία του αυτοκινήτου κοντεύ-
ουν να εκραγούν από την εκκωφαντική μουσική που μεταδί-
δουν. Το τραγούδι αυτό ανήκει στο τρίτο στούντιο άλμπουμ
του συγκροτήματος, το οποίο κυκλοφόρησε στις 30 Ιουνίου
του 1997 και έχει σημειώσει τρομερή εμπορική επιτυχία. Αν και
έχουν περάσει μονάχα δυο μήνες από την κυκλοφορία του, ο
αριθμός των αντιτύπων που έχουν πουληθεί μέχρι στιγμής εί-
ναι ασύλληπτος. Το μαύρου χρώματος Honda Civic, στο οποίο
επιβαίνουν οι τρεις νεαροί άνδρες, εξαϋλώνει δίχως τύψεις τη
μελαγχολική ησυχία που συναντάει στο διάβα του, καθώς κινεί-
ται πάνω σε σχεδόν άδειους δρόμους στα περίχωρα της Θεσ-
σαλονίκης. Μονάχα τα φώτα πορείας του οχήματος φωτίζουν
το σκοτάδι που απλώνεται ολόγυρά τους. Σταδιακά η ταχύτητα
του οχήματος μειώνεται και το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη
μουσική που μεταδίδουν τα ηχεία, καθώς το όχημα προσεγγίζει
ένα συγκρότημα οικιών. Όλα τα σπίτια, εκεί, μοιάζουν με προ-
χειροφτιαγμένες αποθήκες. Το μοναδικό σημάδι που υποδηλώ-
νει πως άνθρωποι όντως κατοικούν μέσα σε αυτά τα κτίσματα,
είναι τα χαλιά και τα απλωμένα ρούχα που βρίσκονται έξω από
αυτά. Πρόκειται για ένα καταυλισμό τσιγγάνων, τον οποίο οι
τρεις φίλοι επισκέπτονται αρκετά συχνά. Το Honda Civic στα-
ματάει έξω ακριβώς από την εξώθυρα ενός σπιτιού από τα δε-
κάδες που βρίσκονται στο σημείο.
«Επιστρέφω αμέσως» λέει στους δυο φίλους του ο Θέμης,
ο οποίος είναι ο οδηγός και ιδιοκτήτης του οχήματος. Ο Θέμης
Βρανάς είναι είκοσι τριών ετών και εργάζεται σε συνεργείο αυ-
τοκινήτων. Αντιπαθεί τη δουλειά που κάνει και αυτό που επιθυ-
μεί είναι να αποκτήσει τη δική του επιχείρηση, ώστε να είναι ο
ίδιος αφεντικό του εαυτού του. Αν και υπολείπεται των πλεο-
νεκτημάτων ενός υψηλού μορφωτικού επιπέδου, είναι έξυπνος
και κοινωνικός τύπος με επιχειρηματικό μυαλό, το οποίο δεν
έχει σκοπό να αφήσει ανεκμετάλλευτο. Είναι ερωτευμένος με
τη μεγάλη, ξέφρενη ζωή, και τα δυο μεγάλα πάθη του είναι οι
γυναίκες και το χρήμα. Καθώς εξέρχεται του οχήματος το ίδιο
κάνει και ο Θαλής.
«Έρχομαι κι εγώ μαζί σου» του λέει ο Θαλής ενθουσια-
σμένος, με το Θέμη να κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι του
αφήνοντας τον Ανδρέα μόνο του μέσα στο όχημα. Ο Ανδρέας
Παναγόπουλος είναι ένας μελαχρινός γεροδεμένος νεαρός και
έχει την ίδια ηλικία με το Θέμη. Ένα από τα βασικότερα χα-
ρακτηριστικά του είναι ο αυθορμητισμός του, που πολλές φο-
ρές τον κάνει επιθετικό και βίαιο, κάτι που ο Θέμης επικροτεί
και, όταν τον έχει στο πλευρό του, νιώθει ασφάλεια. Ο Ανδρέας
είναι άνεργος όμως δεν του φαίνεται καθόλου, καθώς σκορπάει
συνεχώς πολλά λεφτά εδώ κι εκεί, με μεγάλη άνεση, λεφτά που
αποκλείεται να του δίνουν οι φτωχοί γονείς του, με τους οποί-
ους έχει πάψει να συγκατοικεί εδώ και τέσσερα χρόνια.
«Μάρκο! Μάρκο!» φωνάζει ο Θέμης αναμένοντας από τον
τσιγγάνο έμπορο να εξέλθει από την οικία του. Ο Μάρκος
εμπορεύεται όλων των ειδών τα αγαθά, νόμιμα και παράνομα,
έχοντας όμως μια προτίμηση στα παράνομα, λόγω του ότι του
αποφέρουν πολύ μεγαλύτερα κέρδη απ’ ό,τι τα νόμιμα.
«Τον ενημέρωσες πως θα ερχόμασταν;» τον ρωτάει ο Θα-
λής ο οποίος κοιτάζει τον καταυλισμό γύρω του, ένα συνονθύ-
λευμα από ετοιμόρροπες ξύλινες παράγκες, αχυρένιες καλύβες
και αντίσκηνα με πανιά τεντωμένα πάνω σε πασσάλους από
κλαδιά δέντρων.
«Η αλήθεια είναι πως αυτό το παρέλειψα, αλλά μου έχει πει
να έρχομαι όποτε θέλω» του απαντάει ο Θέμης, με το Θαλή να
ξεκινάει να πιστεύει πως μάταια ήρθαν ως εδώ.
«Μπορεί να μην είναι εδώ» λέει ο Θαλής.
«Αποκλείεται! Πάντα εδώ είναι τέτοιες ώρες. Μάρκο! Μάρ-
κο!» συνεχίζει να φωνάζει ο Θέμης με το Θαλή να ξεσπάει σε
αυθόρμητα γέλια. Ο Θαλής Αλεξίου έχει πολλές ομοιότητες με
το Θέμη και τον Ανδρέα, αλλά και πολλές διαφορές επίσης από
τους δυο κολλητούς του. Σπουδάζει φιλολογία στο Αριστο-
τέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, ενώ τον συντηρούν
οι συνταξιούχοι γονείς του, μαζί με τους οποίους ζει στην Κα-
λαμαριά. Ηλικιακά είναι έναν χρόνο μικρότερος από το Θέμη
και τον Ανδρέα, με τους οποίους οι γονείς του εδώ και χρόνια
τον συμβουλεύουν να μην κάνει παρέα, επειδή, όπως του λένε
χαρακτηριστικά, «είναι αλήτες». Αυτός, όμως, συνεχώς απορ-
ρίπτει ασυλλόγιστα τις συμβουλές των γονιών του, επειδή η
παρέα μαζί τους είναι η μοναδική του διέξοδος από τη μίζερη
καθημερινότητα. Η επαγγελματική επιτυχία και η απόκτηση
μεγάλων κερδών δεν τον ενδιαφέρουν ιδιαίτερα, όπως το Θέμη
και τον Ανδρέα, αγαπάει όμως πολύ τη νυχτερινή ζωή, ένα το
πάθος που συμμερίζονται και οι δυο φίλοι του. Το αντικείμε-
νο που σπουδάζει δεν τον ενθουσιάζει, γι’ αυτό και έχει βάλει
τις σπουδές του σε δεύτερη μοίρα. Από την παιδική του ηλικία
μίσησε τους πικρούς κανόνες του συστήματος, τα προκαθορι-
σμένα, από την κοινωνία των ανθρώπων, βήματα που οδηγούν
στην αποκορύφωση της ευτυχίας, έτσι όπως αυτή παρουσιάζε-
ται μέσα από τις εκπομπές και τα διαφημιστικά σποτάκια της
τηλεόρασης. Πρέπει να σπουδάσει, να δουλέψει, να παντρευτεί
και να αποκτήσει παιδιά. Έτσι απλά, επειδή πρέπει.
Να κουβαλάει πάντα μέσα στο μυαλό του την εικόνα του
σοβαρού, αξιοπρεπέστατου, επιτυχημένου κυρίου, με το κο-
στούμι και τη γραβάτα να κρέμεται στο στέρνο του. Την εικόνα
που η παιδική, γεμάτη πάθος, καρδιά του δεν θα πάψει ποτέ
να αποστρέφεται, αφού αυτή η γραβάτα κρέμεται πάνω σε μια
άδεια καρδιά. Όταν ο ήλιος δύει και το σκοτάδι αγκαλιάζει το
κορμί του, ο καπνός από τα τσιγάρα, το αλκοόλ και τα γλυκά
χείλη των γυναικών που απολαμβάνουν την παρέα του τον ρί-
χνουν σε μια θάλασσα ευτυχίας. Βαθιά μέσα του, όμως, γνωρί-
ζει πως αυτή η πρόσκαιρη ευτυχία που νιώθει είναι ένα ψέμα.
Ένα ψέμα ίδιο μ’ αυτό της αγάπης, αφού ο μοναδικός Θεός που
έχει συναντήσει είναι αυτός των ανούσιων απολαύσεων της
σάρκας. Αν η πραγματική αγάπηδεν είναι ένα παραμύθι για μι-
κρά παιδιά, τότε σίγουρα βρίσκεταισε ένα μέρος καλά κρυμμέ-
νο από τα μάτια του.
«Μάρκο! Μάρκο!» φωνάζει ακόμη πιο δυνατά ο Θέμης μέ-
χρι που η εξώθυρα του σπιτιού, όπου ζει ο Μάρκος μαζί με τη
γυναίκα και τα τρία του παιδιά, επιτέλους ανοίγει.
«Πού είσαι, ρε Μάρκο, και φωνάζω τόση ώρα;» λέει ο Θέμης
στο Μάρκο, που τώρα στέκεται αγουροξυπνημένος στο κατώ-
φλι της πόρτας.
«Με τρομάξατε ρε παιδιά. Στην αρχή νόμιζα πως μου την
έπεσε η αστυνομία. Δεν σας περίμενα τέτοια ώρα» τους λέει ο
Μάρκος, ταραγμένος ακόμη από την τρομάρα που πήρε.
«Δεν θέλαμε να σε τρομάξουμε. Απλά μας έχεις πει να ερχό-
μαστε όποτε θέλουμε» δικαιολογείται ο Θέμης.
«Ναι, βασιλιά μου, σας έχω πει να έρχεστε όποτε θέλετε
αλλά δεν εννοούσα μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα» τους λέει ο
Μάρκος με το Θαλή να κοιτάει αποδοκιμαστικά το Θέμη με
ένα βλέμμα σαν να του λέει «εγώ σου τα έλεγα».
«Συνήθως ερχόμαστε νωρίς, απλά έτυχε απόψε» του λέει ο
Θέμης απολογητικά.
«Εντάξει, δεν πειράζει, απλά όχι τόσο αργά άλλη φορά.
Εντάξει, άρχοντά μου;» λέει ο Μάρκος κάνοντάς του τις γνω-
στές φιλοφρονήσεις που λατρεύει ο Θαλής.
«Εντάξει, Μάρκο, μην ανησυχείς» τον καθησυχάζει ο Θέμης.
«Τι θα θέλατε;» τους ρωτάει ο Μάρκος.
«Λίγο χασισάκι» του λέει ο Θέμης χαμογελώντας του
συνωμοτικά.
«Πόσο λίγο;» ρωτάει ο Μάρκος.
«Είκοσι γραμμάρια» του απαντάει ο Θέμης αμέσως.
«Έχω ένα κομμάτι στα τριάντα γραμμάρια. Να σου το δώσω
όπως είναι για να μην το σπάω, τέτοια ώρα;» τους ρωτάει ο
Μάρκος εφαρμόζοντας, όπως πάντα, το τέχνασμά του για να
τους πουλάει περισσότερη ποσότητα από αυτήν που επιθυμούν.
«Εντάξει, φέρε το όπως είναι» του λέει ο Θέμης, με τον
Μάρκο να εισέρχεται στην οικία του και, σε λιγότερο από ένα
λεπτό, να εμφανίζεται και πάλι κρατώντας αυτήν τη φορά στο
χέρι του ένα διάφανο πλαστικό σακουλάκι. Ο Θέμης τού δίνει
αμέσως το χρηματικό αντίτιμο και παίρνει στα χέρια του το πο-
λύτιμο σακουλάκι.
«Ευχαριστώ, Μάρκο, και μας συγχωρείς για το ακατάλληλο
της ώρας» του λέει ο Θέμης.
«Δεν πειράζει πριγκιπόπουλά μου» τους λέει ο Μάρκος και
καληνυχτίζοντάς τους εισέρχεται και πάλι στην οικία του. Ο
Θέμης με το Θαλή επιστρέφουν πίσω στο όχημά τους με το
Θέμη να δίνει αμέσως το σακουλάκι με το χασίσι στον Ανδρέα,
ο οποίος και το ανοίγει αμέσως για να το ελέγξει. Η εξωτική
μυρωδιά του απλώνεται παντού μέσα στο αυτοκίνητο, ενώ
οι τρεις τους συμφωνούν για το πόσο άριστη είναι η ποιότη-
τα του προϊόντος που μόλις αγόρασαν. Καθώς κατευθύνονται
πίσω, προς το κέντρο της Θεσσαλονίκης, ο Ανδρέας ανάβει
ένα δίφυλλο τσιγαριλίκι, για να δοκιμάσουν το πράσινο ακα-
τέργαστο χόρτο που ψώνισαν πριν από λίγο στη Χαλκηδόνα,
το οποίο, στη συνέχεια, γυρίζει από χέρι σε χέρι. Είναι ο τρό-
πος τους για να βλέπουν τον κόσμο από διαφορετική οπτική
γωνία. Αυτό που απολαμβάνουν περισσότερο απ’ οτιδήποτε οι
τρεις αυτοί νέοι άντρες είναι ακριβώς αυτό, το ότι είναι νέοι.
Το απολαμβάνουν λιγάκι περισσότερο από τους υπόλοιπους
και αυτό είναι κάτι που τους κάνει να νιώθουν ξεχωριστοί. Αι-
σθάνονται πως έχουν διαχωριστεί από τη μάζα και βρίσκονται
ψηλά, μίλια μακριά από το έδαφος, προσπαθώντας να αγγίξουν
τα αστέρια μέσα στα οποία κατοικούν τα πιο μεγάλα και τρε-
λά τους όνειρα. Μια αστείρευτη πηγή ενέργειας ζει μέσα τους,
δίνοντάς τους δύναμη να μάχονται ασταμάτητα μέχρι να κα-
ταφέρουν να κατακτήσουν όλα τα αστέρια που φωτίζουν τον
σκοτεινό ουρανό.