Στο Σκοτάδι - Ζωή
Χατζόπουλος Κωνσταντίνος
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Ο Σταύρος άνοιξε τα μάτια, κοίταξε ολόγυρα στην άδεια κάμαρα και βόγγηξε. Θέλησε ν’ ανασηκωθή, μα πόνεσε και δεν μπόρεσε. Κατάφερε μόνο να γυρίση από το άλλο πλευρό. Και ξανάκλεισε τα μάτια. Ένα νιαούρισμα όμως από την κούνια που έστεκε δίπλα στο στρώμα του τον ξαναξύπνησε. Γύρισε πάλι με κόπο από το άλλο πλευρό, άπλωσε το χέρι και κούνησε. Μα το μωρό δε σώπαινε. Στο τέλος βαρέθηκε, βλαστήμησε και ξαναπήρε το χέρι του.
Το μωρό έκλαιγε πάντα κι ο Σταύρος κάρφωσε τα μάτια στην πόρτα. Η μέρα έξω ήταν θολή και βροχερή κι ο ήλιος, που τον
είχε πάντα για σημάδι, δε σερνόταν σήμερα σε αστραφτερές στενόμακρες λουρίδες χάμω στο χώμα του σπιτιού. Κόντευε τάχα μεσημέρι; Καθώς όλες τις μέρες, τρεις μήνες τώρα που ήτανε στο στρώμα, του φαινότανε και σήμερα πως πέρασε ακέριος χρόνος από το πρωί, από την ώρα που η γυναίκα του έκλεισε την πόρτα πίσω της και πάει, αφού του έσιαξε λίγο το στρώμα, του έδωσε κ’ ήπιε λίγο γάλα, κ’ έπειτα βύζαξε και το μωρό.
Τέλος άνοιξε η πόρτα και χίμησε μέσα η βροχή. Κ’ ένα κρύο ανεμοφύσημα τον έκαμε ν’ ανατριχιάση.
«Έμπα, διάολε, μέσα και κλείσε», φώναξε δυνατά.
Νόμισε πως ήταν η γυναίκα του. Καθώς όμως ανασηκώθηκε, είδε πως ήταν ο φίλος του Αντώνης και τιναζόταν από τη βροχή.
«Έλα τώρα και με πούντιασες», ξαναφώναξε.
Εκείνος έκλεισε την πόρτα:
«Καιρός ανάθεμά τον», είπε και τράβηξε ίσια στο τζάκι. «Δίχως φωτιά είσαι; Κι αυτό τι έχει και σκούζει;»
Ο Σταύρος το βλαστήμησε.
«Τι ώρα είναι;» ρώτησε ύστερα.
«Γιόμα», είπε ο Αντώνης κ’ ήρθε στην κούνια και βρόντησε το πλευρό της με τη γροθιά.
«Δε φοβάται από τέτοια. Σα θέλης, κάμε το μονάχα παραπέρα. Μου τρύπησε τ’ αφτιά», είπε ο Σταύρος.
«Να, πάρε τούτο πρώτα εσύ». Κι ο Αντώνης έσκυψε και του έδωσε ένα μπουκαλάκι.
Τα μάτια του Σταύρου λάμψανε.
Ο Αντώνης γύρισε στην κούνια και σήκωσε το μωρό. Το πήρε στην αγκαλιά και περπάτησε πέρα δώθε κάμποσες φορές. Το παιδί σώπασε κι ο Αντώνης ήρθε και κάθισε στο σκαμνί κοντά στο τζάκι. Το μωρό του είχε πιάσει το δάχτυλο και βύζαινε.
«Πώς είσαι σήμερα;» ρώτησε το Σταύρο.
«Σαν πάντα», είπε εκείνος και κούνησε το κεφάλι.
«Ήρθε ο γιατρός;»
«Ήρθε προψές».
«Και τι είπε;»
«Τι να πη! Τα ίδια. Η θέρμη θα πέση, σαν κλείση η πληγή».
«Είναι και τούτος ο παλιόκαιρος. Γδάρτης με τα σωστά», είπε ο Αντώνης.
Το μικρό άρχισε να κλάψη πάλι.
«Είπες είναι γιόμα και κείνη η γυναίκα δε φαίνεται», ξανακλαύτηκε ο Σταύρος.
«Θα σε πείνασε», του είπε ο Αντώνης και σηκώθηκε να ξαναπερπατήση το παιδί.
Ο Σταύρος πήρε το μπουκαλάκι κ’ ήπιε. Ακούγοντας όμως την πόρτα που άνοιξε, το βούλωσε βιαστικά και το έκρυψε κάτω από το σκέπασμα.
Ήταν η Στέλια, η γυναίκα του που μπήκε. Κρατούσε τα παπούτσια της στο χέρι, και για να φυλάξη από τη βροχή τις πλάτες, είχε ανασηκωμένο ανάποδα το φουστάνι απάνω
στο κεφάλι. Το κατέβασε, πέταξε στην άκρη τα παπούτσια και στάθηκε κοιτάζοντας λίγο στενοχωρεμένα τον Αντώνη, που βαστούσε το παιδί.
Εκείνο, σαν την είδε, ώρμηξε να πετάξη από τα χέρια του σε αυτή.
«Γίνηκες λούτσα», της είπε ο Αντώνης και την κοίταξε στα πόδια που ήτανε σα να βγήκαν από το λουτρό.
Δεν του απάντησε. Άφησε στο τραπέζι ένα πιάτο που βαστούσε τυλιγμένο στην ποδιά της, και πήρε το παιδί.
«Πώς είσαι;» ρώτησε τον άντρα της.
«Πείνασα», είπε αυτός? «τι έφερες;»
«Λίγο χταπόδι? σήμερα Παρασκευή», του απάντησε.
«Σούφερα γω μια ψίχα κρέας», πετάχτηκε ο Αντώνης. «Έλα, άναψε γλήγορα φωτιά και ψήσ’ το», είπε της Στέλιας.
Αυτή τον κοίταξε.
«Εγώ βαστάω το παιδί? δώσε μου το δω», ξαναείπε ο Αντώνης.
Η Στέλια στεκότανε.
«Δώσ’ το κει, μωρή», φώναξε ο άντρας της.
Η Στέλια θέλησε να καθίση να το βυζάξη πρώτα, μα ο άντρας της βλαστήμησε.
«Άναψε συ φωτιά και ψένω γω το κρέας», μπήκε στη μέση ο Αντώνης κι άδραξε από τα χέρια της Στέλιας το παιδί.
Η Στέλια πήγε κ’ έφερε ξύλα. Άναψε τη φωτιά, έβγαλε το βρεγμένο φόρεμά της, το άπλωσε πλάι στη φωτιά σ’ ένα σκαμνί και πήρε το παιδί και κάθισε στο σκαμνί και του άνοιξε το στήθος.
Ο Αντώνης έσκυψε να βάλη το κρέας να ψηθή. Έβλεπε αποκεί μόνο τις πλάτες και το γερτό κεφάλι της Στέλιας. Ο Σταύρος ζαλισμένος, μισόκλεισε τα μάτια κοιτάζοντας τη φλόγα.
Σε λίγο τα ξύλα γίνανε θράκια και δεν τσιτσιρίζαν πια.