Κεφάλαιο 1
ΟΜΟΡΦΑ ΣΑΝ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Το σπίτι απείχε πέντε χιλιόμετρα από τον σταθμό μα, προτού η βρόμικη νοικιασμένη άμαξα προλάβει να κροταλίσει για πέντε ολόκληρα λεπτά, τα παιδιά άρχισαν να βγάζουν τα κεφάλια τους από το παράθυρο της άμαξας και να λένε «Φτάνουμε;». Και κάθε φορά που περνούσαν μπροστά από κάποιο σπίτι, κάτι το οποίο δεν συνέβαινε και πολύ συχνά βέβαια, έλεγαν όλα μαζί, «Α, μήπως είναι αυτό;». Μα ποτέ δεν ήταν αυτό, μέχρι που έφτασαν στην κορυφή του λόφου, λίγο μετά το λατομείο κιμωλίας και λίγο πριν το ορυχείο χαλικιών. Κι εκεί υπήρχε ένα λευκό σπίτι μ’ έναν καταπράσινο κήπο κι έναν οπωρώνα, κι η μητέρα είπε, «Εδώ είμαστε!».
«Πόσο λευκό είναι αυτό το σπίτι», είπε ο Ρόμπερτ.
«Και δείτε τα τριαντάφυλλα», είπε η Ανθέα.
«Και τα δαμάσκηνα», είπε η Τζέιν.
«Είναι αρκετά αξιοπρεπές», παραδέχτηκε ο Κύριλλος.
Το Μωρό είπε «Θέλει πάει άτα» και η άμαξα σταμάτησε μ’ ένα τελευταίο κουδούνισμα και ένα τράνταγμα.
Όλα τα παιδιά άρχισαν να κλωτσιούνται και να πατιούνται, μες τη βιασύνη τους να βγουν από την άμαξα την ίδια ακριβώς στιγμή, χωρίς, όμως, κανένα τους να ενοχλείται. Η μητέρα, πράγμα περίεργο, δεν βιαζόταν καθόλου να βγει έξω, κι ακόμη κι όταν είχε πια κα-
τέβει από την άμαξα αργά, κι από το σκαλοπάτι, χωρίς να πηδήξει
καθόλου, φαινόταν σαν να ήθελε περισσότερο να δει τις κούτες που
κουβαλούσαν μέσα στο σπίτι και να πληρώσει τον οδηγό, παρά να
συμμετάσχει σ’ εκείνη την πρώτη ένδοξη εξόρμηση γύρω απ’ τον
κήπο και τον οπωρώνα και την αγκαθωτή, γεμάτη γαϊδουράγκαθα
και βάτους, ερημιά πέρα απ’ τη σπασμένη αυλόπορτα και το στε-
ρεμένο σιντριβάνι στο πλάι του σπιτιού. Μα για πρώτη φορά, τα
παιδιά ήταν σοφότερα. Δεν ήταν καθόλου όμορφο σπίτι στην πραγ-
ματικότητα. Ήταν αρκετά συνηθισμένο, και η μητέρα πίστευε πως
ήταν αρκετά άβολο και την ενοχλούσε πολύ που δεν υπήρχαν καθό-
λου ράφια ή που ήταν ελάχιστα, και που υπήρχε ένα μονάχα ντου-
λάπι σ’ ολόκληρο το σπίτι. Ο πατέρας έλεγε ότι η σιδηροκατασκευή
της στέγης και όλο το επιστέγασμα, γενικώς, του σπιτιού πρέπει να
ήταν ο εφιάλτης κάθε αρχιτέκτονα. Αλλά το σπίτι βρισκόταν βαθιά
μέσα στην εξοχή, χωρίς να είναι ορατό κανένα άλλο σπίτι στον ορί-
ζοντα, και τα παιδιά βρίσκονταν στο Λονδίνο για δύο χρόνια, χωρίς
να έχουν πάει μια εκδρομή με τρένο, έστω και για μια μέρα, με μο-
ναδική εξαίρεση μια φορά που πήγαν στην παραλία, κι έτσι το Λευ-
κό Σπίτι τους φαινόταν σαν ένα Νεραϊδένιο Παλάτι που είχε τοπο-
θετηθεί σ’ έναν Επίγειο Παράδεισο. Γιατί το Λονδίνο, για τα παιδιά,
είναι σαν φυλακή, ειδικά αν οι συγγενείς τους δεν είναι πλούσιοι.
Φυσικά υπάρχουν τα μαγαζιά και τα θέατρα, και κάθε είδους
ψυχαγωγία και όλα αυτά τα πράγματα, μα αν η οικογένειά σας είναι
αρκετά φτωχή δεν μπορούν να σας πάνε στα θέατρα και δεν μπορεί-
τε να αγοράσετε τίποτα από τα μαγαζιά. Και το Λονδίνο δεν έχει τί-
ποτα από αυτά τα ωραία πράγματα με τα οποία τα παιδιά μπορούν
να παίζουν χωρίς να βλάπτουν είτε αυτά τα πράγματα είτε τους εαυ-
τούς τους – τέτοια ωραία πράγματα όπως τα δέντρα και η άμμος,
τα δάση και τα νερά. Και σχεδόν τα πάντα στο Λονδίνο έχουν λάθος
σχήμα… Παντού βλέπεις ευθείες γραμμές και επίπεδους δρόμους,
αντί όλα τα πράγματα που βλέπεις να έχουν κάθε είδους περίεργα
σχήματα, όπως έχουν τα πράγματα στην εξοχή. Τα δέντρα είναι όλα
διαφορετικά, όπως ξέρετε, και είμαι σίγουρη πως κάποιος κουραστι-
κός άνθρωπος θα πρέπει να σας έχει πει πως δεν μπορείς να βρεις
στη φύση δύο ολόιδια φυλλαράκια από οποιοδήποτε χορταράκι.
Μα στους δρόμους, όπου δεν φυτρώνουν χόρτα, όλα είναι ολόιδια
μεταξύ τους. Αυτός είναι ο λόγος που πολλά παιδιά που ζουν στις
πόλεις είναι τόσο εξαιρετικά άτακτα. Δεν ξέρουν τι τους συμβαίνει
και έχουν αυτήν την άτακτη συμπεριφορά, κι ούτε κι οι πατεράδες
τους και οι μητέρες τους, οι θείες και οι θείοι τους, τα ξαδέρφια τους,
οι δάσκαλοί τους, οι γκουβερνάντες και οι νταντάδες τους ξέρουν.
Μα εγώ ξέρω. Και πλέον ξέρετε κι εσείς. Τα παιδιά που ζουν στην
εξοχή είναι κι αυτά άτακτα μερικές φορές, μα αυτό συμβαίνει εξαι-
τίας εντελώς διαφορετικών λόγων.
Τα παιδιά είχαν εξερευνήσει τους κήπους και τα εξωτερικά κτί-
σματα διεξοδικά, προτού να τα τσακώσει η μαμά τους και να τα
καθαρίσει για να πιούν τσάι, κι είχαν πια διαπιστώσει ξεκάθαρα πως
ήταν βέβαιο ότι θα ήταν ευτυχισμένα στο Λευκό Σπίτι. Το είχαν
φανταστεί από την πρώτη κιόλας στιγμή που το αντίκρισαν, μα
όταν ανακάλυψαν ότι το πίσω μέρος του σπιτιού ήταν καλυμμένο
με γιασεμί, με ολόλευκα λουλούδια, και μύριζε σαν ένα μπουκάλι
από το πιο ακριβό άρωμα που έχει δοθεί ποτέ ως δώρο γενεθλίων,
κι όταν είδαν το γρασίδι, καταπράσινο και λείο, και αρκετά διαφο-
ρετικό από το καφετί γρασίδι στους κήπους της πόλης Κάμντεν, κι
όταν βρήκαν τον στάβλο που είχε και μια μικρή σοφίτα, και λίγο
ξεχασμένο σανό που είχε απομείνει εκεί, ήταν πια σχεδόν σίγουρα.
Κι όταν ο Ρόμπερτ βρήκε τη σπασμένη κούνια κι έπεσε απ’ αυτήν
κουτρουβαλώντας, και απ’ το χτύπημα το κεφάλι του απέκτησε
ένα καρούμπαλο στο μέγεθος ενός αυγού, και ο Κύριλλος τρύπησε
το δάχτυλό του στην πόρτα ενός κλουβιού που φαινόταν να είναι
φτιαγμένο για κουνέλια, αν έτυχε ποτέ να είχατε ένα από δαύτα,
τότε δεν είχαν πια καμία μα καμία αμφιβολία.
Το καλύτερο απ’ όλα ήταν το ότι δεν υπήρχαν κανόνες για το
να μην πηγαίνεις σε διάφορα μέρη και για το να μην κάνεις διάφορα
πράγματα. Στο Λονδίνο, σχεδόν τα πάντα, έχουν την εξής ταμπέ-
λα: «Μην αγγίζετε» και, παρότι η ταμπέλα δεν φαίνεται, εξακο-
λουθεί να είναι κακό το να παραβείς αυτό που λέει, γιατί ξέρεις ότι
η ταμπέλα είναι εκεί, αλλά και να μην το ξέρεις, πολύ σύντομα κά-
ποιος θα βρεθεί να σου το πει.
Το Λευκό Σπίτι βρισκόταν στην άκρη ενός λόφου, κι είχε ένα
δάσος πίσω του, και το λατομείο κιμωλίας βρισκόταν στη μία πλευ-
ρά του ενώ στην άλλη του πλευρά βρισκόταν το ορυχείο χαλικιών.
Κάτω, στους πρόποδες του λόφου, υπήρχε μια επίπεδη κοιλάδα με
λευκά κτίρια που είχαν αλλόκοτα σχήματα, όπου οι άνθρωποι έκαι-
γαν ασβέστη κι υπήρχε κι ένα κόκκινο ζυθοποιείο κι άλλα σπίτια.
Kι όταν οι μεγάλες καμινάδες κάπνιζαν κι ο ήλιος έδυε, η κοιλάδα
φαινόταν σαν να ήταν καλυμμένη με μια χρυσαφένια ομίχλη κι οι
ασβεστοκάμινοι και τα ξηραντήρια λυκίσκου άστραφταν και λα-
μποκοπούσαν, μέχρι που έμοιαζαν με μια μαγεμένη πόλη βγαλμέ-
νη από τις Χίλιες και μία Νύχτες.1
Τώρα που έχω αρχίσει να σας λέω για το μέρος αυτό, αισθά-
νομαι ότι θα μπορούσα να συνεχίσω και να μετατρέψω αυτήν την
ιστορία έτσι ώστε να γίνει απίστευτα ενδιαφέρουσα, σε ό,τι αφο-
ρά όλα τα συνηθισμένα πράγματα που έκαναν τα παιδιά– ακρι-
βώς αυτά τα πράγματα που κάνετε κι εσείς, καταλαβαίνετε –και
θα πιστεύατε κάθε λέξη αυτής της ιστορίας. Kι όταν είπα ότι τα
παιδιά είναι κουραστικά, όπως είστε κι εσείς κάποιες φορές, οι θεί-
ες σας ίσως έγραφαν στο περιθώριο αυτής της ιστορίας με μολύβι,
«Πόσο αληθινό!» ή «Πόσο μοιάζει με την πραγματικότητα!» και
θα το βλέπατε και, πιθανότατα, θα νευριάζατε. Έτσι, θα σας πω
μονάχα τα πραγματικά εκπληκτικά πράγματα που συνέβησαν και
μπορείτε να αφήσετε το βιβλίο νιώθοντας αρκετή ασφάλεια, γιατί
δεν υπάρχει πιθανότητα ούτε θείες, ούτε θείοι να γράψουν «Πόσο
αληθινό!» στο περιθώριο της ιστορίας. Οι ενήλικες δυσκολεύονται
πολύ να πιστέψουν πραγματικά καταπληκτικά κι απίστευτα πράγ-
ματα, εκτός αν έχουν αυτό που ονομάζουν αποδείξεις. Μα τα παιδιά
θα πιστέψουν σχεδόν τα πάντα κι οι ενήλικες το γνωρίζουν καλά
αυτό. Γι’ αυτό σας λένε ότι η γη είναι στρογγυλή σαν πορτοκάλι,
όταν εσείς μπορείτε να διαπιστώσετε με απόλυτη σιγουριά ότι είναι
επίπεδη και με σβόλους, κι αυτός είναι ο λόγος που σας λένε ότι η γη
γυρίζει γύρω από τον ήλιο, όταν μπορείτε να δείτε με τα ίδια σας τα
μάτια, οποιαδήποτε μέρα, ότι ο ήλιος ξυπνάει το πρωί και πηγαίνει
για ύπνο το βράδυ σαν καλός ήλιος που είναι, και ότι η γη ξέρει τη
θέση της και κάθεται εκεί ακίνητη όπως και τα ποντίκια. Παρ’ όλα
αυτά, τολμώ να πω ότι κατά βάθος πιστεύετε όλα αυτά για τη γη
και τον ήλιο και, αν αυτό ισχύει πράγματι, θα σας φανεί πολύ εύκο-
λο να πιστέψετε ότι προτού καλά καλά περάσει μια εβδομάδα που η
Ανθέα και ο Κύριλλος και τα άλλα παιδιά βρίσκονταν στην εξοχή,
βρήκαν μία νεράιδα. Τουλάχιστον έτσι την αποκαλούσαν γιατί έτσι
αυτοαποκαλούνταν εκείνη, και φυσικά αυτή ήξερε καλύτερα μα…
Δεν έμοιαζε καθόλου με οποιαδήποτε νεράιδα μπορεί να είδατε ποτέ
ή να ακούσατε ή να διαβάσατε κάτι γι’ αυτήν.
Βρισκόταν στο ορυχείο χαλικιών. Ο πατέρας των παιδιών έπρε-
πε να φύγει ξαφνικά για δουλειές και η μητέρα τους είχε φύγει επί-
σης για να μείνει με τη γιαγιά τους, που δεν ήταν πολύ καλά στην
υγεία της. Έφυγαν κι οι δύο βιαστικά και, όταν είχαν πια φύγει, το
σπίτι έμοιαζε αρκετά ήσυχο και άδειο. Τα παιδιά περιπλανήθηκαν
από το ένα δωμάτιο στο άλλο και κοίταξαν τα κομμάτια χαρτιού και
σπάγκου που είχαν απομείνει στα πατώματα από το πακετάρισμα,
και που δεν είχαν ακόμη καθαριστεί, και εύχονταν να είχαν κάτι να
κάνουν. Ήταν ο Κύριλλος, αυτός που είπε…
«Λέω να πάρουμε τα φτυάρια μας και να πάμε να σκάψουμε
στο ορυχείο χαλικιών. Μπορούμε να προσποιηθούμε ότι δεν είναι
ορυχείο χαλικιών αλλά ακρογιαλιά».
«Ο πατέρας λέει ότι πράγματι ήταν ακρογιαλιά κάποτε», είπε
η Ανθέα, «λέει ότι υπάρχουν εκεί κοχύλια χιλιάδων ετών».
Έτσι πήγαν στο λατομείο. Φυσικά είχαν πάει και προηγουμέ-
νως στην άκρη του ορυχείου χαλικιών και είχαν ρίξει μια ματιά μα
δεν είχαν κατέβει ποτέ μέσα σ’ αυτό, από φόβο μήπως ο πατέρας
τους τους έλεγε ότι δεν πρέπει να παίζουν εκεί, και το ίδιο ακριβώς
είχε συμβεί και με το λατομείο κιμωλίας. Το ορυχείο χαλικιών δεν
ήταν πραγματικά επικίνδυνο αν δεν προσπαθούσε κανείς να κατέ-
βει από την πλαγιά του μα πήγαινε από το αργό και ασφαλές μονο-
πάτι γύρω από τον δρόμο, από όπου περνούσαν τα καρότσια.
Κάθε ένα από τα παιδιά κουβαλούσε το φτυάρι του και κάθε ένα
με τη σειρά του κουβαλούσε το Αρνάκι. Αυτός ήταν το μωρό της
οικογένειας και τον φώναζαν έτσι γιατί το «Μπεε» ήταν η πρώτη
λέξη που είπε ποτέ.