Νεμούις – Τελική τριλογία
Καμπουρόπουλος Γιάννης
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Η τριλογία αυτή αποτελεί το τρίτο και τελευταίο μέρος του saga των Μπόραθ. Είναι η κλιμάκωση, η επεξήγηση σε επίπεδο κατακλείδας, όλου του Έργου, το οποίο περνά πια σε ένα άλλο επίπεδο, ολοκληρώνοντας μια κεντρική θεματική ιδέα-μοχλό με τον πιο καταλυτικό τρόπο. Αποτελεί δε την επεξήγηση, μέσω της δράσης, πολλών στοιχείων που έχουν δοθεί ή σκιαγραφηθεί, τόσο στις άλλες δύο τριλογίες, όσο και στις παράλληλες ιστορίες "Αναμνήσεων".
Σε αντίθεση με τις άλλες δύο τριλογίες, των οποίων τα πρώτα δοκίμια έγιναν σχετικά σύντομα (σε τέσσερις μήνες η Κεντρική, σε δύο χρόνια η Προ-τριλογία), η συγκεκριμένη χρειάστηκε τρισήμισυ χρόνια για να ολοκληρωθεί, συμπεριλαμβανομένου κι ενός παρ’ ολίγον μοιραίου τεχνικού ατυχήματος, που θα μπορούσε να στοιχίσει ολόκληρη την προσπάθεια ήδη δύο ετών, ως τότε. Είναι δε η μόνη από τις τρεις τριλογίες που δεν έχει τίτλους βιβλίων·
εδώ υπάρχουν μονάχα αριθμοί, Βιβλίο Πρώτο, Δεύτερο, Τρίτο. Επίσης, αποτελεί την πιο δύσκολη, από πλευράς συγγραφής· είναι πάντοτε πιο εύκολο να δημιουργεί κανείς ένα Σύμπαν, μα όταν αυτό επεκτείνεται, ξεκινούν πάσης φύσης περιορισμοί και κανόνες, οι οποίοι πρέπει να γίνονται σεβαστοί, προκειμένου να μην καταλήξει σε παρωδία όλο το εγχείρημα. Πρέπει να ομολογήσω πως πάλεψα πολύ. Μέχρι τώρα, η πιο δύσκολη τριλογία υπήρξε ο "Φώο Σπόετ" (εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές), ειδικά το δεύτερο βιβλίο Της, με την πλούσια πολιτική ίντριγκα και το steampunk ύφος της σε πολλά σημεία και τις ανακατατάξεις της. Η παρούσα τριλογία "ΝΕΜΟΥΙΣ" υπήρξε μια αληθινή δοκιμασία, τόσο σε επίπεδο έμπνευσης, όσο και σε επίπεδο αντιπαραβολής
στοιχείων που έχουν ήδη καθιερωθεί, μοιραστεί, τυπωθεί. Ήταν, από κάθε άποψη, ένα πολύ δύσκολο στοίχημα. Συνάμα, ήταν και η κεντρική ιδέα Της· όπως θα παρατηρήσει ίσως ο αναγνώστης, έχω φροντίσει οι τριλογίες να φέρουν τα απολύτως αναγκαία χαρακτηριστικά ομοιότητας. Καμία τους δεν επαναλαμβάνεται, σε ό,τι αφορά το επίκεντρο της δράσης. Έτσι, αν λ.χ. σε μια τριλογία έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε μια επιστημονική ανακάλυψη, στην άλλη τριλογία η έμφαση αγγίζει διαφορετικά πεδία, αν όχι της ίδιας εφεύρεσης, τότε μιας αντίστοιχης ή άλλης. Στην τριλογία "ΝΕΜΟΥΙΣ" το επίκεντρο είναι, όπως πάντα, η επιστήμη, ο άνθρωπος, ο πόλεμος και η ειρήνη, οι ανθρώπινες ιδιότητες και η φύση, αλλά δοσμένες κάτω από τον απόλυτο σεβασμό σε αυτόν τον κανόνα. Έπρεπε λοιπόν να εμβαθύνω σε μέρη του Κανόνα, τα οποία πλέον άρχισαν πολύ να στενεύουν· σα να προσπαθεί κάποιος να περάσει από το ίδιο στενό άνοιγμα όταν είναι έξι χρονών, δεκαπέντε, τριάντα και μετά πενήντα. Η παραμικρή άστοχη κίνηση προκαλεί το φραγμό. Και το αντιμετώπισα πολλές φορές, είναι η αλήθεια. Ομολογουμένως με κούρασε
αισθητά· οι "Μπόραθ" και ο κόσμος γύρω από αυτούς, ξεκίνησαν το 2007 και ήδη μετρούν δεκαεπτά χρόνια άοκνης δουλειάς, έμπνευσης και πάλης με ένα σωρό λεπτομέρειες. Η τριλογία αυτή υπήρξε και το πιο δύσκολο έργο, από κάθε άποψη. Γιατί όλα έπρεπε να συγκλίνουν, να ζυμωθούν και να βγει ένα τελικό αποτέλεσμα. Μπορώ λοιπόν να πω, πως ο σκοπός επετεύχθη. Η τριλογία "ΝΕΜΟΥΙΣ" είναι μακράν η καλύτερη ως τώρα δουλειά
μου, τόσο σε σχέση με το ίδιο το Έργο, όσο και ως τις ιδέες που περνά, τις αξίες που εξαργυρώνει έπειτα από δεκαεπτά βιβλία, αλλά και στην τεραστίων διαστάσεων δράση που απεικονίζει. Ένιωθα κυριολεκτικά ένας μικρός "θεός", κατά τη συγγραφή της - όχι με την "ψωνίστικη" έννοια, αλλά με την έννοια του δημιουργού ενός ολόκληρου Έργου. Το αν θα πείσει ή όχι, αυτό επαφίεται στον αναγνώστη και μόνον. Κλείνοντας τούτο το μακροσκελές κείμενο, θα ήθελα να κάνω μια αναγκαία επισήμανση, προλαμβάνοντας ίσως δίκαιες αντιδράσεις ή σκωπτικά σχόλια των αναγνωστών. Ο τίτλος της τριλογίας είναι "ΝΕΜΟΥΙΣ", αλλά μέσα στο κείμενο τη λέξη θα τη δείτε γραμμένη ως "Νεμούης" - με ήτα. Ο λόγος είναι καθαρά γλωσσολογικός: στα ελληνικά μας, είναι "το Νεμούις", με γιώτα, αλλά στη γλώσσα από την οποία προέρχεται, είναι "το Νεμούης" με ήτα. Δε θα επιθυμούσα να έβαζα τον τίτλο "ΝΕΜΟΥΗΣ", διότι στα ελληνικά παραπέμπει στο "ο Νεμούης" ή "της Νεμούης" πιο πολύ, και οπτικά θα προκαλούσα σύγχιση: τελικά είναι αρσενικού γένους ή ουδετέρου; Γενική ή οριστική; Κακή επιλογή για τίτλο. Επομένως, ο αναγνώστης μπορεί να είναι ήσυχος, οτι δεν υπάρχει τυπογραφικό ή εννοιολογικό λάθος. Είναι καθαρά θέμα "μαρκίζας". Και με αυτά τα λόγια, σας ευχαριστώ θερμά και σας εύχομαι μια καλή και ψυχαγωγική ανάγνωση.
Με τιμή,
Γιάννης Καμπουρόπουλος.



Β Ι Β Λ Ι Ο Ι
ΜΙΑ ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΥΠΟΘΕΣΗ
«Έλα, Ζέαρα! Πρέπει να προλάβουμε τους ήλιους πριν δύσουν!» φώναξε η Μάερα,
τείνοντας το χέρι στη δίδυμη αδερφή της. Έμοιαζαν μεταξύ τους σα δυο σταγόνες νερό, μονάχα η Μάερα ήταν κοκκινομάλλα και φαινόταν γυμνασμένη, ενώ η Ζέαρα μελαχρινή και ελαφρώς καμπυλωτή. Είχαν φορέσει στις πλάτες τους από ένα σακκίδιο εκδρομής -από εκείνα τα καλά, για τους πιο απαιτητικούς- και στα πόδια τους ειδικές αρβύλες πορείας, δείχνοντας παρ’ όλα αυτά εντελώς ανέμελες, μέσα στο περιπετειώδες τοπίο εκείνου του εωθιανού βάλτου.
Αντίθετα με τον οίστρο της αδερφής της, η Ζέαρα δυσανασχέτησε, μόρφασε.
«Δε σου φτάνει, όλη την περίοδο φάγαμε στη φυσιολατρεία... Πόνεσε η μέση μου.»
Αλλά η Μάερα προχώρησε μπροστά, αγνοώντας την.
«Εσύ μείνε πίσω, κοριτσάκι του μπαμπά!»
Αδιαφορώντας για τις δίκαιες βρισιές της αδερφής της, δρασκέλισε ταχύτατα τοβουρκώδες έδαφος· οι μεγάλες βροχές είχαν ολοκληρωθεί μισή μεγαπερίοδο πριν, αλλά τα νερά λίμναζαν παντού. Τριγύρω τους θεριεμένα διάφορα φυτά των βάλτων, δέντρα ημίψηλα με φυλλώματα και κλαδιά που έγερναν προς το έδαφος, με φαιογαιώδη χρώματα και έντονες μυρωδιές. Χιλιάδες μικροέντομα, ιπτάμενα και αμφίβια, βούιζαν ολούθε· κάποτε οι δύο κοπέλες έμοιαζαν να διασχίζουν ένα αληθινό πέλαγος από στίγματα αιωρούμενα. Η Ζέαρα βλαστήμισε.
«Ιπτάμενα τέρατα... όρεξη που την έχεις, γαμώτο σου...» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της. Έκανε την ανάγκη φιλοτιμία και έσπευσε το βήμα της, καθώς η αδερφή της απομακρυνόταν μέσα σε έναν ακόμη βάλτο, από τους δεκάδες που υπήρχαν σε ακτίνα εκατολάβου.
Η Ζέαρα φαινόταν πιο μυαλωμένη από την αδερφή της, η οποία θαρρείς πετούσε
ανάλαφρη. Κάποια στιγμή η Μάερα χάθηκε από τα μάτια της, πίσω από μια συστάδα δέντρων τόσο πυκνοδεμένων μεταξύ τους, που έμοιαζαν με τοίχο.
«Στάσου! Πού πας;»
«Έλα, έλα!» αντήχησε η φωνή της, κάνοντας μερικά πτηνά των βάλτων να πετάξουν
κρώζοντας. Κι ενόσω η Ζέαρα πάσχιζε και μόρφαζε και δυσανασχετούσε με τούτη τη φύση που την αγρίευε κάθε στικς που περνούσε, η αεικίνητη Μάερα ακροβατούσε ανάμεσα στις πέτρες και τα υφέρποντα κλαδιά. Οι αδιάβροχες αρβύλες της πλατσούριζαν στα αβαθή νερά ή άλλοτε μισοβυθίζονταν στο βούρκο, μα με μια κοφτή κίνηση, η κοπέλα ελευθέρωνε το πόδι της και συνέχιζε. Μπροστά της, ο ορίζοντας του Εώθ γαιοκόκκινος, χρωματισμένος από τις
αποχρώσεις του Πρώτου Ήλιου που έδυε, σε συνδυασμό με τις ακτίνες του κυανού δίσκου του Δεύτερου Ήλιου, απέδιδε μια εξαιρετική ιώδη-πορφυρή εικόνα. Αν και ελώδης, ο Εώθ είχε μια ιδιαίτερη ομορφιά που, στα μάτια της Μάερα τουλάχιστον, φάνταζε ειδυλλιακή.
Μεγάλωνε όμως κι η απόσταση με κάθε τους βήμα, κι η τελευταία πόλη βρισκόταν πεντακόσιες κέρτες μακρυά. Εδώ και κάμποση χρονώρα είχε χαθεί από τα μάτια τους η άκατός τους. Ένας υπόκωφος γδούπος· ένιωσε το ανεπαίσθητο κτύπο κι άκουσε την κραυγή της σαν μέσα στο κρανίο της. Ένα ακόμη σμήνος φυτοφάγων πτηνών ανασηκώθηκε φτερουγίζοντας δυνατά, τρομάζοντάς την.
«Μάερα! Είσαι καλά;» φώναξε και επιτάχυνε. Αγωνιζόταν να δρασκελίσει το άγριο έδαφος, τσαλαπατούσε, βρεχόταν με το μουργονερό, βλαστήμισε γι’ άλλη μια φορά. Ποιά ομορφιά βρίσκουν οι άνθρωποι σ’ αυτά τα καταραμένα ξεροτόπια; Λαχάνιασε από την προσπάθεια, μα ήταν η δυσαρέσκειά της πιο πολύ, που δυσχέραινε το ρυθμό της. Ξαναφώναξε στη Μάερα, γεμάτη αγωνία.
«Καλά είμαι!» τη διαβεβαίωσε, ενώ η φωνή της έβγαινε σαν από κάπου πιο κλειστά, σε σχέση με την άπλα του βάλτου. Η Ζέαρα πλησίασε σε ένα ανάχωμα. Από κάτω της, μια στενή, μουλιασμένη από τις βροχές όχθη, κάθετη σχεδόν, κατέληγε σε ένα έλος με αρκετό βουρκόνερο. Η απόσταση από το σημείο που βρισκόταν μέχρι την αντίπερα όχθη ήταν πάνω από μια κέρτα, σίγουρα.
Είδε την αδερφή της, βρισκόταν σχεδόν μέσα στο νερό, έτρεμε, πάσχιζε να στηριχτεί και να βγεί σε στεγνό έδαφος. Το σακκίδιο πλάτης, πιο βαρύ, είχε αφεθεί να βουλιάξει λίγο μακρύτερα από την ταραγμένη Μάερα, ενώ παρά δίπλα της εξείχε ένας μεταλλικός σωλήνας, με ένα γούβωμα από κάτω του.
«Σκόνταψα σ’ αυτό το πράγμα.»
«Χτύπησες;» ρώτησε με αγωνία η αδερφή της.
«Το πόδι μου... πονάω...»
«Κατεβαίνω!»
Κατρακυλώντας σχεδόν, η Ζέαρα κατέληξε δίπλα στην αδερφή της, πέφτοντας κι εκείνη μέσα στο νερό. Σηκώθηκε γοργά, την τράβηξε δυνατά και η κοπέλα ελευθερώθηκε. Κάθισαν στην άκρη, βρεγμένες και τρομαγμένες. Ύστερα, έβγαλε την αρβύλα της αδερφής της και αφαίρεσε την κάλτσα. Το πόδι είχε πρηστεί πολύ, το δέρμα είχε σκιστεί στο σημείο όπου μπλέχτηκε με το σωλήνα.
«Διάστρεμμα. Ωραία τα κατάφερες.»
Η έντονη μυρωδιά του βουρκονερού τις έκανε να μορφάσουν. Η Ζέαρα έβγαλε το
παγούρι και της ξέπλυνε κάπως την πληγή. «Έχεις μαζί σου το κουτί βοηθειών;» ρώτησε η Μάερα, μόνο για να εισπράξει ένα βλέμμα γεμάτο αυστηρότητα.«Τά ’χεις παίξει. Στο σάκο σου είναι... στον πάτο του βάλτου, ανόητη!»
Η Μάερα δαγκώθηκε: όταν ταξίδευαν με την άκατο προς το βάλτο, ήταν η Ζέαρα που επέμενε να έχουν μαζί τους το κουτί, αλλά πάνω στην αντιδικία τής το πήρε από τα χέρια, κοροϊδεύοντάς την, λέγοντάς την μαμόθρεφτο, φοβιτσιάρα, σχεδόν έκανε να το πετάξει έξω από το ανοικτό κρύσταλλο επιβατών. Τελικά, για να μην τσακωθούν άσχημα, οι δύο αδερφές συμβιβάστηκαν και κράτησε η Μάερα το πολύτιμο, όπως αποδείχτηκε πλέον, κουτί.
Ωστόσο, κάτι δεν πήγαινε καλά· ήταν πολύ παράξενα εκεί που βρίσκονταν, σάμπως τα νερά να έστεκαν ακόμη πιο ακίνητα, σάμπως να ήταν ψεύτικα, μύριζαν πολύ διαφορετικά. Τα πουλιά δεν πλησίαζαν, η βλάστηση ήταν αλλόκοτη σε σχέση με αλλού. Οι δύο κοπέλες αφουγκράστηκαν καλύτερα έναν ήχο, που μάλλον ερχόταν από κάτω απ’ τους γλουτούς τους, έτσι όπως κάθονταν εκεί - κούφιος, μεταλλικός σίγουρα.Κοιτάχτηκαν ανήσυχες.
«Ζέαρα... τι’ ν’ αυτό;»