ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Λοιπόν, Κλωθώ, το σκάφος μας είναι πανέτοιμο για αναχώρηση, εδώ και ώρα. Δεν έχει νερά στο αμπάρι, το κατάρτι σηκώθηκε, τα πανιά είναι καλά τεντωμένα και όλα τα κουπιά είναι στη θέση τους. Εγώ έχω μεριμνήσει για όλα τα καθήκοντά μου, οπότε θα μπορούσαμε να σηκώσουμε τώρα την άγκυρα και να φύγουμε. Έλα όμως που αργεί ο Ερμής, ενώ έπρεπε να βρίσκεται εδώ από ώρα. Παραμένει λοιπόν άδειο το καράβι μας, χωρίς κανέναν επιβάτη, όπως βλέπεις, ενώ θα μπορούσε να είχε ολοκληρώσει ήδη τρεις διαδρομές σήμερα. Κοντεύει να βραδιάσει και δεν εισπράξαμε ούτε έναν οβολό. Άσε που ξέρω πολύ καλά πως ο Πλούτωνας θα θεωρεί εμένα υπεύθυνο για αυτήν την αργοπορία, αν και άλλοι είναι οι φταίχτες. Φαίνεται πως ο όμορφος και καλός νεκροπομπός μας μπερδεύτηκε και ήπιε το νερό της Λήθης στον επάνω κόσμο, και τώρα μας γύρισε την πλάτη και μας ξέχασε. Οπότε ή θα αγωνίζεται σε καμιά παλαίστρα με άλλους εφήβους ή θα παίζει τη λύρα του ή θα ξεστομίζει ωραία λόγια καμαρώνοντας για την ευφράδειά του ή, γιατί όχι, μπορεί να έχει μπει και πουθενά κρυφά για να κλέψει, ο λεβεντάκος μας. Είναι και αυτή άλλωστε μια από τις τέχνες που κατέχει. Με άλλα λόγια, παριστάνει τον ελεύθερο, αν και κατά το ήμισυ ανήκει σε εμάς.
ΚΛΩΘΩ: Και πώς ξέρεις, Χάροντα, ότι δεν του έτυχε κάτι απρόοπτο; Ας πούμε, δεν θα μπορούσε ο Δίας να τον έχει διατάξει να επιλύσει κάποια υπόθεση του πάνω κόσμου; Κι αυτός άρχοντας είναι.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ: Ναι, Κλωθώ, θα μπορούσε. Όμως, δεν έχει δικαίωμα να κάνει ολοκληρωτικά κουμάντο σ’ ένα απόκτημα που κατέχουμε από κοινού, κι αφού μάλιστα εμείς ποτέ δεν τον καθυστερήσαμε όταν έπρεπε να φύγει. Εγώ όμως ξέρω τον λόγο που αργεί. Εδώ, σ? εμάς, υπάρχει μόνο το Ασφοδελό Λιβάδι, κρασί για τις σπονδές, γλυκίσματα για τις θυσίες και αφιερώματα. Όμως κατά τα άλλα, επικρατεί μαυρίλα,ομίχλη και σκοτάδι. Αντίθετα, στον ουρανό όλα μοιάζουν εύθυμα, η αμβροσία είναι πολλή και το νέκταρ ρέει άφθονο. Επομένως, είναι λογικό να του φαίνεται γλυκιά η παραμονή εκεί και να αργοπορεί. Από εμάς φεύγει πετώντας σαν να το σκάει από καμιά φυλακή, ενώ όταν φτάνει η ώρα να επιστρέψει, κατεβαίνει με το πάσο του και ίσα που περπατάει.
ΚΛΩΘΩ: Μην αγανακτείς, Χάροντα. Κοίτα τον που πλησιάζει προς το μέρος μας φέρνοντας πολύ κόσμο, ή μάλλον οδηγώντας τους με ένα ραβδί, όπως ο βοσκός το κοπάδι. Γιατί άραγε το κάνει αυτό; Ανάμεσά τους ξεχωρίζω έναν δεμένο, έναν άλλον που γελάει, ενώ υπάρχει και κάποιος που, κουβαλώντας έναν σάκο και κρατώντας ένα ξύλο στο χέρι, επιβλέπει τους άλλους και τους αναγκάζει να βιαστούν κοιτάζοντάς τους με αυστηρό ύφος. Δεν βλέπεις πως κι ο ίδιος ο Ερμής είναι κάθιδρος, λαχανιασμένος και με πόδια σκονισμένα; Ίσα που καταφέρνει να πάρει ανάσα. Τι γίνεται, Ερμή; Προς τι η βιασύνη; Μας φαίνεσαι πολύ ταραγμένος.
ΕΡΜΗΣ: Εσύ, Κλωθώ, γιατί λες; O λόγος είναι ότι αυτός εδώ ο αλητάκος το ’σκασε κι εγώ λίγο έλειψε σήμερα να φανώ λιποτάκτης κυνηγώντας τον και να παρατήσω το πλοίο μου.
ΚΛΩΘΩ: Ποιος είναι αυτός και γιατί απέδρασε;
EΡΜΗΣ: Ε, αυτό είναι πασιφανές. Ήθελε να ζήσει. Πρόκειται για κάποιον βασιλιά ή κάποιον τύραννο, όπως τουλάχιστον κατάλαβα από τους θρήνους και τις κραυγές του, ο οποίος λέει πως του στερούμε τη μεγάλη ευτυχία του.
ΚΛΩΘΩ: Mα καλά, αυτός ο δύστυχος το ’σκασε προσπαθώντας να δραπετεύσει, ενώ είχε ήδη τελειώσει το νήμα της ζωής του;
EΡΜΗΣ: Αν προσπαθούσε να δραπετεύσει λέει! Αν δεν ήταν αυτό το παλικάρι που κρατάει το ξύλο, να με βοηθήσει να τον πιάσουμε και να τον δέσουμε, τώρα θα ’χε ξεφύγει προ πολλού. Από την ώρα που μου τον παρέδωσε η Άτροπος, και σε όλη τη διαδρομή, αυτός αντιστεκόταν, τραβιόταν προς τα πίσω και στύλωνε τα πόδια του, με αποτέλεσμα να αδυνατώ να τον κάνω καλά. Κάποιες φορές με ικέτευε και με παρακαλούσε να τον αφήσω, μόνο για λίγο, τάζοντάς μου πολλά ανταλλάγματα. Εγώ βέβαια, όπως ήταν φυσικό, δεν τον λυπόμουν, καθώς γνωρίζω ότι δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. Όταν όμως είχαμε φτάσει στην είσοδο του Άδη και εγώ, ως συνηθως, μετρούσα τους νεκρούς για τον Αιακό, όση ώρα εκείνος τους αντιστοίχιζε με τον κατάλογο της αδελφής σου, ούτε που αντιλήφθηκα πώς ξέφυγε αυτός ο καταραμένος κάτω από τη μύτη μου. Πέσαμε λοιπόν έναν νεκρό έξω, στους υπολογισμούς μας, και τότε μου λέει ο Αιακός συνοφρυωμένος: «Μην κλέβεις σε όλα, Ερμή, αρκετά παιχνιδάκια κάνεις στον ουρανό. Οι νεκροί είναι υπολογισμένοι με ακρίβεια και δεν υπάρχει περιθώριο λάθους. Όπως βλέπεις, στον κατάλογο αναγράφονται χίλιοι τέσσερις, ενώ εσύ μου έφερες έναν λιγότερο, εκτός και αν ισχυρίζεσαι ότι σε ξεγέλασε η Άτροπος». Εγώ είχα γίνει κατακόκκινος από ντροπή ακούγοντας τα λόγια του και γρήγορα θυμήθηκα τα όσα έγιναν στον δρόμο. Έτσι, καθώς δεν έβλεπα πουθενά αυτόν τον αλήτη, συνειδητοποίησα πως απέδρασε και άρχισα να τον κυνηγάω όσο γρηγορότερα μπορούσα τρέχοντας προς το φως. Με πήρε τότε στο κατόπι από μόνος του, ο αγαθός αυτός άντρας, και αφού οι δυο μας τρέχαμε λες και βρισκόμαστε σε κάποιο στάδιο, τον τσακώσαμε στο Ταίναρο. Άλλο λίγο και θα μας ξέφευγε.
ΚΛΩΘΩ: Και εμείς, Χάροντα, αμέσως να κατηγορήσουμε τον Ερμή θεωρώντας πως τεμπελιάζει.