Ξαπλωμένος στο απόλυτο σκοτάδι ανοίγει τα μάτια. Τα νιώθει
πρησμένα. Μία περίεργη ζαλάδα, τον κάνει να μη θέλει να σηκωθεί.
Γυρνάει το κεφάλι προς το παράθυρο και νιώθει το πρώτο φως της
μέρας να θέλει να τρυπώσει στο δωμάτιο από τις γρίλιες. Κάποιος
πολύ πρωινός τύπος ακούγεται να βασανίζει τη μίζα του
αυτοκινήτου του. Τελικά, μετά από αρκετή προσπάθεια, καταφέρνει
να δώσει ζωή στον κινητήρα.
Μια αντίστοιχη προσπάθεια χρειάζεται και ο ίδιος για να βρει
τη δύναμη να σηκωθεί. Νιώθει κενός και αναζητά στο μυαλό του το
κίνητρο που θα του δώσει την δύναμη να αποχωριστεί το στρώμα
του. Ακουμπά την οθόνη του κινητού για να δει πρωτίστως την
ώρα, μα το βλέμμα του πέφτει στην ειδοποίηση ενός μηνύματος
που αναμένει υπομονετικά την ανάγνωσή του. Αποστολέας
άγνωστος. Ώρα παραλαβής του μηνύματος 03:01 πμ. «Είσαι εδώ;»
Ο συνδυασμός της ώρας και του άγνωστου αποστολέα, τον κάνει
να υποθέσει ότι ο πραγματικός παραλήπτης του μηνύματος ήταν
άλλος και πως από λάθος προωθήθηκε στο δικό του νούμερο.
Αποφασίζει να το διαγράψει, αλλά ο εκνευριστικός ήχος του
προγραμματισμένου ξυπνητηριού τον κάνει να πετάξει το κινητό
στο πάτωμα.
Πρέπει να σηκωθεί. Μια δουλειά που τον βασανίζει, τον
περιμένει. Μια ρουτίνα που επαναλαμβάνεται αρκετά χρόνια, τον
σπρώχνει συνεχώς πίσω. Στο παρελθόν. Που μάλλον τον οδήγησε σε λάθος επιλογές.
Τραβάει τα σκεπάσματα και νιώθει την χαμηλή θερμοκρασία
στο δωμάτιο να αγκαλιάζει το ημίγυμνο κορμί του. Ανατριχιάζει και ψάχνει κάτι πρόχειρο να φορέσει για να ζεσταθεί. Η ζαλάδα δεν λέει να τον αφήσει. Είναι μέρες τώρα που τον επισκέπτεται τα πρωινά.
Περπατά στο σκοτάδι τρίβοντας τα μάτια του που τσούζουν και προσπαθεί να φτάσει στον ηλεκτρικό πίνακα για να ανοίξει τον θερμοσίφωνα. Ένα ζεστό ντουζ ίσως τον επαναφέρει γρηγορότερα στη ρουτίνα του.
Νιώθει στα πόδια του τα πεταμένα στο πάτωμα ρούχα. Τα
προσπερνά και οδηγεί το κορμί του προς την κουζίνα. Θέλει
οπωσδήποτε λίγο καφέ. Ανοίγει την πόρτα της κουζίνας και το φως που εισβάλει από το ξεχασμένο ανοιχτό παραθυρόφυλλο, τον κάνει να κρατά τα μάτια του κλειστά για να το αποφύγει.
Ανοίγει το ντουλάπι. Πιάνει το βαζάκι του καφέ, αλλά τα
ακροδάχτυλά του τον προδίδουν και οδηγούν τον καφέ στο
πάτωμα. Δεν αντιδρά. Χωρίς να τα μαζέψει, εγκαταλείπει την
κουζίνα και χώνεται στο μπάνιο. Βγάζει τα ρούχα του και ρυθμίζει την θερμοκρασία του νερού, το οποίο κυλά πάνω του καλύπτοντας κάθε εκατοστό του. Ανακουφίζεται χωρίς όμως να αλλάζει τίποτα στη διάθεση του. Βγαίνει από το ντουζ. Αντικρίζει το πρόσωπο του στον καθρέφτη. Αξύριστος για μέρες.
Κλείνει τα μάτια για να μην αντικρίζει την μορφή του. Μια
εικόνα του παρελθόντος τον επισκέπτεται. Ντυμένος όμορφα,
ξυρισμένος, χαμογελαστός αποχαιρετά τη μητέρα του. «Θα τα
πούμε μετά μαμά. Σ’ αγαπάω.»
Ανοίγει ξανά τα μάτια και σαν να έχει απέναντι του κάποιον
ξένο τον χαιρετά. «Καλημέρα σας κύριε.»
Αντιλαμβάνεται πως η ώρα έχει περάσει και αποφασίζει να
κινηθεί γρηγορότερα. Βγαίνει από το μπάνιο, ανοίγει τα
παραθυρόφυλλα του δωματίου για να δει αν ο καιρός απαιτεί μέτρα προστασίας. Μια γλυκιά συννεφιά τον καλημερίζει.
Ντύνεται γρήγορα και βγαίνει από το σπίτι. Η έντονή του
επιθυμία να περάσει το υπόλοιπο της μέρας κλεισμένος στο
καταφύγιο του, εγκαταλείφθηκε γρήγορα, καθώς οι επαγγελματικές
του υποχρεώσεις δεν του δίνουν αυτή την επιλογή.
Η μυρωδιά του καφέ από το κοντινό μαγαζί και η επιθυμία του να γευτεί μία τουλάχιστον γουλιά, τον οδηγεί στην πόρτα του.
Παραγγέλνει τον καφέ και όσο τον περιμένει, του αποσπά την
προσοχή ένα μικρό κάδρο που φιλοξενεί μέσα του ένα κείμενο.
“Πήδηξαν στο ποτάμι οι στιγμές και άφησαν πίσω ένα άδειο
κουφάρι. Όλα αλλάζουν, όλοι αλλάζουν. Για όσους όμως πιστεύουν, όλα μένουν ίδια. Όλα μένουν εδώ.”
Η γλυκιά φωνή της ιδιοκτήτριας του καφέ τον κάνει να γυρίσει το βλέμμα του σε αυτήν.