2096, Στο Κατώφλι της Ιστορίας
Στρούβαλη Στέλλα
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Το σκοτάδι έχει σκεπάσει τα πάντα. Πόλεμος έχει ξεσπάσει ανάμεσα στις φυλές που έχουν σκορπίσει στα πέρατα της Γης. Μάχες σε κάθε γωνιά του κόσμου, άσβεστο μίσος χωρίς άλλη δικαιολογία παρά μόνο την επιβίωση. Το αρχέγονο ένστικτο χρησιμοποιείται σαν ασπίδα για να μπορεί ο κάθε πολεμιστής να κοιμάται ήσυχος τη νύχτα, έχοντας διαπράξει κάθε είδους
βιαιότητα. Το βλέμμα όλων έχει πάψει να ακτινοβολεί φως. Σύννεφα μόνο φωλιάζουν στην ίριδα, τρόμος κι απελπισία, ψυχρότητα κι οργή. Όλοι τρέχουν και κρύβονται σε σπηλιές, σε ανήλιαγα μέρη γεμάτα υγρασία, καθώς κανείς δεν μπορεί να αντικρίσει κατάματα τον ήλιο και τη γυμνή αλήθεια που αποκαλύπτει αναίσχυντα κάθε που χαράζει.
Η μυρωδιά του θανάτου διαχέεται στην ατμόσφαιρα απλόχερα ενώ αίμα έχει βάψει κάθε σπιθαμή αυτού εδώ του χώματος. Η σιωπή βιάζεται κάπου κάπου από φωνές και κλάματα, από κραυγές πόνου και λυγμούς ανείπωτης
θλίψης. Το θέαμα σε κάνει να χάνεις το μυαλό σου, η λογική σε εγκαταλείπει. Ο μόνος τρόπος για να σωθείς από αυτή την κόλαση είναι να γίνεις κι εσύ ένας από αυτούς, ένα από τα ανθρωπόμορφα κτήνη που σκοτώνουν χωρίς αιτία, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς αιδώ.
Τα παιδιά...ποια παιδιά; Εδώ τα παιδιά σβήνουν νωρίς, πεθαίνουν, ξεψυχούν, ενώ τη θέση τους παίρνουν νέα κτήνη, νέοι υπάνθρωποι, νέοι δολοφόνοι, νέα πιόνια στη μεγάλη σκακιέρα του θανάτου, αναλώσιμα, έτοιμα να θυσιαστούν για έναν αγώνα που κανείς δεν θυμάται πια.
Κι αν παρ’ ελπίδα κάποιο παιδί αναρωτηθεί για ποιον λόγο συμβαίνουν όλα αυτά, τότε θα πάρει αποστομωτικές απαντήσεις. Δεν θα κατανοήσει φυσικά πλήρως αυτές τις δικαιολογίες, μα θα σταθούν αρκετές να του εμφυσήσουν
τέτοια οργή, ώστε να χιμήξει κι αυτό στη μάχη χωρίς ηθικούς φραγμούς.
Κι ενώ όλα αυτά συμβαίνουν σε ολόκληρο τον πλανήτη, κάπου ένα μικρό παιδί καταφέρνει να βγει έξω από την σπηλιά και μαγεύεται από την ανατολή του ηλίου.
Πρώτη φορά βλέπει τόσο υπέροχα χρώματα να πλημμυρίζουν τον ουρανό και μεθά από την ομορφιά, τόσο ώστε να ξεχάσει για μια στιγμή τον πόλεμο και την ωμότητα. Αυτές τις στιγμές τίποτε δεν φαντάζει τόσο σημαντικό που να δικαιολογεί τέτοια απάνθρωπη συμπεριφορά. Το παιδί, μαγεμένο μα συνάμα νιώθοντας την αδικία να το πνίγει, δεν μπορεί πια να συγκρατήσει τα δάκρυά του. «Γιατί;» αρχίζει να φωνάζει τόσο δυνατά που η φωνή του αντηχεί μακριά, ταξιδεύει σαν μυτερή λόγχη, έτοιμη να αφοπλίσει όποιον βρεθεί στο διάβα της.
-«Έλα μέσα γρήγορα», ένα χέρι τον τραβά άγρια πίσω
στην σπηλιά. «Τρελάθηκες;»
-«Μα πατέρα. Δες έξω πόσο όμορφα είναι, δεν έχω
ξαναδεί τόσο έντονα χρώματα. Γιατί εμείς να μένουμε στο
σκοτάδι ενώ τριγύρω μας υπάρχει τόση ομορφιά;»
-«Μα είμαστε σε πόλεμο, δεν καταλαβαίνεις;»
-«Γιατί πολεμάμε, πατέρα;»
-«Γιατί πρέπει να επιβιώσουμε.»
-«Όλοι μας, έτσι δεν είναι;»
-«Δεν μπορείς να καταλάβεις, παιδί μου, είσαι πολύ
μικρός. Οι άλλες φυλές μας αδίκησαν, μας έχουν κάνει
κακό. Πρέπει να αντιδράσουμε, δεν υπάρχει άλλος
δρόμος.»
-«Κάνοντας κι εμείς κακό;»
-«Δεν είναι κακό αυτό που κάνουμε, είναι δίκαιο.»
-«Μα γι' αυτούς θα είναι κακό. Και μετά θα
αντιδράσουν κι εκείνοι, γιατί θα το θεωρήσουν δίκαιο και
πάλι από την αρχή.»
-«Σταμάτα, δεν ξέρεις τι λες. Οι πρόγονοί μας το
έλεγαν ξεκάθαρα, το σκοτάδι θα βασιλεύει παντού μέχρι
να νικηθούν όλοι οι εχθροί. Τότε και μόνο τότε θα
πλημμυρίσει τον κόσμο το φως μιας χρυσής αυγής.»
-«Μα πατέρα, έξω η αυγή έχει πλημμυρίσει ήδη και
είναι υπέροχη. Εσύ δεν θες να δεις τον Ήλιο; Τα χρώματα;
Είναι σαν τον Παράδεισο.»
-«Σώπασε, πήγαινε μέσα και μη μιλήσεις πουθενά γι'
αυτές τις ανοησίες, τ' ακούς; Πήγαινε τώρα.»
-«Μα...»
-«Μέσα, είπα, γρήγορα!»
...Κι έτσι το μικρό παιδί χώθηκε πάλι στην σκοτεινή σπηλιά και σιγά σιγά έμαθε να ξεχνά τις όμορφες εικόνες που τον είχαν μαγέψει εκείνο το πρωινό...Κι άλλα παιδιά που κατάφεραν να παρακολουθήσουν μια μαγευτική
ανατολή ή ένα πανέμορφο ηλιοβασίλεμα πείστηκαν πως η αλήθεια και η ζωή βρίσκεται στις σκοτεινές σπηλιές, στον φόβο και το μίσος...