Η Απαγόρευση
Μπαλζάκ Ονορέ Ντε - Balzac Ono
Bookstars Εκδόσεις - Free Publishing


Το 1828, γύρω στη μία τη νύχτα, δύο πρόσωπα
έβγαιναν από ένα μέγαρο της οδού Φωμπούρ-Σεν-Ονορέ,
κοντά στο Ελυζέ-Μπουρμπόν. Ο ένας, διάσημος γιατρός,
ο Οράς Μπιανσόν· ο άλλος, ένας από τους πιο εκλεπτυ-
σμένους άνδρες του Παρισιού, ο βαρόνος ντε Ραστινιάκ·
οι δυο τους φίλοι από καιρό. Ο καθένας τους είχε διώξει
την άμαξά του και ολόγυρα δεν φαινόταν καμία, όμως η
νύχτα ήταν όμορφη και το λιθόστρωτο στεγνό.
«Ας περπατήσουμε μέχρι τη λεωφόρο» είπε ο Εζέν
ντε Ραστινιάκ στον Μπιανσόν. «Μπορείς να πάρεις μια
άμαξα από το Σερκλ, εκεί βρίσκεις όλη τη νύχτα, και να με
συνοδεύσεις μέχρι το σπίτι μου».
«Ευχαρίστως».
«Λοιπόν, αγαπητέ μου, τι λες;»
«Για κείνη τη γυναίκα;» απάντησε ψυχρά ο γιατρός.
«Αυτός είναι ο Μπιανσόν μου!» αναφώνησε ο Ρα-
στινιάκ.
«Τι;»
«Μα αγαπητέ μου, μιλάς για τη μαρκησία ντ’Εσπάρ
σαν να είναι ασθενής που πρέπει να εισαχθεί στο νοσοκο-
μείο σου».
«Θέλεις να μάθεις τι νομίζω, Εζέν; Αν αφήσεις την
κυρία ντε Νυσενζέν γι’ αυτή τη μαρκησία, θα είναι σαν να
ανταλλάσσεις το μονόφθαλμο άλογό σου με ένα τυφλό».
«Η κυρία ντε Νυσενζέν είναι τριανταέξι ετών, Μπιαν-
σόν».
«Κι ετούτη είναι τριαντατριών» απάντησε έντονα ο
γιατρός.
«Ακόμη και οι σκληρότερες αντίζηλες λένε πως δεν
είναι παραπάνω από εικοσιέξι».
«Αγαπητέ μου, όταv θελήσεις να μάθεις την ηλικία
μιας γυναίκας, κοίταξε τους κροτάφους της και την άκρη
της μύτης της. Όσο κι αν τα καταφέρνουν οι γυναίκες με
τα καλλυντικά τους, βρίσκονται ανήμπορες μπροστά σ’αυ-
τούς τους αδιάφθορους μάρτυρες της ταραχής τους. Εκεί,
κάθε ένα από τα χρόνια τους έχει αφήσει το στίγμα του.
Όταν οι κρόταφοι μιας γυναίκας χαλαρώνουν, σβήνουν,
χάνουν με κάποιο τρόπο τη ζωντάνια τους· όταν στην
άκρη της μύτης υπάρχουν αυτά τα μικρά στίγματα που
μοιάζουν με τα αμυδρά μαύρα ψήγματα που ρίχνουν σαν
βροχή οι καμινάδες στο Λονδίνο καίγοντας τον ορυκτό
άνθρακα, τότε, με όλο το σεβασμό, η γυναίκα έχει περάσει
τα τριάντα! Θα είναι όμορφη, θα είναι πνευματώδης, θα
είναι τρυφερή, θα είναι όλα όσα θελήσεις· μόνο που θα
πλησιάζει την ωριμότητα. Δεν κατακρίνω όσους αρέσκο-
νται σε τέτοιου είδους γυναίκες· μόνο που ένας άνδρας
τόσο διαπρεπής όσο εσύ, δεν θα πρέπει να μπερδεύει ένα
κίτρινο μήλο του Φλεβάρη, με ένα μικρό κόκκινο μήλο
που κρέμεται από το κλαδί του και χαμογελά, επιζητώ-
ντας τη δαγκωνιά. Ο έρωτας ποτέ δεν θα συμβουλευτεί τη
ληξιαρχική πράξη γέννησης· κανείς δεν αγαπά μια γυναίκα
επειδή έχει τη μία ή την άλλη ηλικία, επειδή είναι όμορφη
ή άσχημη, χαζή ή εύστροφη: αγαπάμε επειδή αγαπάμε».
«Ε, λοιπόν, εγώ την αγαπώ για αρκετά διαφορετικούς
λόγους. Είναι μια μαρκησία ντ’ Εσπάρ, είναι γεννημένη
στο Μπλαμόν-Σωβρύ, είναι κομψή, έχει ψυχή, έχει πόδι
εξίσου όμορφο με της δούκισσας ντε Μπερύ, μάλλον έχει
εκατό χιλιάδες λίρες εισόδημα και ίσως κάποια μέρα την
παντρευτώ! Τέλος, θα μου δώσει τέτοια κοινωνική θέση,
ώστε να μπορέσω να πληρώσω τα χρέη μου».
«Νόμιζα πως είσαι πλούσιος» είπε ο Μπιανσόν δια-
κόπτοντας το Ραστινιάκ.
«Μπα! Έχω είκοσι χιλιάδες εισόδημα, ακριβώς όσα
χρειάζονται για να συντηρώ ένα ιπποστάσιο. Αναμίχθηκα,
αγαπητέ μου, σ’ αυτή την υπόθεση του κυρίου Νυσενζέν.
Κάποια στιγμή θα σου τα διηγηθώ όλα3. Πάντρεψα τις
αδελφές μου, αυτό είναι το αληθινό μου κέρδος από την
τελευταία φορά που ειδωθήκαμε, και προτιμώ να τις έχω
αποκατεστημένες από το να διαθέτω εκατό χιλάδες σκού-
δα εισόδημα. Και τώρα τι θέλεις να κάνω; Έχω φιλοδο-
ξίες. Πού θα με οδηγήσει η κυρία ντε Νυσενζέν; Ακόμη
ένα χρόνο και θα καταντήσω μηδενικό, ένας βολεμένος,
σαν παντρεμένος. Έχω όλες τις έγνοιες του έγγαμου αλλά
και του εργένικου βίου, χωρίς να απολαμβάνω τα προνό-
μια ούτε του ενός ούτε του άλλου τρόπου ζωής, κι αυτή
είναι μια πλάνη στην οποία υποκύπτουν όλοι εκείνοι που
κρέμονται για πολύ από την ίδια φούστα».
«Και λοιπόν, πιστεύεις ότι εδώ θα ξετρυπώσεις το
λαγό;» είπε ο Μπιανσόν. «Υπάρχει κάτι που δεν μου αρέ-
σει καθόλου σ’ αυτή τη γυναίκα».
«Οι φιλελεύθερες απόψεις σου θολώνουν την κρί-
ση σου. Αν η κυρία ντ’ Εσπάρ ήταν μια κυρία Ραμπουρ-
ντέν...»
«Άκουσε, αγαπητέ μου, είτε ευγενής είτε αστή πάντα
θα είναι άσπλαχνη, η προσωποποίηση του εγωισμού. Πί-
στεψέ με, οι γιατροί είναι συνηθισμένοι να κρίνουν πρό-
σωπα και πράγματα· οι πιο ικανοί από εμάς θεραπεύουν
την ψυχή θεραπεύοντας το σώμα. Παρά το όμορφο αυτό
ιδιαίτερο δωμάτιο όπου περάσαμε τη βραδιά, παρά τα
πλούτη αυτού του μεγάρου, είναι πιθανό η κυρία μαρκη-
σία να χρωστά».
«Τι σε κάνει να ισχυρίζεσαι κάτι τέτοιο;»
«Δεν ισχυρίζομαι· υποθέτω. Μιλούσε για την ψυχή
της, όπως ο μακαρίτης ο Λουδοβίκος ΧVIII μιλούσε για
την καρδιά του. Άκουσέ με! Αυτή η εύθραυστη γυναίκα
με τη λευκή επιδερμίδα και τα καστανά μαλλιά που παρα-
πονιέται για το τίποτα, να ξέρεις, διαθέτει ατσάλινη υγεία,
λυκίσια πείνα, τιγρίσια δύναμη και δειλία. Ποτέ, ούτε η
γάζα, ούτε το μετάξι ούτε η μουσελίνα δεν έχουν τυλιχτεί
τόσο επιδέξια γύρω από ένα ψέμα! Ορίστε».
«Με τρομάζεις, Μπιανσόν! Δηλαδή έχεις καινούρια
στοιχεία από την εποχή που ζούσαμε στο Πανδοχείο Βω-
κέ;»
«Ναι, από τότε, αγαπητέ μου, έχω δει πολλές μα-
ριονέτες, κούκλες και ανδρείκελα! Γνωρίζω λίγο από τα
ήθη αυτών των όμορφων γυναικών των οποίων εσείς πε-
ριποιείστε το κορμί και ό,τι πιο πολύτιμο διαθέτουν, το
παιδί, όταν το αγαπούν, ή το λατρεμένο τους πρόσωπο.
Περνάτε νύχτες ολόκληρες πάνω απ’ το προσκεφάλι τους,
κάνετε οτιδήποτε προκειμένου να αποφύγουν την παρα-
μικρή αλλοίωση της ομορφιάς τους, οπουδήποτε· τα κα-
ταφέρνετε, κρατάτε το μυστικό τους σαν να είστε νεκρός,
σας ζητούν να ξαναβρείτε τη μνήμη σας και τη βρίσκουν
ακριβή. Ποιος τις έσωσε; Η φύση! Αντί να σας υμνούν,
σας κακολογούν, φοβούμενες μήπως γίνετε επιθυμητός
στις καλές τους φίλες. Αγαπητέ μου, αυτές τις γυναίκες
για τις οποίες εσείς λέτε: “Είναι ένας άγγελος!” εγώ τις
έχω δει γυμνές από την προσποίηση που καλύπτει την
ψυχή τους και από τα υφάσματα που καλύπτουν τις ατέ-
λειές τους, χωρίς επιτήδευση και χωρίς κορσέ: δεν είναι
όμορφες. Στο ξεκίνημά μας συναντήσαμε πολλά χαλίκια
και πολλές βρωμιές κάτω από την επιφάνεια του κόσμου,
όταν βρεθήκαμε ναυαγοί πάνω στο βράχο του Πανδο-
χείου Βωκέ· όσα είδαμε εκεί, δεν ήταν τίποτα. Από τότε
που επισκέπτομαι την υψηλή κοινωνία, έχω συναντήσει
τερατωδίες ντυμένες στα σατέν, Μισονώ με λευκά γάντια,
Πουαρέ με παράσημα, ευγενείς που ασκούν την τοκογλυ-
φία καλύτερα κι από τον γέρο-Γκομπσέκ! Και από ανθρώ-
πινη ντροπή, όταν θέλησα να δώσω μια γροθιά στην Αρε-
τή, τη βρήκα να τρέμει σε μια σοφίτα, κυνηγημένη από
τη συκοφαντία, να ζει στην ανέχεια με χίλια πεντακόσια
φράγκα εισόδημα και να τη θεωρούν τρελή, ιδιόρρυθμη
ή ανόητη. Τελικά, αγαπητέ μου, η μαρκησία είναι μια δη-
μοφιλής γυναίκα κι εγώ νιώθω μια ιδιαίτερη απέχθεια γι’
αυτού του είδους τις γυναίκες. Και θέλεις να μάθεις γιατί;
Μια γυναίκα με μεγάλη ψυχή, με αγνές προθέσεις, με γα-
λήνιο πνεύμα, με πλούσια συναισθήματα, που κάνει μια
απλή ζωή, δεν έχει καμία πιθανότητα να είναι δημοφιλής.
Συμπέρασμα! Μια γυναίκα με δημοτικότητα και ένας άν-
δρας με εξουσία έχουν ομοιότητες· αλλά με τη διαφορά
ότι οι ιδιότητες που κάνουν έναν άνδρα ανώτερο από τους
άλλους, του προσδίδουν σπουδαιότητα, ενώ οι ιδιότητες
που κάνουν μια γυναίκα να χτίσει την αυτοκρατορία της
μέσα σε μια μέρα, είναι τρομακτικές αδυναμίες: προσποι-
είται για να κρύψει τον χαρακτήρα της και οφείλει, προ-
κειμένου να ζήσει την κοσμική ζωή, να διαθέτει ατσάλινη
υγεία κάτω από μια εύθραυστη εμφάνιση. Με τη ιδιότητα
του γιατρού γνωρίζω ότι η καλοσύνη του στομαχιού απο-
κλείει την καλοσύνη της καρδιάς. Η κοσμική κυρία σου
δεν νιώθει τίποτα, η μανία της για απολαύσεις οφείλεται
σε μια επιθυμία να ζεστάνει την ψυχρή της φύση, επιδιώ-
κει τις συγκινήσεις και τις χαρές όπως ένας γέρος που στη-
ρίζεται στην κουπαστή για να μπει στην Όπερα. Αφού το
μυαλό της είναι πιο ισχυρό από την καρδιά της, θυσιάζει
στο βωμό της νίκης τα αληθινά πάθη και τις φιλίες, όπως
ένας στρατηγός στέλνει στο μέτωπο τους πιο πιστούς του
υπολοχαγούς προκειμένου να κερδίσει μια μάχη. Η κο-
σμική κυρία δεν είναι πια γυναίκα: δεν είναι ούτε μητέρα,
ούτε σύζυγος, ούτε ερωμένη· έχει το φύλο της στο μυαλό,
ιατρικά μιλώντας. Ακόμη, η μαρκησία σου έχει όλα τα συ-
μπτώματα της τερατουργίας, έχει το ράμφος αρπακτικού,
διάφανο και ψυχρό βλέμμα, απαλή φωνή· είναι γυαλισμέ-
νη σαν το ατσάλι της μηχανής, προκαλεί τα πάντα εκτός
από το συναίσθημα».