Περιγραφή
Εκείνη την ώρα τριγύριζε ο Δράκος κοντά μας, και με χαρά άγρια και δαιμονική γάντζωνε, όλο γάντζωνε κ’ έπαιρνε μέσα στην καταχνιά πολλούς επιβάτες από μέσ’ από τη φουρτουνιασμένη τη λίμνη. Και κει που παρακαλούσε την Παναγιά η καλή μου, πέφτει ο γάντζος απάνω σταγόρι, και το παίρνει από την αγκαλιά της και χάθηκε τ’ αγοράκι μέσα στην καταχνιά. Κ’ έμεινε η καλή μου δίχως παιδί, και μυρολογούσε. Κ’ ήταν τέτοια μυρολόγια γεμάτος ο αέρας τριγύρω. Και κει που μυρολογούσε, περνάει από κοντά μας μια γλίγωρη βάρκα, μ’ έν’ άγριο άνθρωπο μέσα της ολομόναχο. Και καθώς περνούσε, σκύβει ο άγριος άνθρωπος και παίρνει την ακριβή μου και χάνετ’ από μπρος μου σαν αστραπή. Και μένω μοναχός μου στην έρμη τη βάρκα, έτοιμη τώρα να βυθιστή. Και παρά να βυθιστώ και γω, πηδώ απάνω στα κύματα, κι αρχίζω απελπισμένος να κολυμπώ.