Περιγραφή
[…]— Άι, φέρ’ το ντέφι, αρή Διαβολόσπιθα, είπε προς την κόρην, επιμένων ν’ αποκαλή αυτήν εν τη μέθη του δια του παρωνυμίου τούτου.
Η κόρη δεν αντέστη? αι δύο βίαιαι δόσεις του οίνου είχον αρκούντως συνταράξη το λογικόν αυτής.
Κρατούσα το ντέφι ανά χείρας ήρχισε προς τους ήχους τού οξυαύλου να ρυθμίζη βήματα και κινήσεις πλήρεις αρρήτου χάριτος, απιστεύτου ευλυγισίας. Εφ’ όσον γοργοί επέτων οι φθόγγοι από τας οπάς του ξύλου, γοργοί εκτύπων οι πόδες αυτής την γην και οι δάκτυλοι γοργοί ετυμπάνιζον το τεντωμένον δέρμα. Και επρόβαινε και ωπισθοχώρει και περιεστρέφετο με θάμβουσαν ταχύτητα και ανεκίνει περί αυτήν και επάνω από την κεφαλήν και οπίσω και έρριπτεν υψηλά και ήρπαζε και εκύλιε κατά γης και ανελάμβανε πάλιν και πάντοτε συμφώνως προς τον ρυθμόν το τρεμοκωδωνίζον ντέφι.
Όταν δε τους σπινθηρίζοντας φθόγγους διεδέχετο παρατεταμένη, εξηντλημένη φωνή, ως λιποψυχία, ως τελευταίος προς την ζωήν χαιρετισμός, η γόησσα ίστατο αίφνης και με τρομώδη παλμόν φέρουσα το ντέφι δι’ αμφοτέρων των χειρών εις τον αέρα, έκαμπτε ένθεν και ένθεν το λυγηρόν σώμα, τόσον ώστε οι τεταμένοι βραχίονες ήγγιζαν την γην, και έκλινε κατόπιν προς τα οπίσω, προτείνουσα τα στέρνα, κλείουσα ηδυπαθώς τους οφθαλμούς, διαστέλλουσα ως από δίψαν φιλημάτων τα χείλη.[…]
Στο «Βοτάνι της Αγάπης» ο Δροσίνης περιγράφει έναν έρωτα γεμάτο πάθος. Μία αγάπη έρμαιο δεισιδαιμονιών και προκαταλήψεων, που ξεφεύγοντας από τα όρια της λογικής αναπόφευκτα καταλήγει στην καταστροφή.