Συνέβη κάποτε.
Πολύ παλιά, αλλά οπωσδήποτε συνέβη.
Υπάρχει αυτό που λέμε προηγούμενο.
Οι Μυκηναίοι τότε εθίγησαν πολύ.
Κι όσο να πεις, το δίκιο τους απέραντο.
Βασίλισσα και να κλαπεί;
Έτσι τουλάχιστον διέρρευσε. Έκλεψαν λέει την Ελένη.
- Άκουσον! Άκουσον! Έκλεψαν την Ελένη! -
Α, φυσικά, το δίκιο τους απέραντο. Τιμή είναι αυτή, υπόληψη.
Οι σύμμαχοι; Ούτε λόγος. Εθίγησαν κι αυτοί.
Είθισται οι σύμμαχοι κι αυτοί βαριά να θίγονται. Αλλιώς
τι διάβολο σύμμαχοι είναι;
Τέτοια χαρά από ευθιξία πάντως, πρώτη φορά αντικρίσαμε.
Τέτοια μεγάλη εγρήγορση …
Για πότε αρμάτωσαν τον στόλο, για πότε ήρθε ο Κάλχας,
για πότε ο βασιλιάς την κόρη του ξεπάτωσε,
ούτε που πήραμε είδηση.
Τάχιστοι αυτοί οι Αχαιοί!
Κι όσο γι’ αυτά που ακούστηκαν απ’ τους αναίσθητους εμάς,
τους πονηρούς Θιακήσιους,
πως η κλοπή συνέπεσε με τη χρεοκοπία στις Μυκήνες,
γιατί τόσο τους πείραξε;
Συνέπεσε είπαμε. Υπάρχουν και συμπτώσεις.
Δεν καταλάβαμε. Πού ήταν το κακό;
Αυτοπροσώπως ήρθε τότε στην Ιθάκη ο Αγαμέμνων
με τον προσβεβλημένο σύζυγο.
Η τόση καταδεκτικότητα – δεν ήταν όποιοι κι όποιοι –
σχεδόν μας άφησε άφωνους.
Η εκ βαθέων θλίψη τους, η ιερή αγανάκτηση,
γέμισαν ενοχές εμάς τους μαλθακούς πως δεν θλιβόμαστε αρκετά,
πως δεν αγανακτούμε.
Μεταπολεμικά βεβαίως η Ελένη ξανάγινε βασίλισσα.
Κάποιους συγκλόνισε η μεγαλοψυχία αυτή
πιο πολύ κι απ’ τη σφαγή της Ιφιγένειας.
Μα άλλοι εξεμάνησαν. Μιλούσαν για δειλία,
γι’ ασέλγεια στους νεκρούς.
Υπερβολές αμφότερα. Μπορεί και όχι. Τι σημασία έχει;
Αυτά είναι δευτερεύοντα, δουλειές ιστορικών.
Το καίριο για την ώρα στάθηκ’ ένα.
Που οι αρχηγοί εκάναν το καθήκον τους.
Που φρόντισαν να προσβληθούν την πρέπουσα στιγμή.
Αστεία – αστεία, έφτασε τότε ο Αγαμέμνων
μ’ εφτά καράβια διαταγές, για πόλεμο, λέει, στην Τροία.
Ιδέα όμως κι αυτή! - Μα τόσο ατάλαντος λοιπόν; -
Δε συζητιέται, τόπαμε, η προσβολή μεγάλη.
Αλλά για πόλεμο διαταγές μέσ’ στο Ιόνιο Πέλαγος;
Κι από τους Μυκηναίους;
Είναι πια θέμα αισθητικής.
Δε μ’ ένοιαξε που έφυγες.
Μισούσα και σένα και τον Μενέλαο
και την ξεμυαλισμένη αυτή.
Μα πιο πολύ εκείνη τη μικρή Ιφιγένεια.
Ας τόσκαγε, ας παντρεύονταν, ας σφάζονταν αλλού επιτέλους,
γι’ άλλους καημούς, γι’ άλλα καράβια.
Δεν ήξερα τότε, δεν φαντάζομουν,
πως τίποτα απ’ αυτά αιτία δε στάθηκε.
Ούτε τα μάτια της Ελένης, ούτε η τιμή των Αχαιών
ή το σαϊτεμένο της Αρτέμιδος ελάφι,
ούτε, προπάντων, η νεκρή Ιφιγένεια.
Θεά καμιά δεν σ’ άρπαζε μακριά μου, χρέος κανένα.
Μόνο λογιστικά κατάστιχα ανδρών επιφανών
και παιδοκτόνων.