Τα Χρονικά και η ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Οι Ρωμαίοι θεωρούσαν ότι η Αυτοκρατορία τους εκτεινόταν ουσιαστικά σε ολόκληρη την ‘Οικουμένη’ και γι αυτό αποκαλούσαν και με αυτή την ονομασία τις κτήσεις τους. Στα Χρονικά για παράδειγμα γίνεται αναφορά στο βαρύτατο φορτίο του Κλαύδιου για τη διακυβέρνηση όλου του κόσμου (14.5.3). Και ο Ρωμαίος στρατηγός Καισέννιος Παίτος, γράφοντας στο βασιλέα των Πάρθων Βολόγαισο, αναφέρει ότι οι Ρωμαίοι είχαν στη διάθεσή τους ολόκληρη την οικουμένη για να τροφοδοτούν τις πολεμικές τους επιχειρήσεις (15.13.3). Αυτή τους η αξίωση δεν ήταν τόσο υπερβολική όσο φαίνεται ίσως στο σύγχρονο αναγνώστη. Πέρα από τα όρια του τότε γνωστού κόσμου, την εποχή εκείνη ολόκληρος ο παγκόσμιος πληθυσμός δεν υπερέβαινε κατά εκτιμήσεις τα εκατόν εβδομήντα εκατομμύρια, από τα οποία τα εβδομήντα ανήκαν στη ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αυτό υποδεικνύει εξ άλλου και τον πρωταγωνιστικό ρόλο της ευρύτερης μεσογειακής λεκάνης στην ανθρωπότητα της εποχής.
Από μια γεωγραφική αναφορά των Χρονικών για τα σύνορα της Αυτοκρατορίας προσπαθούν οι ιστορικοί να ανακαλύψουν περισσότερο συγκεκριμένα ποια εποχή συνέγραψε ο Τάκιτος το έργο. Ο όρος ‘Ερυθρά Θάλασσα’ δηλώνει στα λατινικά είτε την Ερυθρά θάλασσα (ανάμεσα στην Αραβική χερσόνησο και την Αφρική), είτε τον Περσικό κόλπο (ανάμεσα στην αραβική χερσόνησο και την Περσία). Ο Τάκιτος τον αναφέρει στο 2.61.2, κατά την περιήγηση του δημοφιλούς ανηψιού του Τιβέριου, Γερμανικού, στην Αίγυπτο (19 μ.Χ.), επισημαίνοντας ότι τα σύνορα της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έφταναν τότε μέχρι τη Συήνη (σημερινό Ασσουάν) και προσθέτοντας ότι την εποχή που ο ίδιος έγραφε (στις αρχές του Β΄ μ.Χ. αι.) η Αυτοκρατορία ανοιγόταν πλέον στην Ερυθρά θάλασσα.
Έτσι από αυτό το σημείο οι ιστορικοί προσπαθούν να περιορίσουν το χρονικό εύρος της συγγραφής των Χρονικών. Κάποιοι θεωρούν ότι η αναφορά γίνεται στον Περσικό κόλπο, οπότε το σημείο αυτό γράφηκε μεταξύ 114 και 117 μ.Χ., όταν ο ορμητικός Τραϊανός στην τελευταία από τις μεγάλες κατακτήσεις του έφερε πρόσκαιρα τα σύνορα της Αυτοκρατορίας εκεί, πριν τον προλάβει ο θάνατος και ο συνετότερος διάδοχός του Αδριανός επαναφέρει τα σύνορα στον Ευφράτη. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι αναφέρεται στη σημερινή Ερυθρά θάλασσα, οπότε υποστηρίζουν ότι το σημείο γράφτηκε απλώς μετά το 106 μ.Χ., όταν ο Τραϊανός, προσάρτησε στην Αυτοκρατορία το βασίλειο των Ναβαταίων στην Πετραία Αραβία και την πρόσβασή του στην Ερυθρά θάλασσα. Ωστόσο υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή, καθώς οι ακτές της Αιγύπτου στην Ερυθρά θάλασσα είχαν πιθανώς προσαρτηθεί πολύ παλαιότερα, επί Κλαυδίου (41-54 μ.Χ.), οπότε η όλη συζήτηση σε αυτή την περίπτωση καθίσταται μάταιη.
Η γεωγραφική έκταση της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς και οι στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις της την εποχή του Τιβέριου, αποτελεί αντικείμενο του Τάκιτου στα 4.4.3 – 4.5.4. Τότε λαμβάνει αφορμή από μια σχετική ομιλία του Αυτοκράτορα στη Σύγκλητο στα 23 μ.Χ. για να καταδείξει πόσο πιο περιορισμένη ήταν τότε η Αυτοκρατορία σε σχέση με την εποχή των Χρονικών, στις αρχές του Β΄ μ.Χ. αι. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι ήδη πριν από την αρχή της εποχής των Χρονικών η ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε επεκταθεί σημαντικά σε σχέση με την εποχή της Δημοκρατίας, χάρη στις κατακτήσεις του Αυγούστου. Στην Ανατολή εκείνος είχε προσθέσει την πλούσια Αίγυπτο (που θα συνεισέφερε ζωτικά στον επισιτισμό της πόλης της Ρώμης και στις φορολογικές προσόδους), στη Δύση είχε ολοκληρώσει τη (μακραίωνη) κατάκτηση της Ισπανίας και στο βορρά είχε φέρει τα σύνορα απ’ άκρη σε άκρη του Δούναβη, τις πηγές του οποίου ανακάλυψε σε μια εκστρατεία του, στρατηγός τότε, ο Τιβέριος.
Την εποχή λοιπόν του τελευταίου ο Τάκιτος περιγράφει χονδρικά τις δυνάμεις και την έκταση της Αυτοκρατορίας. Από τις ναυτικές δυνάμεις αναφέρει τους στόλους του Μισηνού, της Ραβέννας (στην Ιταλία, τους κυριότερους της Αυτοκρατορίας) και του Φοροϊούλιου (στη νότιο Γαλατία με τα αιχμαλωτισμένα στο Άκτιο εμβολοφόρα πλοία του Αντωνίου). Στην κατάταξη των λεγεώνων αναφέρει οκτώ λεγεώνες στο Ρήνο, τρεις στην Ισπανία, δυο στην Αφρική και άλλες τόσες στην Αίγυπτο, τέσσερις στην Ανατολή, και από δυο στην Παννονία και τη Μοισία και άλλες τόσες στη Δαλματία. Ίσα περίπου σε δύναμη με τα κύρια αυτά στρατεύματα ήταν τα βοηθητικά, που αποτελούνταν από 'συμμαχικές' (υποτελείς) δυνάμεις, τριήρεις, ιππικό και κοόρτεις, και ανάλογα με τις ανάγκες αυξομειώνονταν ή μετακινούνταν. Ξεχωριστή αναφορά κάνει ο Τάκιτος στις δυνάμεις φύλαξης της πόλης της Ρώμης, τρεις ‘αστυνομικές’ κοόρτεις και εννέα πραιτοριανές. Αναφέρει επίσης τα υποτελή βασίλεια, τη Μαυριτανία στη ΒΔ Αφρική, την Ιβηρία, την Αλβανία και ΄τα άλλα βασίλεια΄ στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου, και τη Θράκη.
Δυστυχώς ο Τάκιτος δεν κάνει λεπτομερή σύγκριση με τα όρια της δικής του εποχής στις αρχές του Β΄ μ.Χ. αι. (αυτό το αφήνει απλώς στο καλλιεργημένο κοινό του, που ήταν ενήμερο), γιατί αυτό θα μας βοηθούσε να οριοθετήσουμε ακριβέστερα την εποχή της συγγραφής των Χρονικών. Πάντως γενικά από την εποχή του Τιβέριου μέχρι την εποχή του Τάκιτου η ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε επεκταθεί σημαντικά, Προς βορράν περιλάμβανε επιπλέον και τη Βρεττανία (Αγγλία και Ουαλλία), μέρος της νοτιοδυτικής Γερμανίας, όλα τα Βαλκάνια (μετά την προσάρτηση του εκτεταμένου βασιλείου της Θράκης) μέχρι το Δούναβη (αυτός μαζί με το Ρήνο αποτελούσαν ένα ουσιαστικά συνεχές σύνορο στην Ευρώπη) και πέρα από τον ποταμό αυτόν τη Δακία (μεγάλο μέρος της σημερινής Ρουμανίας). Στο νότο είχε επιπλέον ενσωματώσει τη Μαυριτανία (σημερινή βόρεια Αλγερία και Μαρόκο), ολοκληρώνοντας έτσι την κατάκτηση όλης της βόρειας Αφρικής και μετατρέποντας και τυπικά τη Μεσόγειο σε ρωμαϊκή λίμνη (ώστε δίκαια τώρα μπορούσαν να την αποκαλούν οι Ρωμαίοι ‘θάλασσά μας’, Mare Nostrum). Στην ανατολή είχε αποκτήσει πρόσβαση στην Ερυθρά θάλασσα (όπως είδαμε παραπάνω) προσαρτώντας τις ακτές της Αιγύπτου σε αυτήν και ενσωματώνοντας την Πετραία Αραβία (χονδρικά Ιορδανία και Σιναϊκή), καθώς και όλες τις περιοχές της Μ. Ασίας και της Συρίας μέχρι τον Ευφράτη (που παρέμενε πάντοτε το σύνορο με το παρθικό βασίλειο), ενώ ο Τραϊανός με τις εκστρατείες του στα 114-7 μ.Χ. (οπότε και πέθανε) την είχε φέρει πρόσκαιρα μέχρι την Κασπία Θάλασσα και τον Περσικό κόλπο, τα απώτατα όρια της επέκτασής της προς ανατολάς. Ο Τραϊανός άλλωστε και ο Κλαύδιος ήταν οι υπεύθυνοι για τις πιο εντυπωσιακές από αυτές τις προσαρτήσεις.
Πράγματι, όσον αφορά ειδικά την εποχή των Χρονικών, οι μεγαλύτερες προσαρτήσεις έγιναν επί Κλαυδίου. Ο συντηρητικός Τιβέριος που, αν και ένας από τους μεγαλύτερους Ρωμαίους στρατηγούς, προτιμούσε σταθερά τις ειρηνικές από τις πολεμικές λύσεις, ακολούθησε την οδηγία του Αυγούστου να μην επεκτείνει τα όρια του κράτους και περιορίστηκε στην ειρηνική προσάρτηση του πλούσιου υποτελούς βασιλείου της Καππαδοκίας (18 μ.Χ.). Η κατάσταση παρέμεινε σταθερή και επί Γαΐου Καλιγούλα (το κείμενο των Χρονικών για την εποχή του έχει χαθεί), που δολοφόνησε το βασιλιά της Μαυριτανίας Πτολεμαίο ξεκινώντας έτσι την ενσωμάτωσή της. Αλλά ήταν ο Κλαύδιος που επέκτεινε εκτενέστερα τα όρια της Αυτοκρατορίας σε όλη την εποχή των Χρονικών, για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό μετά τον Αύγουστο. Έθεσε υπό τη ρωμαϊκή εξουσία στην Ευρώπη το εκτεταμένο Νωρικό και τη Θράκη, καθώς και τις μικρές Πένινες ή Γραίες Άλπεις μεταξύ Ιταλίας και Γαλατίας. Στη Μ. Ασία προσάρτησε τη Λυκία και στη Μ. Ανατολή το σύνολο της Ιουδαίας. Στην Αφρική ολοκλήρωσε νικηφόρα την προσάρτηση της Μαυριτανίας (Β. Μαρόκο και Β. Αλγερία). Μεταμόρφωσε έτσι και τυπικά τη Μεσόγειο σε ρωμαϊκή λίμνη. Οι ανωτέρω προσαρτήσεις του Κλαύδιου αφορούσαν την ενσωμάτωση υποτελών βασιλείων και έγιναν ουσιαστικά ειρηνικά. Η αξιολογότερη και περιφημότερη όμως κατάκτησή του έγινε με τα όπλα και ήταν προς Βορράν, αυτή της νότιας Βρεττανίας στα 43 μ.Χ., στην εκστρατεία της οποίας συμμετείχε αυτοπροσώπως. Για τη νίκη του του δόθηκε το όνομα ‘Βρεττανικός’, αλλά το δέχθηκε μόνο για το γιο του (αυτή η τιμή ήταν κληρονομική) και ο ίδιος συνέχισε να χρησιμοποιεί το όνομα ‘Γερμανικός’, που θύμιζε τους λαοφιλείς πατέρα και αδελφό του. Ο διάδοχός του Νέρων περιορίστηκε να προσαρτήσει ειρηνικά τα υποτελή βασίλεια του Πόντου (ΒΑ Μ. Ασία) και του Κιμμερικού Βοσπόρου (στο βόρειο Εύξεινο Πόντο), καθώς και τις μικρές Kόττιες και Παραθαλάσσιες Άλπεις (ανάμεσα στην Ιταλία και τη Γαλατία).
Ο αναγνώστης μπορεί να λάβει μια γενική εικόνα της έκτασης της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στο τέλος της εποχής των Χρονικών (κατά το θάνατο του Νέρωνα) από το χάρτη στο τέλος του βιβλίου.
Οι επαρχίες της Αυτοκρατορίας μετά την άνοδο του Αυγούστου στην εξουσία διαιρέθηκαν σε συγκλητικές και αυτοκρατορικές. Οι πρώτες διοικούνταν από Συγκλητικούς πρώην πραίτορες και υπάτους που εκλέγονταν με κλήρο (sorte) και έφεραν τον τίτλο του ‘ανθυπάτου’. Οι δεύτερες από λεγάτο (‘απεσταλμένο’, αντιβασιλέα) του Αυτοκράτορα, που εκείνος τον διάλεγε από τη συγκλητική τάξη, εκτός από τους προκουράτορες μικρών επαρχιών και τον πραίφεκτο της Αιγύπτου, που ήταν Ιππείς. Σε αντίθεση γενικά με τις αυτοκρατορικές, οι συγκλητικές επαρχίες βρίσκονταν κυρίως στη Μεσόγειο θάλασσα και, καθώς ήταν μακριά από τα σύνορα και προστατευμένες από εισβολές, πολύ σπάνια αποτελούσαν έδρα λεγεώνων, αποτελώντας έτσι μικρή απειλή για την αυτοκρατορική εξουσία.
Οι συγκλητικές επαρχίες ήταν οι εξής: Ασία, Αφρική, Αχαΐα, Βαιτική (Ν. Ισπανία), Βιθυνία και Πόντος, Κρήτη και Κυρηναϊκή, Κύπρος, Μακεδονία, Ναρβωνική Γαλατία και Σικελία. Από αυτές η Αφρική (περίπου η σημερινή Τυνησία) και η Ασία (δυτική Μ. Ασία) ήταν οι σημαντικότερες και η κλήρωση για τον κυβερνήτη τους γινόταν ανάμεσα στους αρχαιότερους πρώην υπάτους.
Γεωγραφικά λάθη στα Χρονικά.
Από τα Χρονικά δεν λείπουν και κάποια γεωγραφικά λάθη, που ωστόσο είναι ελάχιστα, πολύ περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς την έλλειψη συστηματικών τοπογραφικών γνώσεων, λεπτομερειακών χαρτών ή τεχνολογικών βοηθημάτων που χαρακτήριζαν την εποχή.
Ένα από αυτά, για παράδειγμα, βρίσκεται κατά τη δραπέτευση του Βονώνη, του πρώην βασιλέα των Πάρθων και των Αρμενίων, που είχε ζητήσει καταφύγιο στη ρωμαϊκή επικράτεια και κρατούταν υπό περιορισμό στην Πομπηιούπολη (Σόλους) της Κιλικίας, στα ΝΑ μικρασιατικά παράλια. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι ο βασιλιάς ‘επιχείρησε δωροδοκώντας τους φρουρούς του να διαφύγει στους Αρμενίους. Από εκεί θα πήγαινε στους Αλβανούς και στους Ηνιόχους, και τελικά στο βασιλιά των Σκυθών, που ήταν ομόαιμός του’ (2.68.1-2, 19 μ.Χ.). Ωστόσο για να καταφύγει ο Βονώνης στη Σκυθία μέσω Αρμενίας δεν θα ήταν αναγκαίο να περάσει από την Καυκασία Αλβανία, καθώς αυτό θα σήμαινε ένα μεγάλο κύκλο. Το πέρασμα από την Αρμενία στη χώρα των Ηνιόχων θα έπρεπε να γίνει μέσω Ιβηρίας, οπότε αυτή είναι η χώρα που αναφέρεται κανονικά ο Τάκιτος, και όχι στην Αλβανία. Παρεμπιπτόντως, ο Βονώνης θα χρειαζόταν σίγουρα να παρακάμψει την Κολχίδα, που υπαγόταν στο υποτελές στους Ρωμαίους βασίλειο του Πόντου.
Επίσης ο Πάρθος ευγενής Αβδαγαίσης συμβουλεύοντας τον Τιριδάτη (που ο Τιβέριος είχε αποστείλει σαν βασιλέα των Πάρθων) να αναβάλλει μια αναμέτρηση με τον προηγούμενο βασιλέα Αρτάβανο που είχε επιστρέψει, του πρότεινε ‘να υποχωρήσουν στη Μεσοποταμία, ώστε με τον ποταμό (εννοεί τον Τίγρη) μπροστά τους (δηλ. στα ανατολικά τους) να καλέσουν τους Αρμένιους, τους Ελυμαίους και άλλα έθνη πίσω τους’ (6.44.4, 36 μ.Χ.). Ωστόσο οι Ελυμαίοι, ένας ημιανεξάρτητος λαός υπό την Παρθική επικυριαρχία, ζούσαν στα ανατολικά του Τίγρη (βόρεια του Περσικού Κόλπου, στη σημερινή ΝΔ Περσία). Έτσι, εάν ο Τιριδάτης οχυρωνόταν δυτικά του Τίγρη, δεν θα τους είχε πίσω του, αλλά μπροστά του.
Στα 60 μ.Χ., εν μέσω του μεγάλου ρωμαιοπαρθικού πολέμου για την Αρμενία, οι Υρκανοί που είχαν αποστατήσει από τους Πάρθους έστειλαν πρεσβεία στο Νέρωνα ζητώντας συμμαχία απέναντι στον κοινό εχθρό. Τα Χρονικά αναφέρουν (14.25.2) ότι κατά την επιστροφή τους, για να αποφύγουν μια διέλευση μέσω παρθικού εδάφους αν διέβαιναν τον Ευφράτη (το ρωμαιοπαρθικό σύνορο), ο Ρωμαίος στρατηγός Δομίτιος Κορβούλων τους παραχώρησε φρουρά που τους συνόδευσε στις ακτές της Ερυθράς θάλασσας και ότι από εκεί επέστρεψαν στην πατρίδα τους αποφεύγοντας τις εχθρικές περιοχές. Ωστόσο, καθώς η Υρκανία βρισκόταν στο βορρά της Περσίας (η οποία μαζί με τη Μεσοποταμία αποτελούσαν τότε τη βάση του βασιλείου των Πάρθων), η επιστροφή των πρέσβεων μέσω Ερυθράς θάλασσας και κατόπιν Ινδικού Ωκεανού, ώστε να αποφύγουν τα εχθρικά εδάφη περνώντας από τα ανατολικά της παρθικής επικράτειας, φαίνεται απίθανη, καθώς θα σήμαινε ένα τεράστιο κύκλο (το παρθικό βασίλειο εκτεινόταν χονδρικά μέχρι τις Ινδίες). Ανάλογα θα συνέβαινε αν με τον όρο ‘Ερυθρά θάλασσα’ εννοείται εδώ ο Περσικός κόλπος, καθώς οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τον ίδιο όρο και για τις δυο θάλασσες. Επιπλέον σε αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις, είτε μέσω της ερήμου, είτε μέσω παρθικού εδάφους, από την Αρμενία, όπου εκτυλισσόταν ο πόλεμος, μέχρι τον Περσικό και να διαπλεύσουν στην έξοδό του τα στενά του Ορμούζ, που τελούσαν υπό παρθικό έλεγχο. Το πιο πιθανόν είναι ότι η επιστροφή τους έγινε απλά μέσω Κασπίας θάλασσας, παρακάμπτοντας τις εχθρικές περιοχές από το βορρά, και εδώ υπάρχει λάθος είτε του Τάκιτου, είτε του αντιγραφέα.
Η απήχηση του έργου του Τάκιτου.
Κλείνουμε την εισαγωγή με δυο τοπωνυμικές αναφορές που, αν και βέβαια καταχρηστικές για το παρόν έργο και ασυνήθιστες για βιβλίο κλασσικής ιστορίας, περικλείονται επειδή είναι ενδεικτικές, βάσει ‘γεωγραφίας’ και απόστασης, του εύρους της απήχησης του έργου του Τάκιτου.
Η Βιβιδία (Vibidia) ήταν η αρχαιότερη από τις Εστιάδες παρθένες, στην οποία απευθύνθηκε η Μεσσαλίνα κατά την πτώση της (48 μ.Χ.) για να παρέμβει προς υπεράσπισή της στο σύζυγό της Αυτοκράτορα Κλαύδιο. Η παρέμβασή της δεν στέφθηκε από επιτυχία, αλλά το σύντομο αυτό πέρασμα της υπηρέτριας εκείνης της θεάς Εστίας στο έργο του Τάκιτου (11.32.2, 11.34.3), της κέρδισε κυριολεκτικά μια θέση στον ουρανό. Το όνομα της Βιβιδίας ανήκει από το 2011 σε ένα κρατήρα, διαμέτρου επτά χλμ., του αστεροειδούς που φέρει το όνομα της θεάς Εστίας, ενός από τους μεγαλύτερους του ηλιακού μας συστήματος.
Πολύ πιο αναμενόμενο βεβαίως, είναι και ότι ο ίδιος ο μεγάλος ιστορικός έχει από παλιά απαθανατιστεί στον ουρανό, καθώς ένας σεληνιακός κρατήρας, διαμέτρου σαράντα χλμ. και βάθους τριών, στα ΝΑ του ορατού δίσκου του δορυφόρου μας, φέρει το όνομα του Τάκιτου.
Πιθανότατα υπάρχουν και άλλες γεωγραφικές ονομασίες σε ουράνια σώματα παρμένες από τα γραπτα του Τάκιτου, αλλά αυτό θα αποτελούσε αντικείμενο άλλου πονήματος.